Νέο πλήγμα στη δημοκρατικότητα της κοινοβουλευτικής λειτουργίας προκαλεί η υπερψήφιση τροπολογίας – στο νομοσχέδιο για τα αυθαίρετα… – η οποία καθιερώνει τη δυνατότητα κατάργησης δημόσιων οργανισμών με απλά Προεδρικά Διατάγματα. Η εξέλιξη είναι μεν σύμφωνη με τη νομολογία του ΣτΕ η οποία ισχύει επί 10ετίες, αλλά υπονομεύει περαιτέρω τον ρόλο της Βουλής και παράλληλα αποτρέπει τη δυνατότητα κοινωνικών αντιδράσεων, εξηγεί στο tvxs.gr ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Κώστας Χρυσόγονος, ο οποίος συν τοις άλλοις αποσαφηνίζει τα περιθώρια πρωτοβουλιών του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ads

 
«Με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ισχύει επί 10ετίες, δεν υπάρχει πρόβλημα με την κατάργηση δημόσιων οργανισμών μέσω Προεδρικών Διαταγμάτων. Ό,τι μπορεί να κάνει ο νόμος, μπορεί να το κάνει και η διοίκηση με την έκδοση ΠΔ κατόπιν νομικής γνωμοδότησης. Ωστόσο, η προσωπική μου άποψη, την οποία είχα εκφράσει σε ανύποπτο χρόνο πριν από 10 χρόνια σε βιβλίο μου για το συνταγματικό δίκαιο, είναι ότι ο νόμος πρέπει να ρυθμίζει τα θεμελιώδη ζητήματα. Η συγκεκριμένη εξέλιξη πάσχει από δημοκρατική άποψη, καθώς υποβαθμίζει τον ρόλο της Βουλής και γενικότερα τη δυνατότητα κοινωνικών αντιδράσεων. Η νομοθετική διαδικασία της Βουλής συνεπάγεται: κατάθεση νομοσχεδίου στη Βουλή, πάροδο χρονικού διαστήματος κατά το οποίο μπορούν να εκδηλωθούν αντιδράσεις από τους διαμαρτυρόμενους (με τη μορφή απεργιών, διαδηλώσεων κλπ), ενδεχομένως πίεση σε κάποιους από τους βουλευτές της συμπολίτευσης οι οποίοι μπορεί να διαφοροποιηθούν, απώλειες από την κυβερνητική πλειοψηφία στο πλαίσιο της ψηφοφορίας με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει κάθε φορά κ.ο.κ. Αντιθέτως, το προεδρικό διάταγμα, σήμερα αποφασίζεται, σήμερα δημοσιεύεται, σήμερα ισχύει», αναφέρει ο Κώστας Χρυσόγονος, ο οποίος επεκτείνει τον συλλογισμό του ως εξής:
 
«Από εκεί και πέρα, το σημαντικότερο είναι ότι καταστρατηγείται η νομιμότητα στις περιπτώσεις που έχουμε, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, κατάργηση θέσεων χωρίς κατ’ ουσία κατάργηση των αντίστοιχων υπηρεσιών. Χωρίς δηλαδή να τίθεται θέμα λειτουργικών αναγκών της διοίκησης. Για παράδειγμα, καταργούν διδάσκοντες στη Μέση Εκπαίδευση ή καταργούν σχολικούς φύλακες, όχι επειδή σταματούν τα μαθήματα ή σταματούν να λειτουργούν τα σχολεία, αλλά προκειμένου να τους αντικαταστήσουν είτε με εργολάβους security είτε με ωρομίσθιους καθηγητές. Αυτό καταστρατηγεί τη νομιμότητα. Εδώ υπάρχει λοιπόν θέμα ουσίας και όχι διαδικασίας».
 
Ερωτηθείς για τις δυνατότητες που διέπουν τον ρόλο του θεσμού της Προεδρίας της Δημομοκρατίας, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου διευκρινίζει: «Ο ΠτΔ θεωρητικά έχει τη δυνατότητα να αναπέμψει νομοσχέδιο για αντισυνταγματικότητα. Δεν το έχει κάνει ποτέ και ευλόγως, από μία άποψη, διότι το νομοσχέδιο μπορεί να επανέλθει και αρκεί να ψηφιστεί με την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Πρόεδρος θα μπορούσε να υποστεί μία ήττα σε συμβολικό επίπεδο. Αλλά αυτό που θα μπορούσε να έχει κάνει, χωρίς κόστος, είναι να μην υπογράψει τις αντισυνταγματικές Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου οι οποίες σωρηδόν υπογράφονται, χωρίς να συντρέχουν οι συνταγματικές προϋποθέσεις. Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρίσκεται η μεγαλύτερη παραβίαση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων».