Στην αποκάλυψη πως «μόνο οκτώ ιδιώτες γιατροί έχουν ανταποκριθεί μέχρι στιγμής στο κάλεσμα του Υπουργείου Υγείας για ενίσχυση του ΕΣΥ» προχώρησε ο Στέλιος Πέτσας, παραδεχόμενος ότι «η ανταπόκριση δεν είναι η αναμενόμενη».

Ads

«Καλούμε για τελευταία φορά τους ιδιώτες γιατρούς να συνδράμουν στο πολύτιμο έργο των συναδέλφων τους» πρόσθεσε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών.

Υπενθυμίζεται πως η κυβέρνηση είχε επενδύσει στη βοήθεια εκ μέρους των ιδιωτών γιατρών, προκρίνοντάς την αντί της απευθείας ενίσχυσης του ΕΣΥ με προσλήψεις, προσφέροντάς τους αμοιβές 2.000 ευρώ. Από τη μεριά τους, οι ιδιώτες γιατροί δε φάνηκαν να ικανοποιούνται ζητώντας μέσω του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου μισθούς 3.000 ευρώ καθαρά.

Αξίζει να σημειωθεί πως πριν μερικές ημέρες ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Νικόλαος Νίτσας είχε δηλώσει στον Realfm πως περίπου 180 ιατροί είχαν ήδη ανταποκριθεί και, μάλιστα, τόνισε πως περίπου 40 εξ αυτών επρόκειτο να ενταχθούν στο σύστημα των νοσοκομείων της συμπρωτεύουσας την περασμένη Δευτέρα. Την πληροφορία είχε επιβεβαιώσει, μάλιστα, και ο πρόεδρος του ΠΙΣ και μέλος της επιτροπής ειδικών του υπ. Υγείας Αθ. Εξαδάκτυλος.

Ads

Το υπουργείο Υγείας, ωστόσο, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα φαίνεται πως επιβεβαιώνει πλήρως όσα είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Αρμόδιες πηγές τονίζουν πως οι ιδιώτες γιατροί δεν έχουν ανταποκριθεί στην έκκληση και η συντριπτική πλειονότητα όσων αρχικώς εκδηλώνουν ενδιαφέρον αρνούνται τελικά να υπογράψουν τις συμβάσεις επειδή δεν είναι συμφέρουσες.

Γιατί έχει πέσει στο «κενό» η πρόταση της κυβέρνησης παρά την υψηλή αμοιβή; 

Το Tvxs.gr σε ρεπορτάζ που είχε κάνει για την κυβερνητική «γαλαντομία» προς τους ιδιώτες γιατρούς είχε αναδείξει και τους λόγους που η εν ελόγω έκκληση είχε μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας παρά τον υψηλό μισθό που προσέφερε το υπουργείο Υγείας. Η Όλγα Κοσμοπούλου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος, μέλος του συλλόγου εργαζομένων του Γενικού Κρατικού Νικαίας, μιλώντας στο Tvxs.gr είχε υπογραμμίσει πως ο ΠΙΣ, που προχώρησε σε ρελάνς ζητώντας 3.000 ευρώ αντί για 2.000 που έδινε το υπουργείο, δεν εκπροσωπεί τους πραγματικά εργαζόμενους και μαχόμενους γιατρούς, ούτε τους ιδιώτες, ούτε του δημοσίου» και εξηγούσε: 

«Κανένας γιατρός που τελείωσε την ειδικότητά του τα τελευταία χρόνια κι έχει επενδύσει στο να ανοίξει το δικό του ιατρείο δεν τα αφήνει όλα για να πάει να υπηρετήσει σε ένα σύστημα Υγείας το οποίο από την αρχή δεν τον ήθελε. Κι αυτό γιατί οι κυβερνήσεις μεθόδευσαν την αποδόμηση του ΕΣΥ, μην κάνοντας προσλήψεις για πάρα πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα όποιος νέος γιατρός μπει τώρα να είναι μόνος του και να κάνει συνεχώς εφημερίες. Κι όλα αυτά με ελαστική εργασιακή σχέση».

Βάζοντας παραμέτρους που σπάνια τίθενται στη δημόσια συζήτηση περί δημόσιας υγείας, τόνιζε: «Κάποιος θα έρθει στο ΕΣΥ γιατί του αρέσει η νοσοκομειακή ιατρική, η συλλογική εργασία, η εκπαιδευτική διαδικασία. Γιατί να έρθει ένας ιδιώτης να δουλέψει στο ΕΣΥ εφόσον ξέρει ότι δε θα έχει αυτά; Μόνο για τα χρήματα; Είναι άδικο να πιστεύουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων αυτοαπασχολούμενων ή νοσοκομειακών γιατρών είναι τόσο αναξιοπρεπής για να αφήσει ό, τι έχει φτιάξει μόνο για τα λεφτά». 

Αντί για το κυβερνητικό σχέδιο, που εκτός των άλλων εξόργισε τους γιατρούς του ΕΣΥ,  η κ. Κοσμοούλου πρότεινε ένα άλλο πλαίσιο κινήσεων που θα μπορούσε να κάνει το υπουργείο προκειμένου να ενισχυθεί σημαντικά το ΕΣΥ στην επείγουσα συνθήκη της πανδημίας:

«Η κυβέρνηση έπρεπε να έχει τη στοιχειώδη προνοητικότητα να μονιμοποιήσει όλους τους επικουρικούς γιατρούς που υπάρχουν στο σύστημα κι έτσι να βάλει τέλος στην ύπαρξη γιατρών δεύτερης κατηγορίας εντός του ΕΣΥ. Αυτό θα έδινε θετικό σήμα προς τους ιδιώτες γιατρούς που τώρα καλεί να βοηθήσουν. Επίσης,  θα βοηθούσε μαζική προκήρυξη των θέσεων που είναι κενές, κοντά στις 4000. Τρίτον, το υπουργείο έπρεπε να θεσπίσει πραγματικά κίνητρα, κι όχι ευνοιοκρατικά, προς τους συναδέλφους που βρίσκονται στην ξενιτιά. Βλέπετε η χώρα τους δεν είχε την προνοητικότητα να τους απορροφήσει στο ΕΣΥ. Με έναν τέτοιο σχεδιασμό κινήσεων ίσως υπήρχε και η επιθυμητή ανταπόκριση».