Ο νεοναζισμός αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο είναι κατανοητό ότι επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες από το χώρο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Γράφουν(*) οι Στ. Στυλιανίδης και Χρ. Μαμαλούδη

Ads

Η συνεισφορά της ψυχαναλυτικής οπτικής εστιάζει στη διερεύνηση των ασυνείδητων παραγόντων που απαντούν στην έλξη που ασκούν εθνικιστικές, απολυταρχικές ιδεολογίες συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη συνάρθρωση του ενδοψυχικού και του κοινωνικού πεδίου. Στην προσέγγιση κοινωνικών φαινομένων από ψυχαναλυτική σκοπιά έχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τη λειτουργία που διαδραματίζουν  οι αρχαϊκές ασυνείδητες φαντασιώσεις (ubiquitous unconscious fantasies), οι πρωταρχικές φαντασιώσεις κατά Freud (1916-1917), οι οποίες σχετίζονται με θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες και χαρακτηριστικά και εξυφαίνουν τις κοινωνικές συνδιαλλαγές (Bohleber, 2010).

Αν ακολουθήσουμε τα βήματα θεωρητικών όπως ο Young, ο Foulkes ή ο Kaes μπορούμε να παρατηρήσουμε μέσα από τις εκφάνσεις του συλλογικού ασυνειδήτου την ύπαρξη μηχανισμών οργάνωσης και παλινδρόμησης της ομάδας. Ένας από αυτούς είναι η διαδικασία της κατηγοριοποίησης, η οποία μπορεί να φανεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο πολιτισμικό εργαλείο αλλά ταυτόχρονα κι ένα ισχυρό μέσο καταπίεσης. Η κατηγορία της φυλής αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα, στο οποίο ακροθιγώς αναφέρεται ο Freud (1921), και το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε μία καταστροφική, ναρκισσιστική διαδικασία κατηγοριοποίησης και δημιουργίας στερεοτύπων (Hinshelwood, 2006).

Άλλοι μηχανισμοί αρχαϊκοί που σχετίζονται με την ενεργοποίηση και τη διαχείριση της ομαδικής βίας, σύμφωνα με την περιγραφή του Rene Girard, είναι ο θυσιαστικός μηχανισμός και η μιμιητική επιθυμία. Η προκρούστεια δομή, ένας τύπος ναρκισσιστικού μορφοειδώλου, μπορεί να νοηθεί σαν ειδική εφαρμογή του θυσιαστικού μηχανισμού.
Η προκρούστεια φαντασίωση, όταν συμβεί να ενεργοποιηθεί μαζικά, καθώς τίθεται σε κίνηση ο ομαδικός μιμητισμός, συμπεριφέρεται σαν φαινόμενο συνεχώς επεκτεινόμενης αδιαφοροποίητης ακολουθίας σε αυξανόμενη ένταση που εκλύει επιθετικότητα, εκδίκηση, τιμωρία και φόβο. Η ομάδα γίνεται όχλος και κινείται στο χάος.

Ads

Τότε κινητοποιείται ο θυσιαστικός μηχανισμός και γίνεται αναγκαστική αναζήτηση θύματος, τύπου αποδιοπομπαίου τράγου, προκειμένου να επέλθει εκτόνωση της καταστροφικής κρίσης. Για παράδειγμα, οι ξένοι, οι διαφορετικοί, οι πολιτικοί αντίπαλοι που κυνηγά και καταστρέφει η Χρυσή Αυγή. Το βασικό προκρούστειο πρόταγμα είναι: «αν δεν ενταχθείς στην εικόνα του εαυτού, θέση και αξία που σου ορίζω εγώ ο θύτης, σε εξαφανίζω». Πρόκειται  για μια καθαρά παρανοειδή θέση.

Παρά τις όποιες τριγωνοποιήσεις στο διαπροσωπικό επίπεδο, οι ασυνείδητες σχέσεις μεταξύ των ατόμων κυριαρχούνται από δυσπιστία και παρανοϊκότητα. Το ενδεχόμενο να λειτουργεί κάποιος, ο Νεοέλληνας για παράδειγμα, ως θύτης, δεν απασχολεί το σώμα της κοινωνίας,  στο μέτρο που καλύπτεται κάτω από την ιδεολογία ή τον σκοπό της αποστολής.

Πρόκειται δηλαδή για μια έννοια που είναι απωθημένη ή αποκλεισμένη από την αυτοσυνειδησία του κοινωνικού σώματος, του κοινού πολίτη ή του εκπροσώπου της πολιτείας. Οι δολοφονίες των «λαθρομεταναστών» από τα μέλη της Χρυσής Αυγής παρουσιάζονται ως μια «ασήμαντη» καθημερινή τηλεοπτική είδηση, με την ¨κοινοτοπία του κακού¨ (Arendt) να συσκοτίζει τα βαθύτερα αίτια της καταστροφικής δυναμικής. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, γίνεται κατανοητή η αδυναμία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων να συνεννοηθούν, να ομονοήσουν, να συνθέσουν ως προς τα κοινά και τα στοιχειώδη και η συνακόλουθη εύκολη πόλωση, ο φανατισμός του εκλογικού σώματος και του λαού, η αναξιοκρατία και η θυσιαστική καταστροφή της μεσσιανικής ιδέας και του φορέα της. Ο διχασμός που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία –από την περίοδο ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους με αποκορύφωμα τον εμφύλιο- τοποθετεί το μηχανισμό αναζήτησης λύσεων στο μεταιχμιακό επίπεδο ζωής ή θανάτου «αυτή η λύση θα μας σώσει ή θα μας καταστρέψει».

Γίνεται κατανοητό επίσης ότι η αρνητικότητα που κυριαρχεί στις σχέσεις, κοινωνικές και ψυχολογικές με τον ξένο, τον μετανάστη και τον πρόσφυγα στην σημερινή Ελλάδα, οφείλεται ότι σε αυτόν προβάλλεται ευκολότερα η αρνητική κακή εικόνα του εαυτού του γηγενή Έλληνα με την προκρούστεια φαντασίωση. Αν μάλιστα συντρέχουν ευνοϊκές εξωγενείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, όπως οι συνθήκες της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που περνάμε, ο ξένος βιώνεται σαν εχθρός και χρησιμοποιείται σαν πρόσφορο θύμα για την αμυντική μετάθεση και εξουδετέρωση της εμφύλιας ομαδικής αντιπαλότητας και επιθετικότητας και την εκπλήρωση μιας αμφιθυμικής ναρκισσιστικής ιδανικής συνθήκης.

Τέλος, αν η προκρούστεια φαντασίωση ενεργοποιηθεί μαζικά σε σύνολο λαού, το επόμενο βήμα είναι η ενεργοποίηση του θυσιαστικού μηχανισμού, ο εμφύλιος σπαραγμός ή πόλεμος. Η εικόνα αυτή μπορεί να είναι πραγματικά διαφωτιστική και όσον αφορά στις γειτονικές σχέσεις του ναρκισσισμού των μικρών διαφορών κατά Freud, οι σχέσεις για παράδειγμα Ελλήνων – Τούρκων, ή το σκοπιανό ζήτημα, όπου διατηρείται ζωντανή η απειλή τη πολεμικής σύγκρουσης. Παραμένουμε δηλαδή σε εγρήγορση, σε μια συνθήκη μη πολέμου, και όχι πραγματικής ειρήνης και συνύπαρξης και αποδοχής της διαφορετικότητας των γειτόνων μας.

Παραθέτοντας τον Μποντριγιάρ (1993), «ζούμε σε μια κοινωνία της εξάπλωσης των πραγμάτων που εξακολουθούν να αυξάνονται ασύμμετρα προς τους ίδιους τους σκοπούς τους, των πραγμάτων που αναπτύσσονται αδιαφορώντας για τον ίδιο τον ορισμό τους. Η κρίση είναι πάντα υπόθεση αιτιότητας, ανισορροπίας μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων, βρίσκει ή όχι τη λύση της σε μια αναπροσαρμογή των αιτίων. Ενώ στην περίπτωση που μας αφορά τα ίδια τα αίτια έχουν καταστεί μη αναγνώσιμα, αφήνοντας τη θέση σε μια εντατικοποίηση των διαδικασιών μέσα στο κενό».

Διαβάστε αύριο: Τα Κοινωνικά αίτια ανόδου της Χρυσής Αυγής

* Προδημοσίευση από το βιβλίο  «Ενδυνάμωση και Συνηγορία: Για μια δημοκρατία της ψυχικής υγείας», που θα εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις Τόπος.