Την αποτυχία της αστυνομίας και της δικαιοσύνης στην Ελλάδα να αποτρέψουν και να τιμωρήσουν αλλεπάλληλες επιθέσεις σε βάρος μεταναστών υπογραμμίζει έκθεση 99 σελίδων του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Από το 2008, οπότε και εγκαθιδρύθηκε το έγκλημα μίσους στην Ελλάδα, παρόλες τις ξεκάθαρες ενδείξεις, ουδείς έχει καταδικαστεί έως σήμερα».

Ads

«Ως ανθρώπινα όντα, δεν θα έπρεπε να γινόμαστε αντικείμενα ανάλογης μεταχείρισης… Δεν είμαι ζώο ώστε να κυνηγιέμαι με μπαστούνια.»
Ντάγκλας Κέσε, Γκανέζος αιτών ασύλου, 1η Ιαν 2012
 
Η έκθεση στέκεται στα γεγονότα τα οποία ακολούθησαν της δολοφονίας του Μανώλη Καντάρη στο κέντρο της Αθήνας, το Μάιο του 2011, επισημαίνοντας ότι ελληνικές συμμορίες άρχισαν να κυνηγούν και να επιτίθενται αδιάκριτα σε μετανάστες και αιτούντες ασύλου: «τους κυνηγούσαν στους δρόμους, τους τραβούσαν έξω από τα λεωφορεία, τους ξυλοκοπούσαν και τους μαχαίρωναν».
 
Χαρακτηριστικό του κινδύνου τον οποίο αντιμετωπίζουν μετανάστες στην Αθήνα είναι το γεγονός ότι ο πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας Γιούνους Μοχάμαντι έχει καταρτίσει ένα χάρτη με κόκκινες γραμμές για τις περιοχές τις οποίες θα πρέπει να αποφεύγουν οι ομοεθνείς του που φτάνουν για πρώτη φορά στην ελληνική πρωτεύουσα. «Είναι ό,τι ακριβώς έκανα και στο Αφγανιστάν με τον Ερυθρό Σταυρό, για τις εμπόλεμες περιοχές. Ακριβώς αυτό κάνω κι εδώ, σε μια ευρωπαϊκή χώρα», τονίζει. 
 
Η έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βασίζεται στα ευρήματα έρευνας με μαρτυρίες 59 ανθρώπων (2 έγκυες), 9 διαφορετικών εθνικοτήτων, που βίωσαν ξενοφοβικά περιστατικά, ανάμεσα στα οποία 51 σοβαρές επιθέσεις, από τον Αύγουστο του 2009 έως το Μάιο του 2012. Οι περισσότερες επιθέσεις σημειώθηκαν τη νύχτα, σε πλατείες της Αθήνας. Γενικότερα, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται «αφιλόξενη χώρα για πολλούς αλλοδαπούς». Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε περιοχές όπως ο Άγιος Παντελεήμονας και η πλατεία Αττικής.
 
Περιγράφοντας τους δράστες, η έκθεση κάνει λόγο για επιτιθέμενους, ανάμεσά τους και γυναίκες, που δρουν σε ομάδες και συχνά φορούν σκούρα ρούχα, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους με ρούχα ή με κράνη. Οι επιθέσεις γίνονται με γυμνές γροθιές, με ρόπαλα ή και με μπουκάλια της μπύρας, τα οποία χρησιμοποιούνται ως όπλα εναντίον μεταναστών. Οι περισσότερες επιθέσεις συνοδεύονται από προσβολές και παραινέσεις προς τα θύματα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι δράστες ληστεύουν τους μετανάστες.
 
«Από την αρχή του 2000, η Ελλάδα έχει μετατραπεί στη βασική πύλη εισόδου προς την ΕΕ για μετανάστες και πρόσφυγες χωρίς χαρτιά από την Ασία και την Αφρική», συμπεραίνει το Παρατηρητήριο, το οποίο κάνει λόγο για αλλαγή της δημογραφικής εικόνας της ελληνικής πρωτεύουσας, που οφείλεται στην αδυναμία διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος, στην αδράνεια η οποία καταγράφεται ως προς την πολιτική ασύλου και στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
 
«Συγκεκριμένα στο κέντρο της Αθήνας βρίσκεται ένας μεγάλος πληθυσμός αλλοδαπών ο οποίος ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, εγκατεστημένος σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, πλατείες και πάρκα. Ζητήματα που σχετίζονται με την αύξηση της εγκληματικότητας και την αστική υποβάθμιση αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο στις καθημερινές συζητήσεις αλλά και στον πολιτικό διάλογο», αναφέρεται στην έκθεση, η οποία άλλωστε επισημαίνει την είσοδο της εθνικιστικής Χρυσής Αυγής στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
 
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η πραγματική έκταση της ξενοφοβικής βίας στην Ελλάδα είναι άγνωστη, «λόγω των αναξιόπιστων στατιστικών του κράτους και των αποτυχιών του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης». Η έκθεση επικαλείται δηλώσεις του διευθυντή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα Νικήτα Κανάκη, ο οποίος μεταφέρει ότι το πρώτο εξάμηνο του 2011 αναζήτησαν θεραπευτική αγωγή στη ΜΚΟ περίπου 300 θύματα ρατσιστικών επιθέσεων. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της Πράξις Τζανέτος Αντύπας, υπογραμμίζει ότι την ίδια περίοδο η συγκεκριμένη ΜΚΟ δέχθηκε υπό ανάλογες συνθήκες περίπου 200 μετανάστες. Παράλληλα, δίκτυα οργανώσεων έχουν καταγράψει 63 αντίστοιχα περιστατικά στην Αθήνα και την Πάτρα, μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2011.
 
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συστήνει στην ελληνική πολιτεία να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα καταστήσουν αποτελεσματικότερο το σύστημα καταπολέμησης ρατσιστικών επιθέσεων. Ανάμεσα σε άλλα, προτείνει να καταργηθεί το τέλος των 100 ευρώ το οποίο ζητείται από τα θύματα ως προϋπόθεση έναρξης διενέργειας έρευνας και δίωξης στις περιπτώσεις ρατσιστικών επιθέσεων. Επιπλέον, ζητείται η δυναμικότερη παρέμβαση της ΕΕ.