Το Oruc Reis φθάνει έως τα 6,8 μίλια από το Καστελόριζο και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου  βάζει θέμα «τουρκική μειονότητα στη Θράκη» στην Ισλαμική Διάσκεψη, αλλά παραπλεύρως ο Ταγίπ Ερντογάν θυμάται ξαφνικά και την Ευρώπη:  Δηλώνει ότι βλέπει την Τουρκία «ως αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης», στέλνει τον εκπρόσωπό του Ιμπραίμ Καλίν στις Βρυξέλλες σε αποστολή κατευνασμού και προσέγγισης, και βάζει τον Χουλουσί Ακάρ να διαμηνύσει – προς Αθήνα και Βερολίνο – ότι θέλει διάλογο χωρίς προϋποθέσεις.

Ads

Τίποτα από όλα αυτά δεν το κάνει τυχαία, αλλά βάσει πολύ συγκεκριμένου σχεδίου. Είτε γιατί «είναι μετρ της πολιτικής επιβίωσης» όπως γράφει το Politco, είτε διότι «πάντα αντιλαμβάνεται πότε έρχεται η ώρα να πληρώσει τον λογαριασμό», όπως έγραψε η Suddeutsche Zeitung.

To σχέδιο του Ταγίπ Ερντογάν εν προκειμένω, όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι στην Αθήνα, είναι να αγοράσει χρόνο, να αποφύγει – για μια ακόμη φορά – τις κυρώσεις, και να εξισορροπήσει την σχέση του με την Ε.Ε.  Αφ’ ενός για να μπορέσει στην συνέχεια να διαχειριστεί χωρίς πίεση το μείζον για την Αγκυρα που είναι ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης της με την Αμερική του Τζο Μπάιντεν, και αφετέρου διότι θεωρεί ότι διαθέτει πλέον τις «υποθήκες» για να διεκδικήσει διάλογο με την Αθήνα πάνω στην δική του ατζέντα – την «ατζέντα Oruc Reis». Ητοι, πάνω στην ατζέντα που διαμορφώνουν τα τετελεσμένα επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το τελευταίο τρίμηνο.

Οι πληροφορίες και τα μηνύματα από Βερολίνο και Βρυξέλλες δείχνουν ότι δεν απέχει πολύ από τον στόχο του. Η αυριανή λήξη της τελευταίας τουρκικής NAVTEX και η επιστροφή του Oruc Reis στην Αττάλεια φαίνεται να είναι ικανή συνθήκη και τεκμήριο «αποκλιμάκωσης» για την Ανγκελα Μέρκελ, προκειμένου να ανακόψει την όποια πίεση για κυρώσεις κατά της Τουρκίας στην σύνοδο κορυφής της 11ης Δεκεμβρίου.

Ads

«Η δήλωση Ερντογάν», έγραψε χαρακτηριστικά η Suddeutsche Zeitung , «ότι βλέπει την Τουρκία εντός της Ευρώπης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από την μια πλευρά με τον απαιτούμενο σκεπτικισμό. Από την άλλη όμως μέσα από οπορτουνιστικές και αμφιλεγόμενες κινήσεις προκύπτουν συχνά δυνατότητες σε πολιτικό πεδίο. Και σε σχέση με την Τουρκία ο στρατηγικός στόχος θα πρέπει να παραμείνει η παραμονή της χώρας στην Ευρώπη».

Eν ολίγοις, το ελληνοτουρκικό ζήτημα δεν είναι προτεραιότητα του Βερολίνου στο πλέγμα των ευρωτουρκικών σχέσεων, και η Ανγκελα Μέρκελ εξακολουθεί, ακόμη και τώρα, να μην θέλει τις κυρώσεις. Εξ ου, ίσως, και ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Πίτερ Στάνο όταν ερωτήθηκε προχθές για την προοπτική των κυρώσεων πέταξε την μπάλα στην εξέδρα φέρνοντας ξανά σε πρώτο πλάνο την ανάγκη διερεύνησης μιας «θετικής ατζέντας» με την Τουρκία και της δέσμευσης «σε έναν εποικοδομητικό διάλογο».

Το ερώτημα με αυτά τα δεδομένα είναι τι κάνει η Αθήνα, κι τι σκοπεύει να κάνει τις επόμενες 15 ημέρες έως την σύνοδο κορυφής. Όχι πολλά πράγματα είναι η αλήθεια – με εξαίρεση ίσως τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, που όμως δεν διαμορφώνει τις τελικές αποφάσεις. Σε κεντρικό επίπεδο, η κυβέρνηση κάνει πως δεν βλέπει το Oruc Reis και προσβλέπει στην πίεση Μακρόν και στην σύγκρουση Γαλλιας-Τουρκίας, ως τον παράγοντα που θα αναγκάσει την Γερμανία να κάνει έστω κι ένα βήμα μπροστά απέναντι στην Αγκυρα.

Εδώ, διπλωματικοί παράγοντες στην Αθήνα, διαβλέπουν δύο κινδύνους. Ο πρώτος είναι μια απόφαση για προσχηματικές και μη ουσιαστικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας στην σύνοδο – π.χ. η προαναγγελία ενός μηχανισμού περιοριστικών μέτρων που θα δημιουργηθεί εάν και εφόσον η Αγκυρα προβεί σε νέες προκλήσεις. Μια τέτοια απόφαση απλώς θα στρώσει, όπως λένε, τον δρόμο στον Ταγίπ Ερντογάν για να στείλει δυτικά του 28ου μεσημβρινού, όποτε και όταν εκείνος κρίνει, όχι πια μόνον ερευνητικό πλοίο αλλά και τουρκικό γεωτρύπανο.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι μια τουρκική πρόταση, παραμονές ή ταυτόχρονα με την σύνοδο κορυφής, για έναρξη διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα. Με ατζέντα η οποία θα χωρά – από την πλευρά του Βερολίνου τουλάχιστον – και διαπραγμάτευση επί των «αμφισβητούμενων υδάτων» που όργωσε από το καλοκαίρι μέχρι τώρα το Oruc Reis.