Αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, τη Δευτέρα. Με την αύξηση αυτή το κατώτατο ημερομίσθιο δεν πρόκειται να αυξηθεί περισσότερο από 60 λεπτά.

Ads

«Η αύξηση την οποία αποφασίζουμε σήμερα προφανώς και δεν καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων. Θέλω να θυμίσω, όμως, ότι έρχεται σε συνέχεια ενός γιγαντιαίου προγράμματος το οποίο ξεπέρασε τα 40 δισ. ευρώ, το οποίο επί 18 μήνες στήριξε το εισόδημα, τις θέσεις εργασίας, αλλά και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων» σημείωσε ο πρωθυπουργός.

«Όπως, επίσης, και το γεγονός ότι η αύξηση αυτή έρχεται να συμπληρώσει ένα κύμα φοροελαφρύνσεων, αλλά και μικρότερων εισφορών που και αυτές με τη σειρά τους υποστήριξαν το διαθέσιμο εισόδημα όλων των εργαζομένων. Τώρα η ενίσχυση αυτή έρχεται να τονώσει τους χαμηλότερα αμειβόμενους. Έχει ένα ύψος το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί και συμβολικό. Είναι, όμως, απολύτως ρεαλιστική. Αλλά η κατεύθυνσή της παραμένει ουσιαστική διότι δείχνει ότι σταθερό μέλημα αυτής της κυβέρνησης είναι η προστασία των πιο αδύναμων συμπολιτών μας, αλλά και γιατί η αύξηση αυτή -εν μέσω των μεγάλων δυσκολιών της πανδημίας- σηματοδοτεί την αισιοδοξία μας για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας συνολικά. Με λίγα λόγια θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την απόφαση αυτή ως ένα διπλό σήμα: Ένα σήμα επανεκκίνησης της εθνικής παραγωγικής μηχανής, καθώς όλοι οι δείκτες μπαίνουν σε ανοδική τροχιά αφού παρά τις δυσκολίες, τα έσοδα από τον τουρισμό φαίνεται ότι δεν θα συγκρίνονται πλέον με αυτά του 2020, αλλά με αυτά του 2019. Ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές κινούνται ήδη σε επίπεδα προ κρίσης».

Χατζηδάκης: Η αύξηση δεν λύνει τα προβλήματα των εργαζόμενων

Ads

Από τη μεριά του ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, δήλωσε: «Η ελληνική οικονομία βίωσε βαθιά ύφεση εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας, η οποία ήρθε σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης. Μέλημα της κυβέρνησης με την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου του 2022, αλλά και με τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών – που οδήγησε σε πρόσθετη αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων κατά 1,6 %  – είναι να στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να θέσει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, δίνουμε μια συνετή αύξηση που δεν βάζει εμπόδια στην ανοδική τροχιά της οικονομίας και επιπλέον διατηρεί τον κατώτατο μισθό στο μέσο του πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από εκεί και πέρα, εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν καλύτερες αμοιβές με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που υπογράφουν σε επιχειρησιακό, κλαδικό ή εθνικό επίπεδο. Γνωρίζω βεβαίως ότι η αύξηση αυτή δεν λύνει τα προβλήματα των εργαζομένων. Ακολουθούμε όμως το δρόμο της σύνεσης μέχρι να ξεπεραστούν οι συνέπειες της πανδημίας στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες. Και είμαι βέβαιος ότι η πολιτική της κυβέρνησης που οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων και άνοδο του οικονομικού επιπέδου της χώρας, είναι η μόνη που πραγματικά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καλύτερες αμοιβές, πράγμα που θα πιστοποιηθεί στις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν από το 2022 και μετά».