Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς πέρασε τον Ατλαντικό για την πρώτη του απευθείας επαφή (την Πέμπτη) με την αμερικανική διοίκηση και με τον δημοφιλή στην Ευρώπη Μπαράκ Ομπάμα. Μόνο η καταμέτρηση των συναντήσεων που είχε στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του με την Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ και η σύγκριση με τις ελληνοαμερικανικές επαφές κορυφής το ίδιο διάστημα αρκεί για να εξάγει κανείς συμπεράσματα. Της Αγγελικής Σπανού.

Ads

Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι η ελληνική κυβένηση επέλεξε να παίξει με το Βερολίνο θεωρώντας ότι έτσι θα διευκολυνθεί η απρόσκοπτη χρηματοδότηση της υπερχρεωμένης μας χώρας. Κανείς δεν ξέρει τι είδους συζητήσεις έχουν γίνει κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ Α. Μέρκελ και Α. Σαμαρά, αλλά δεν είναι ανεδαφική η εκτίμηση ότι έχει συζητηθεί η ηγεμονική γερμανική διείσδυση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, στον τομέα της ενέργειας, στην αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας. Η γερμανική πλευρά προφανώς ενδιαφέρεται για τους υδρογονάνθρακες της ανατολικής Μεσογείου για την εκμετάλλευση των οποίων η ελληνική συμμετοχή είναι αναγκαία και αυτό δίνει ένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα την Αθήνα σε μια συγκυρία στην οποία δεν έχει τίποτα άλλο να επιδείξει.

Σιωπή και αδιαφορία

Το ότι η Ελλάδα αποτελεί αυτή τη στιγμή γερμανική ζώνη επιρροής, λογικά, θα έπρεπε να είχε προκαλέσει ενός είδους αναστάτωση στην Ουάσιγκτον, με βάση τους κανόνες που ίσχυαν μέχρι το 2009. Ως τότε οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τις συμμαχίες και τους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας μας και είναι ενδεικτική η έντονη δυσφορία που είχαν εκφράσει για την προσέγγιση Καραμανλή-Πούτιν και η οποία φυσικά δεν έχει σχέση με γελοίες θεωρίες συνομωσίας για σχέδια δολοφονίας και άλλα παραμύθια. Στη συνέχεια όμως, σταδιακά και ανεπαίσθητα, το αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή μας άρχισε να μειώνεται για να συρρικνωθεί τελικά σε τόσο εντυπωσιακό βαθμό, ώστε να συντελούνται συγκλονιστικές εξελίξεις στην Κύπρο και η αμερικανική πλευρά να μην κάνει απολύτως κανένα σχόλιο.

Ads

Στην αμερικανική πρωτεύουσα γεννήθηκαν μεγάλες προσδοκίες όταν κέρδισε τις εκλογές ο Γιώργος Παπανδρέου, ένας δικός τους άνθρωπος ή θεωρούμενος ως δικός του άνθρωπος. Οι επαφές του με το Λευκό Οίκο ήταν πολύ πιο συχνές από όσες του σημερινού πρωθυπουργού και σε κάποιες κρίσιμες στιγμές ο Ομπάμα παρενέβη πιέζοντας τη γερμανική καγκελαρία να βάλει λίγο νερό στο κρασί που θα μας κέρναγε. Στην πορεία, όμως, η επένδυση κάηκε χωρίς μάλιστα να κάνει κάποια πραγματικά θεαματική κίνηση ο Παπανδρέου για να ενισχύσει τους δεσμούς με την αμερικανική πλευρά. Οπως όλα δείχνουν, από εκείνο το σημείο και μετά είναι σαν να πατήθηκε ένα κουμπί. Ο αμερικανικός παράγοντας, γύρω από την επίδραση του οποίου στις ελληνικές εξελίξεις έχει χτιστεί μια ολόκληρη μυθολογία, έπαψε να ασχολείται με την υπόθεσή μας. Ακόμη και για την πιθανότητα να πουληθεί η ΔΕΠΑ στην Gazprom περισσότερο έντονα αντέδρασαν στο παρασκήνιο οι Βρυξέλλες παρά η Ουάσιγκτον που και πάλι μπορεί να αντέδρασε για λόγους αρχής και από διπλωματικό αυτοματισμό.

Η αλήθεια είναι ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα έχει πάψει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα πολιτικών ζυμώσεων στην πόλη και οι πρωταγωνιστές της δημόσιας σφαίρας μπορεί να έχουν πολύ καιρό να συναντηθούν με τον Αμερικανό πρέσβη, ο οποίος μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης γνώριζε πρόσωπα και πράγματα πολύ καλύτερα από όσο ο Γερμανός συνάδελφός του.

Πλήξη και λήθη

Μια κοινωνία εθισμένη για δεκαετίες να αντιστέκεται στον αμερικανό “κατακτητή” αναζητά τώρα τον εχθρό στη γερμανική πρωτεύουσα. Αιτία είναι μόνο η κρίση; Ισχύει απλώς ότι ο δανειστής τα παίρνει όλα ή συντελέστηκαν και άλλες διεργασίες το αποτέλεσμα των οποίων σχηματοποιείται με αφορμή την κρίση;

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ της διπλωματίας γνωρίζουν ότι οι Αμερικανοί έχουν κουραστεί να ασχολούνται με τα θέματα εθνικού ενδιαφέροντος: Κυπριακό, σκοπιανό, ελληνοτουρκικά. Συνέβη άλλωστε να υπάρξουν παρασκηνιακές συμφωνίες που μετά αθετήθηκαν και υποσχέσεις που διαψεύστηκαν. Υπήρξαν υπουργοί Εξωτερικών που έλεγαν ναι σε όλα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και επιστρέφοντας στην πατρίδα θυμόντουσαν ότι είχαν ξεχάσει να ενημερώσουν τον πρωθυπουργό που μετά τους άδειαζε.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, γεγονός είναι ότι τα προβλήματα δεν λύνονταν και η αμερικανική διπλωματία συνήγαγε τελικά το συμπέρασμα ότι το πολιτικό κόστος εδώ είναι το βασικό κριτήριο για να γίνουν υπερβάσεις στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, η Ελλάδα έχανε λίγο λόγο το ηγετικό της κεφάλαιο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης το οποίο οφειλόταν στην ιδιότητα του μέλους της ΕΕ, της Ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ αλλά και στην πολιτική Σημίτη για προώθηση των ευρωατλαντικών φιλοδοξιών των γειτονικών χωρών στα Βαλκάνια. Η χρόνια εκκρεμότητα με την ΠΓΔΜ και οι συνεχείς τριβές με την Τουρκία συνέθεσαν έναν διπλωματικά καταστροφικό συνδυασμό με την λιγότερο εμπνευσμένη εξωτερική πολιτική που ακολουθήθηκε.

It s the economy!

Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, η Αμερική άλλαξε προσανατολισμούς και προτεραιότητες, αλλά εξακολουθεί να ενδιαφέρεται έντονα για τη Μέση Ανατολή, στη σκακιέρα της οποίας καθοριστικός παίκτης είναι η Τουρκία, με δεδομένο άλλωστε ότι η ελληνική διπλωματία είχε εγκαταλείψει την πολιτική στενών σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, επομένως δεν είχε ρόλο να διαδραματίσει.

Στην πορεία φάνηκε ότι έτσι κι αλλιώς η οικονομία θα δώσει τις απαντήσεις: Κάποια στιγμή θα γίνει τόσο επιτακτική η ανάγκη αναζήτησης κοιτασμάτων στο Αιγαίο που οι γείτονες θα αναγκαστούν να τα βρουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και εν πάση περιπτώσει ας αναλάβει η Γερμανία το βαρετό ρόλο του ασκούντος πίεση για την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ ή του κυπριακού σε μια στιγμή στην οποία η Λευκωσία βρίσκεται περισσότερο απομονωμένη και αδύναμη από ποτέ.

Ο Α. Σαμαράς, μπροστά στο αδιέξοδο, θα αξιοποιήσει επικοινωνιακά το φωτογραφικό στιμιότυπο της συνάντησής του στον Λευκό Οίκο με τον Μπαράκ Ομπάμα και δεν αποκλείεται να ζητήσει οικονομική βοήθεια προσφέροντας ό,τι μπορεί -πρωτίστως προθυμία για συνεργασία στα ενεργειακά. Σε σχέση με τις αμερικανικές επενδύσεις, ισχύει ό,τι και σε σχέση με όλες τις επενδύσεις: Ποιος θα δεσμεύσει τα κεφάλαιά του σε μια χώρα που δεν έχει σταθερό φορολογικό σύστημα, πνίγεται στην πολυνομία και τη γραφειοκρατία, βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο πολιτικής και οικονομικής αποσταθεροποίησης; 

Σε κάθε περίπτωση η ελληνική γεωπολιτική υπεραξία αποδεικνύεται κατασκευή εσωτερικής κατανάλωσης. Δεν συγκρούονται οι γίγαντες της παγκόσμιας πολιτικής για το ποιος θα πατήσει στο χωράφι μας, ούτε αναμετριώνται οι υπερδυνάμεις για τον έλεγχο της μικρής μας χώρας που ο θρύλος θέλει να τη ζηλεύουν και να την επιβουλεύονται οι ξένοι. Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, είναι θέμα λίγου χρόνου να σκεφτεί κανείς ότι οι Αμερικανοί ήταν μια κάποια λύση.