Το οικονομικό έγκλημα, παρόλο που συνήθως δεν έχει ανθρώπινα θύματα, στρέφεται εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας, τονίζει μιλώντας στο tvxs.gr ο συγγραφέας του βιβλίου «Στα ίχνη του οικονομικού εγκληματία», Γιάννης Μάρκοβιτς. Ο διδάκτορας Εργασιακής και Οργανωσιακής Ψυχολογίας και οικονομικός επιθεωρητής στο υπουργείο Οικονομικών, εξηγεί ποιες είναι οι πιο συχνές μορφές οικονομικού εγκλήματος, από τη φοροδιαφυγή και την πολιτική διαφθορά ως τα εγκλήματα λευκού και ερυθρού κολάρου, καθώς και τα χαρακτηριστικά του οικονομικού εγκληματία.

Ads

*Διαβάστε την Κυριακή το δεύτερο μέρος της συνέντευξης, για τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του οικονομικού εγκληματία, την έννοια της παραβατικότητας της ελίτ, την πολιτική διαφθορά και τον καπιταλισμό ως πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του οικονομικού εγκλήματος.
 
Πώς ορίζεται το οικονομικό έγκλημα;

Αν και δεν υπάρχει ένας και μοναδικός ορισμός για το οικονομικό έγκλημα, μπορούμε να πούμε ότι είναι μια ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος το οποίο έχει καταρχήν οικονομικό περιεχόμενο, διαπράττεται από άτομο ή ομάδα ατόμων ή από έναν ολόκληρο οργανισμό, αλλά ακόμα και από ένα κράτος. Το έγκλημα αυτό είναι σε βάρος είτε ενός ατόμου είτε ενός συνόλου, μιας επιχείρησης ή οργανισμού, καθώς και ολόκληρης της κοινωνίας. Το ιδιαίτερο του χαρακτηριστικό είναι ότι δεν ενέχει βία, με την έννοια του αίματος και της απώλειας ανθρώπινων ζωών. Το βασικό του κίνητρο είναι η απόκτηση παράνομου οικονομικού οφέλους. Δεν έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά με το κοινό ποινικό έγκλημα, το αποκαλούμενο έγκλημα του δρόμου.
 
Κάτω από αυτό τον ορισμό, στο βιβλίο σας αναφέρετε επιμέρους κατηγορίες οικονομικών εγκλημάτων..

Ναι, οι βασικές κατηγορίες οικονομικού εγκλήματος είναι η διαφθορά, η απάτη, η κλοπή, η χειραγώγηση, η κατάχρηση, η υπεξαίρεση, η πλαστογραφία, η λαθρεμπορία και οι μεγάλες φορολογικές παραβάσεις και απάτες.
 
Εντάσσεται στο οικονομικό έγκλημα και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος;

Ads

Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος είναι κατ’ ουσία το αποτέλεσμα του οικονομικού εγκλήματος, καθώς αποτελεί προσπάθεια νομιμοποίησης των χρημάτων που προκύπτουν από παράνομες ενέργειες. Αποτελεί βέβαια παράνομη δραστηριότητα, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας προηγηθείσας παράνομης ενέργειας.

Οι πιο συχνές μορφές οικονομικού εγκλήματος στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ποιες είναι;

Είναι η διαφθορά, οι απάτες οποιασδήποτε μορφής – όπως η τραπεζική απάτη, οι απάτες του χρηματιστηρίου, οι απάτες των πλαστών επιταγών, οι πλαστογραφίες, οι πλαστοπροσωπίες- και βέβαια το λαθρεμπόριο, όπως είναι το λαθρεμπόριο καυσίμων, ποτών, τσιγάρων κ.α.
 
Στην Ελλάδα είναι τα ίδια με της Ευρώπης τα πιο συχνά οικονομικά εγκλήματα;

Ναι, η Ελλάδα ως προς τα οικονομικά εγκλήματα δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία ή χαρακτηριστικά σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης ή τις ΗΠΑ. Τα οικονομικά εγκλήματα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη κυμαίνονται είναι τα ίδια, διαφέρουν μόνο ως προς την συχνότητα εμφάνισής τους και τα θύματα που έχουν. Οι μορφές όμως είναι ίδιες και κατ’ επέκταση και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξή τους ουσιαστικά δεν διαφέρουν από την μια Ευρωπαϊκή χώρα στην άλλη.

Δεν μπορεί να υπάρχει και στο κοινό έγκλημα οικονομικό κίνητρο;

Βέβαια και στο κοινό έγκλημα μπορεί να έχουμε οικονομικό κίνητρο. Για να το πω πιο απλά, κάποιος ο οποίος μπαίνει σε μια τράπεζα και κλέβει με την απειλή όπλων εντάσσεται στο κοινό έγκλημα. Αυτός όμως που κάνει κάποια κατάχρηση στην τράπεζα και εργάζεται σε αυτή, διαπράττει οικονομικό έγκλημα.  Το οικονομικό έγκλημα κατά βάση, δεν έχει ανθρώπινα θύματα και απειλή ανθρώπινης ζωής, σε αντίθεση με το κοινό έγκλημα που ενέχει την οποιαδήποτε μορφή βίας.

Η φοροδιαφυγή θεωρείται οικονομικό έγκλημα ή υπάρχουν διαβαθμίσεις;

Υπάρχει ένα καθοριστικό ζήτημα για τη φοροδιαφυγή. Αν η φοροδιαφυγή έχει να κάνει με το ότι κάποιος δεν κόβει αποδείξεις ή ότι κάποιος δεν αποδίδει όλους τους φόρους του, ζημιώνοντας το κράτος, αυτό δεν είναι από μόνο του οικονομικό έγκλημα. Αν όμως κάποιος, για παράδειγμα ένας επιχειρηματίας, ο οποίος ανεξαρτήτως της  κρίσης ή των δυσμενών οικονομικών ή λοιπών συγκυριών δεν κόβει αποδείξεις, παρακρατά τον ΦΠΑ και δεν τον αποδίδει, συστηματικά, τότε αυτός θεωρείται οικονομικός εγκληματίας. Αυτός που μεθοδικά και συστηματικά δεν εκδίδει παραστατικά πώλησης, δεν λαμβάνει παραστατικά αγοράς, εκδίδει ή λαμβάνει πλαστά και εικονικά τιμολόγια, δεν αποδίδει τον ΦΠΑ -που είναι φοροκλοπή και όχι απλά φοροδιαφυγή  γιατί τον έχει εισπράξει από τον πελάτη του, δηλαδή, από εμάς που αγοράσαμε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του- και επιπλέον, δεν ασφαλίζει τους εργαζόμενους, δεν τους πληρώνει κανονικά ή δεν πληρώνει τα δώρα και τα επιδόματα, τότε αυτός ο «επιχειρηματίας» είναι οικονομικός εγκληματίας. Αυτό σημαίνει ότι η δίωξη και η τιμωρία αυτού του παραβάτη πρέπει να είναι τελείως διαφορετική από εκείνον που αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους του, να καταβάλει τις εισφορές ή να είναι ενήμερος με τις οφειλές του στο Δημόσιο ή σε τρίτους.
 
Άρα πρέπει να υπάρχει ένας σχεδιασμός εκ των προτέρων ώστε να οριστεί ως οικονομικός εγκληματίας;

Χρειάζεται στην ουσία μία οργάνωση, μια μεθόδευση και ένας σχεδιασμός. Να έχει εκλογικεύσει αυτό που κάνει, να έχει μετρήσει τα υπέρ και τα κατά της κίνησής του και να θεωρεί ότι ο κίνδυνος να συλληφθεί είναι πολύ μικρότερος από το κέρδος που θα έχει από την ενέργεια που προτίθεται να κάνει. Όμως, οι πολίτες που αυτή τν στιγμή αδυνατούν να πληρώσουν φόρους ή δεν μπορούν να πληρώσουν το χαράτσι, φυσικά δεν είναι οικονομικοί εγκληματίες.
 
Υπάρχει δηλαδή ένας συνδυασμός στοιχείων, εκτός κι αν αναφερόμαστε σε μια ξεκάθαρη υπόθεση, όπως η λαθρεμπορία, όπου ο εμπλεκόμενος είναι άτομο που διαπράττει ένα τυπικό οικονομικό έγκλημα. Θα πρέπει όμως να διαχωρίσουμε τους συνήθως αλλοδαπούς που πουλάνε «μαϊμού» προϊόντα, οι οποίοι δεν είναι οικονομικοί εγκληματίες. Είναι τα θύματα ενός ολόκληρου κυκλώματος που τους εκμεταλλεύεται και το οποίο συνήθως δεν φαίνεται, δεν συλλαμβάνεται και επί το πλείστον απαρτίζεται από ημεδαπούς που μπορεί να έχουν οικονομική επιφάνεια, να κάνουν κάποιο νόμιμο επάγγελμα και να μην γίνονται αντιληπτοί από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ο αλλοδαπός, πιθανά παράνομος μετανάστης, που πουλάει τσάντες, παπούτσια, πορτοφόλια ή λαθραία – κακής ποιότητας – τσιγάρα κάνει μια εγκληματική πράξη, αλλά είναι εκτελεστικό όργανο, δεν έχει τη δυνατότητα σχεδιασμού και οργάνωσης αυτής. Είναι όμως αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται και προσάγεται στο αυτόφωρο και στο δικαστήριο. Κατά μια έννοια, καταλήγει να είναι σε ένα βαθμό και αυτός «θύμα» του οικονομικού εγκλήματος.
 
Έχετε γράψει ότι υπάρχουν οι θύτες και τα θύματα του οικονομικού εγκλήματος και έχετε αναφερθεί και στον όρο της κοινωνίας-θύμα…
 
Στο οικονομικό έγκλημα έχουμε θύτες και θύματα που είναι άτομα, ομάδες ατόμων ή οργανισμοί. Στην ουσία όμως, το οικονομικό έγκλημα διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Αν έχουμε έκρηξη οικονομικών εγκλημάτων το θύμα είναι ολόκληρη η κοινωνία. Υπολογίζεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ότι είναι πάνω από 30 δισ. ευρώ είναι η ζημία της Ελληνικής κοινωνίας από όλες τις κατηγορίες οικονομικού εγκλήματος.
 
Τι είναι το έγκλημα λευκού κολάρου και το έγκλημα ερυθρού κολάρου;

Έγκλημα λευκού κολάρου είναι το έγκλημα που διαπράττεται στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα είναι η τραπεζική απάτη, ο χρηματισμός ενός υπαλλήλου, όταν κάποιος κλέβει το ταμείο της επιχείρησης ή όταν εκδίδει και διακινεί εικονικά και πλαστά τιμολόγια. Είναι μία από τις κλασικές περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος. Στο έγκλημα λευκού κολάρου δεν έχουμε βία ή απώλεια ανθρώπινων ζωών. Είναι δηλαδή οποιαδήποτε μορφή απάτης, διαφθοράς ή χρηματικής κομπίνας.
 
Το έγκλημα ερυθρού κολάρου, αφορά στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία αυτός που είναι ήδη εγκληματίας λευκού κολάρου και όταν κινδυνεύει να συλληφθεί μπορεί να χρησιμοποιήσει βίαιες ενέργειες και μεθόδους για να μην αποκαλυφθεί. Μπορεί να φτάσει ακόμα και στη δολοφονία. Ερυθρό κολάρο σημαίνει ότι έχουμε πια αίμα. Αυτό είναι έγκλημα ερυθρού κολάρου, που είναι η χειρότερη μορφή οικονομικού εγκλήματος. Πάντως δεν είναι το σύνηθες.
 
Η μαφία δηλαδή εντάσσεται στα εγκλήματα ερυθρού κολάρου;

Ναι. Η μαφία η οποία κάνει ξέπλυμα χρήματος, έχει τυχερά παίγνια ή παράνομο εμπόριο και ταυτόχρονα έχει και το δολοφονικό, εγκληματικό της σκέλος, μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία του ερυθρού κολάρου
 
 
Η παρούσα οικονομική κρίση θα ήταν λιγότερο έντονη, εάν τα προηγούμενα χρόνια είχαν υπάρξει δράσεις ώστε να μειωθεί αυτό το φαινόμενο;

Σίγουρα το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουμε λάβει δραστικά μέτρα και να υπάρχει ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, από μόνο του εξηγεί πολλά. Καταρχήν, πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει χώρα που δεν έχει οικονομικό έγκλημα, διότι αυτό είναι συνυφασμένο με τις εμπορευματικές-ανταλλακτικές σχέσεις. Όμως, οι χώρες οι οποίες δεν έχουν τεράστιο πρόβλημα με το οικονομικό έγκλημα είναι αυτές που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες ή δεν έχουν οικονομικά προβλήματα.
 
Επειδή έχουν τις κατάλληλες δομές;
 
Καταρχάς έχουν αποτελεσματικότερο θεσμικό πλαίσιο, πολύ πιο ξεκάθαρη νομοθεσία και ασφαλώς έχουν αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ταυτόχρονα όλοι οι εμπλεκόμενοι – φορείς και μονάδες – έχουν αντιληφθεί ότι η ζημία από το οικονομικό έγκλημα είναι πολλαπλάσια από το κόστος της καταπολέμησής του. Διότι μετακυλίεται στην επόμενη γενιά η οποία θα βρεθεί να πληρώνει το τίμημα της μη καταπολέμησης ή ακόμα και αποδοχής των οικονομικών εγκλημάτων της προηγούμενης γενιάς.

Επομένως είναι και θέμα νοοτροπίας;

Όπως έχω αναφέρει και σε γραπτά κείμενά μου, παρόλο που λέμε ότι είμαστε στη Δύση, η καθ’ ημάς Ανατολή μας διαφεντεύει. Η λογική του ρουσφετιού, το αλισβερίσι, το μπαξίσι είναι βαθιά ριζωμένα. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αλλάξουν βέβαια, αλλά δεν αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος εκτός από κατασταλτικά μέτρα και αποτελεσματική νομοθεσία και δικαιοσύνη, απαιτεί εκπαίδευση και αλλαγή κουλτούρας. Αυτά δεν αλλάζουν εύκολα, αλλά κάποτε πρέπει να γίνει η αρχή. Από το δημοτικό σχολείο, από τους σημερινούς εφήβους.
 
Από την άλλη, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι από τη στιγμή που πρώην υπουργοί ή πολιτικοί έχουν διασπαθίσει τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος, είναι εύλογο ένας απλός πολίτης να κάνει σαφώς μικρότερες παραβάσεις.

Παρόλα αυτά πρέπει και εμείς να δούμε όλοι ότι δεν έχουμε κάνει τίποτα ώστε τέτοια φαινόμενα να μην αναπαράγονται. Δεν μπορεί να θεωρούμε ότι όλοι οι άλλοι μας φταίνε. Όχι ότι εμείς είμαστε οι ένοχοι, αλλά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν αναλαμβάνουμε δράση και δεν παίρνουμε πρωτοβουλίες για να σταματήσουμε όλη αυτή την κατάσταση. Κάποια στιγμή πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέπτη και να ρωτήσουμε τον εαυτό μας. Τότε τα ερωτήματα θα είναι αμείλικτα και οι απαντήσεις συγκλονιστικές.
 
Στο βιβλίο σας γράφετε ότι η ανοχή στο οικονομικό έγκλημα είναι συνενοχή. Πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία έχει δείξει ανοχή;
 
Δεν ξέρω πόσο μεγάλη ανοχή μπορεί να έχει δείξει η Ελληνική κοινωνία, αλλά μπορεί σε μεγάλο βαθμό να περνάνε όλα αυτά τα φαινόμενα από μπροστά μας απλώς ως super script των τηλεοπτικών ειδήσεων, χωρίς να μας ενοχλούμαστε ιδιαίτερα για αυτό. Δυστυχώς φαίνεται ότι μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο μια είδηση της κλειδαρότρυπας παρά αυτό που είναι τόσο πασιφανές. Γιατί είναι ενοχλητικό και πιθανά ενοχικό το να αντιληφθώ ότι και εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να αποδέχομαι μια τέτοια κατάσταση. Πώς θα χαρακτηρίζαμε αυτό που τόσο εύκολα λέγεται από πολλούς – συνήθως δημόσια, σε παρέες, στις καφετερίες και στις ταβέρνες – ότι πλήρωσα, ότι έδωσα φακελάκι ή ότι μου ζήτησαν χρήματα σε μια δημόσια υπηρεσία για να γίνει η δουλειά μου; Δεν δείχνει ανοχή, απλά και μόνο η αναφορά του γεγονότος σαν να μιλάμε για ένα καθημερινό και αδιάφορο συμβάν. Βλέπετε το αδιάφορο συμβάν από το αδιάφθορο συμβάν τα διαχωρίζει ένα θ. η Αδιαφορία μας συντηρεί και πολλαπλασιάζει τη διαφθορά.
 
Οι πολίτες πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν;

Νομίζω ότι ήδη είναι ξεκάθαρο ότι το να καταγγέλλω φαινόμενα που έχουν να κάνουν με τη διαφθορά και το οικονομικό έγκλημα δεν είναι κάτι το αρνητικό ή το κατακριτέο. Δεν έχει καμία σχέση με πολιτική ή ιδεολογία ή αξίες. Επειδή πολλοί νομίζουμε ότι η καταγγελία τέτοιων περιστατικών είναι κάτι το αντίστοιχο με το να καταδίδεις – ένδειξη της ενοχής μας με το παρελθόν – η καταγγελία και η αναφορά φαινομένων διαφθοράς και απάτης δεν μας κάνει «δοσίλογους». Η απόκρυψή τους μας κάνει συνενόχους των σύγχρονων «μαυραγοριτών». Αυτό είναι ευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ηθικών αξιών. Άρα να το καταγγείλω δεν κάνω τίποτε άλλο από το να προσπαθώ να το καταπολεμήσω. Έπειτα είναι και θέμα ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, των πολιτών, αυτού που από κάποιους ονομάζεται ‘δραστηριοποίηση της κοινωνίας των πολιτών».
 
Τα έως τώρα μέτρα και δράσεις του κράτους είναι επαρκή για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος;
 
Γίνονται κάποιες δράσεις και λαμβάνονται μέτρα. Άλλοτε έχουν αποτελέσματα και άλλοτε όχι τόσο. Θα πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι οποιοδήποτε μέτρο έχει και ένα αντίμετρο, που σημαίνει πως ό, τι σχεδιάζεται για να καταπολεμήσει το οικονομικό έγκλημα, μπορεί να φέρνει και αντίθετα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, πριν από λίγα χρόνια εισήχθη ένα μέτρο σύμφωνα με το οποίο η μη έκδοση άνω των τριών αποδείξεων είναι ποινικό αδίκημα. Αυτό τότε θεωρήθηκε ότι θα είναι ισχυρό αντικίνητρο για τη φοροδιαφυγή.

Όμως από μόνο του το μέτρο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις διαφθοράς, διότι αν κάποιοι ελεγκτές είναι διαφθαρμένοι μπορούν να έρθουν σε μια συναλλαγή με τον επιχειρηματία που θέλουν να του βεβαιώσουν δέκα παραβάσεις και τις οποίες ο ίδιος του τις αποδέχεται και να του πουν ότι θα του γράψουν μόνο δύο παραβάσεις, αλλά αυτός άμεσα από το ταμείο του θα τους δώσει χρήματα για το «καλό» που του κάνουν. Οι ελεγκτές θα εμφανίσουν παραβατικότητα στα στατιστικά στοιχεία της υπηρεσίας τους, ο επιχειρηματίας θα γλυτώσει από τα χειρότερα και οι ελεγκτές θα έχουν χρηματιστεί με δική τους πρωτοβουλία. Κανείς δεν χάνει από τα εμπλεκόμενα μέρη, όμως μια ολόκληρη κοινωνία βυθίζεται στα χρέη και ένας λαός εθίζεται στη διαφθορά. Αυτό το αντίτιμο δεν κοστολογείται. Είναι μακροπρόθεσμο και βαθιά ριζωμένο σε μια εθνική κουλτούρα.