Η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 25 Μαρτίου, με κεντρικό θέμα τα ελληνοτουρκικά, οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης που θα κορυφωθούν με την στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου, παρόντος του Εμάνουελ Μακρόν και οι διερευνητικές επαφές Άγκυρας-Αθήνας που, πιθανόν να πραγματοποιηθούν μέσα στον Μάρτη, συνηγορούν πως, ο συγκεκριμένος μήνας, θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας.

Ads

Ο δημοσιογράφος – αναλυτής, Γιώργος Καπόπουλος, μιλά στο tvxs.gr για τις τελευταίες εξελίξεις στο πεδίο των ελληνοτουρκικών, για την στάση και τις «αντιφάσεις» της Άγκυρας, τον ρόλο και τη συμβολή των ΗΠΑ σε όσα θα ακολουθήσουν στις επόμενες εβδομάδες, αλλά και για τα όσα πρέπει να προσέξει, η ελληνική πλευρά.

ΕΡ. Λαμβάνοντας υπόψιν α) την παρουσία του Τσεσμέ στο Αιγαίο τις τελευταίες εβδομάδες, β) την άσκηση «γαλάζια πατρίδα» που πραγματοποίησε η Τουρκία, γ) το «άνοιγμα» της Αιγύπτου στην Άγκυρα, μέσω της προκήρυξης διαγωνισμού για έρευνα και εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων, ακριβώς κάτω από τα όρια των τουρκικών διεκδικήσεων, αλλά και δ) τις δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου Αριστοτελίας Πελώνη τη Δευτέρα, πως «ακόμη περιμένουμε την απάντηση της τουρκικής πλευράς για τη συνέχεια των διερευνητικών», πως κρίνετε την στάση που διατηρεί σήμερα η Τουρκία, εν’ όψει των εβδομάδων που ακολουθούν;

ΑΠ. Για να καταλάβουμε τις τελευταίες εξελίξεις, πρέπει να τις εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εγγενών αντιφάσεων της στάσης του Ερντογάν. Από τη μια λοιπόν, η Άγκυρα λέει ότι θέλει διερευνητικές συνομιλίες με την Ελλάδα και από την άλλη επιδίδεται στη “διπλωματία των κανονιοφόρων”. Ουσιαστικά, ο Ερντογάν, προσπαθεί να εξισορροπήσει ανάμεσα σε μια αυταρχική πολιτική «περιφερειακής – αυτοκρατορικής δύναμης» και στην ανάγκη να ακολουθήσει τη μόνη επιλογή που έχει μπροστά του: Να προχωρήσει σε μια «ειδική σχέση» Ε.Ε. και Τουρκίας, διευκολύνοντας τη Γερμανία, στην προσπάθεια της να καταφέρει αυτήν την σχέση, χρησιμοποιώντας ως «κεντρικό πυρήνα» τη συμφωνία για τον έλεγχο για των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. 

Ads

Από τη μια λοιπόν, βλέπουμε μια ασθμαίνουσα προσπάθεια της Τουρκίας να δώσει ένα δείγμα γραφής της διάθεσης της να πραγματοποιήσει διάλογο με μια σειρά από χώρες που έχει προβλήματα, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Το έχει επιχειρήσει με το Ισραήλ, ανεπιτυχώς μέχρι στιγμής, σε επίπεδο υψηλότατων αξιωματούχων. Το επιχειρεί με την Αίγυπτο, όπως είδαμε και από τις τελευταίες εξελίξεις. Το επιχείρησε μάλιστα και με τη Γαλλία. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ο Ερντογάν έχει ένα εθνοισλαμικό ακροατήριο, πιέζεται από τον Μπαχτσελί, τον κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό του έταιρο, ώστε να προβάλλεται ως ο ηγέτης του σουνιτικού Ισλάμ στην περιοχή.

ΕΡ. Τι πρέπει να περιμένουμε λοιπόν από την Τουρκία τόσο απέναντι στην Ελλάδα όσο και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής και ποιος ο ρόλος που ενδέχεται να διαδραματίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα;

ΑΠ. Σε επίπεδο ρητορικής θα υπάρχουν χαμηλοί τόνοι προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις επόμενες τρεις εβδομάδες, μέχρι τη Σύνοδο. Όσον αφορά την Ελλάδα, ανεξάρτητα από το εάν θα υπάρξει πρόοδος στις διερευνητικές επαφές, οι οποίες μάλλον θα γίνουν, η Τουρκία θα συνεχίσει μια συγκεκριμένη ρητορική, που θα ισχυρίζεται ότι «εμείς βάλαμε θέματα στο τραπέζι», τα οποία δε δέχεται η ελληνική πλευρά. Σ’ όλα αυτά όμως, υπάρχει μια υποθήκη, ένα σημαντικό σημείο, το οποίο είναι η πολιτική που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ προς την Τουρκία.

Πρέπει αρχικά να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κοσμογονία ανατροπών της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Έχουμε την απαξίωση και την οριοθέτηση της συνεργασίας των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία. Υπάρχει μια «αμηχανία» και «ψυχρότητα» σε σχέση με το Ισραήλ, γιατί ο Νετανιάχου βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και δεν μπορεί να επαναλάβει δημόσια την αντιπαράθεση που είχε στο «άνοιγμα» του Ομπάμα προς το Ιράν από το 2013 έως το 2016.  Με το Ιράν, επίσης, υπάρχει μια κατάσταση «ανήσυχης αναμονής». Μέσα λοιπόν σε όλη αυτή την κατάσταση, οι ΗΠΑ κρατούν μια σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία στο θέμα των S-400, η οποία δεν είναι «συμβολική». Είναι πολύ απλά, αυτό που ζητάει η Ουάσινγκτον από την Άγκυρα: Να σταματήσει να ελίσσεται ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ, ζητάνε από τον Ερντογάν, να «κόψει» τις γέφυρες με τη Ρωσία.

Ως αποτέλεσμα, ο Ερντογάν, είναι με την πλάτη στον τοίχο, απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί εάν υποχωρήσει στις αμερικανικές πιέσεις, ακυρώνει το αφήγημα του ότι είναι ο «ηγέτης» του σουνιτικού Ισλάμ στην περιοχή που αντιστέκεται στις πιέσεις των «σταυροφόρων» της Δύσης. Όμως ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος της Τουρκίας, επιζητά και αυτήν την «ειδική σχέση» με την Ε.Ε., η οποία για να επιτευχθεί, πρέπει να δώσουν την έγκριση τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με άλλα λόγια λοιπόν, όσον αφορά τις επιπτώσεις της στάσης των ΗΠΑ, στις σχέσεις του Ερντογάν με την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να τονίσουμε, ότι, είναι αδύνατον να γίνει οποιαδήποτε «επιβράβευση» από πλευρά Γερμανίας και Ε.Ε., χωρίς να δώσουν το «πράσινο φως» οι ΗΠΑ. Η Γερμανία, θα συντονίσει την πολιτική της απέναντι στην Τουρκία, με βάση τις διαθέσεις της Ουάσινγκτον. Εάν οι ΗΠΑ θελήσουν να πιέσουν τον Ερντογάν, τότε η Γερμανία θα κάνει δυσκολότερη την προσπάθεια της Τουρκίας για μια «ειδική σχέση» με την Ε.Ε. Είναι στην ουσία ένα ντόμινο.

ΕΡ. Δεδομένων λοιπόν όλων αυτών των παραγόντων, πως πρέπει να κινηθεί η ελληνική πλευρά, μέσα σ’ αυτόν τον «κρίσιμο» μήνα και τι μπορεί να περιμένει από τη Σύνοδο Κορυφής;

ΑΠ. Πρέπει αρχικά η ελληνική πλευρά να καταλάβει ότι, ήδη από το 1974 και μετά, το αξίωμα που λέει «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», δεν έχει απόλυτη και διαχρονική ισχύ. Εννοώ ότι, αυτήν την στιγμή, η σκληρή αντι-τουρκική συμμαχία στη Μέση Ανατολή, ανάμεσα σε Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράματα και Σαουδική Αραβία, βρίσκεται σε μια φάση «αμηχανίας», λόγω της αλλαγής πλεύσης της Ουάσινγκτον. Στην ουσία δηλαδή, δεν εκπληρώθηκε η προσδοκία από την ελληνική πλευρά, ότι η εκλογή Μπάιντεν θα ανέτρεπε την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή.

Για αυτό, πρέπει η Ελλάδα να καταλάβει ότι το επιχείρημα πως «αφήνουμε τα πράγματα έτσι όπως είναι» αλλά και ότι «ο χρόνος δουλεύει για ‘μας», έχει μόνο σχετική αξία. Δεν είναι δυνατόν, όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, να μην γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, είτε σε διμερές είτε σε διεθνές δικαστικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας μας, να μην ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και να υπάρχει η ακινησία που παρατηρείται σήμερα. Και με πίεση και χωρίς πίεση και με τις υποδείξεις του Βερολίνου αλλά και χωρίς αυτές, αφού κανείς δεν προτείνει άλλη λύση, η μόνη λύση είναι ο διάλογος και σε πρώτη φάση, η μείωση της αμοιβαίας καχυποψίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Όσον αφορά λοιπόν τη Σύνοδο Κορυφής, η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο θέμα των κυρώσεων. Οι κυρώσεις μπορεί να υπάρξουν και να είναι συμβολικές. Δε θα κοστίσει στον Ερντογάν, εάν τέσσερις συνεργάτες του δεν μπορούν να ταξιδέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα. Είναι λάθος να εγκλωβίζουμε όλη μας την πολιτική στις κυρώσεις, γιατί; Γιατί κυρώσεις που θα «πονέσουν» την Τουρκία, που θα αποσταθεροποιήσουν πραγματικά την οικονομία της Τουρκίας, είναι αδιανόητες στην παρόυσα φάση. 

Τέλος είναι σημαντικό να ειπωθεί πως, στο ερώτημα προς την τουρκική κοινή γνώμη για το «ποιον θεωρείτε μεγαλύτερο εχθρό της χώρας», η Ελλάδα έρχεται όγδοη – ένατη. Άρα ο Ερντογάν, έχει πολύ μεγαλύτερη άνεση αναπροσαρμογών προς την Αθήνα, από ότι έχει η Ελλάδα, και αυτό, είναι κάτι που πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψιν σε συνδυασμό με όλα τα προαναφερθέντα, μιλώντας για το πως πρέπει να κινηθεί η χώρα μας.