Σε δανεισμό με εξαιρετικά δυσμενείς όρους θα προχωρήσει η Ελλάδα αν η κυβέρνηση επιχειρήσει την έξοδο στις αγορές που σχεδιάζει για το προσεχές διάστημα. «Δεν πρόκειται για έξοδο στις αγορές αλλά για τη δυνατότητα με νομικές ρήτρες και δεσμεύσεις να επιχειρήσουμε να δανειστούμε με το υψηλότερο επιτόκιο της Ευρώπης» εξηγεί στο tvxs.gr o χρηματιστηριακός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου.

Ads

 
Σύμφωνα με τον Πάνο Παναγιώτου για τα ομόλογα των 20 δισ. ευρώ που βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών υπάρχει ειδική νομική ρήτρα που τα εξισώνει με ομόλογα επισήμου τομέα (σ.σ. κρατικού τομέα). «Αν έστω κι ένα ευρώ δεν αποπληρωθεί θα έχουμε ταυτόχρονη πτώχευση όλων των ομολόγων και του επίσημου και του ιδιωτικού τομέα» εξηγεί τονίζοντας πως «η κυβέρνηση θα προτιμήσει να πάρει τα χειρότερα μέτρα λιτότητας παρά να χάσουν οι δανειστές μας έστω κι ένα ευρώ». Μεταξύ άλλων σημειώνει ότι υπό κανονικές συνθήκες αν η Ελλάδα ζητούσε αξιολόγηση θα έβγαινε επιτόπου default και το επιτόκιο δανεισμού θα εκτινασσόταν ξανά στο 40%. Στην ερώτηση γιατί η κυβέρνηση θέλει να προχωρήσει σε αυτή την έξοδο στις αγορές απαντά: «Για να εξυπηρετηθούν οι οικονομικές ανάγκες. Η πολιτική απέτυχε, η ύφεση είναι τεράστια. Η ανεργία είναι φοβερή. Τα χρηματοδοτικά κενά είναι δεδομένα». Της Αγγελικής Δημοπούλου

Υπήρξε ξαφνικά ένας αισιόδοξος καταιγισμός από διεθνή μέσα ενημέρωσης περί εξόδου της Ελλάδας στις αγορές την επόμενη εβδομάδα. Την ίδια ώρα το υπ. Οικονομικών λέει ότι θα βγούμε στις αγορές «το πρώτο εξάμηνο του έτους» ενώ ο Γιάννης Στουρνάρας υποστηρίζει ότι «δεν βιαζόμαστε»…
 
Μιλώντας σαν οικονομολόγος πρέπει κατ’ αρχήν να πω ότι αυτό που η κυβέρνηση ονομάζει έξοδο στις αγορές ένας αναλυτής δεν μπορεί να το ονομάσει με τον ίδιο τρόπο. Για κάποιον που βλέπει τις αγορές και τις μελετά επαγγελματικά πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Κι αυτό πρέπει να το καταλάβει ο κόσμος.
 
Ποια είναι αυτή η ουσιώδης διαφορά;
 
Το επιτόκιο – το οποίο είναι η βάση και στο οποίο γίνονται αναφορές από την κυβέρνηση κι από τα διεθνή μέσα που αναφέρατε –  είναι αυτό που βαθμολογεί που δίνει δηλαδή το κόστος δανεισμού ενός ομολόγου δεκαετούς μακροπρόθεσμου δανεισμού δηλαδή. Αυτό αποτυπώνει το σύνολο του μακροπρόθεσμου δανεισμού μιας χώρας. Εν προκειμένου για την Ελλάδα είναι στο 6,15%. Η περίπτωση της Ελλάδας όμως είναι πολύ ιδιαίτερη. Το χρέος της χώρας δεν είναι πλέον μεταφρασμένο σε ομόλογα είναι μεταφρασμένο σε χρήματα από πακέτα στήριξης. Άρα το 6,15% του επιτοκίου των σημερινών μακροπρόθεσμων ομολόγων δεν έχει καμία σχέση με το επιτόκια προ πακέτων στήριξης, πριν το 2010 δηλαδή. Το 2010 η Ελλάδα είχε ομόλογα ύψους περίπου 300 δισ. ευρώ τα οποία έπαιρναν μια αξιολόγηση και από αυτή έβγαινε με ειδικές φόρμουλες και το επιτόκιο το οποίο αντιστοιχεί σε αυτά τα ομόλογα. Σήμερα έχουμε 20 δισ. ευρώ. Το 2010 το 99% του δανεισμού ήταν από ομόλογα όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Σήμερα το 5% είναι σε ομόλογα. Άρα λοιπόν σύγκριση του σημερινού επιτοκίου των ομολόγων με το επιτόκιο προ τεσσάρων ετών είναι αναληθής, ανακριβής και λανθασμένη καθώς δεν συγκρίνουμε όμοια πράγματα. Πριν από τέσσερα χρόνια είχαμε ομόλογα στο σύνολο του δανεισμού όπως συμβαίνει με την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Γερμανία, την Γαλλία. Σήμερα έχουμε μόνο 20 δισ. ευρώ.
 
Τι σημαίνει αυτό στην περίπτωση εξόδου στις αγορές;
 
Τα ομόλογα αυτά των 20 δισ. ευρώ είναι τα ομόλογα μετά το PSI. Άρα είναι ομόλογα ξένου δικαίου. Σε αυτά έχουν μπει ειδικές νομικές ρήτρες με πιο σημαντική αυτή που τα εξισώνει με τα ομόλογα του επίσημου τομέα. Αν έστω κι ένα ευρώ από αυτά τα ομόλογα  – που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών – δεν πληρωθεί, δεν έχουμε πιστωτικό γεγονός στη συγκεκριμένη σειρά ομόλόγων όπως συνέβαινε μέχρι τη στιγμή που έγινε το PSI, αλλά θα έχουμε ταυτόχρονη πτώχευση όλων των ομολόγων και του επίσημου και του ιδιωτικού τομέα.
 
Επομένως οι όροι του δανεισμού δεν είναι ευνοϊκοί;
 
Όταν μιλάμε για έξοδο στις αγορές μιλάμε για δανεισμό. Κι όταν μιλάμε για δανεισμό μιλάμε για έναν δανειστή κι έναν δανειζόμενο. Όταν οι όροι του συμβολαίου του δανείου είναι εξαιρετικά καλοί για τον δανειζόμενο τότε αυτό αποτιμάται από τον δανειστή και ζητά κάτι παραπάνω. Όταν όμως οι όροι είναι υπερβολικά καλοί για τον δανειστή – όπως συμβαίνει για τους δανειστές της Ελλάδας – τότε αυτό αφαιρεί κάτι από το κόστος.
 
Άρα λοιπόν η σημερινή κατάσταση έχει ως εξής: Πέρα από το γεγονός ότι είναι λίγα τα ομόλογα και η πιθανότητα πτώχευσης της Ελλάδας γίνεται πολύ μικρή καθώς αν διανοηθεί η Ελλάδα να μην πληρώσει έστω κι ένα ευρώ από αυτά θα πτωχεύσει στα πάντα. Αυτή είναι η νομική ρήτρα που έχει μπει. Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι δεν μιλάμε για έξοδο στις αγορές έτσι όπως τη γνωρίζουμε τα τελευταία 200 χρόνια για όλα τα ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου. Μιλούμε για κάτι τελείως διαφορετικό.
 
Τι είναι αυτό το διαφορετικό; Πρόκειται για την προσπάθεια μιας χώρας η οποία χρωστά σε επίσημους τομείς, δηλαδή σε κράτη και η οποία έχει ως εγγυητές του χρέους της τα κράτη αυτά να αποδείξει ότι μπορεί να δανειστεί κάτι τις κάτω από αυτές τις περίεργες συνθήκες. Χωρίς βέβαια και πάλι να εξηγήσει για πιο λόγο θέλει εκτάκτως – χωρίς να είναι μέσα στον προγραμματισμό – να βγει να δανειστεί και κυρίως για πιο λόγο πανηγυρίζει για το δανεισμό αυτό. Να σημειώσουμε ότι είναι ο υπερβολικός δανεισμός που μας έφερε εδώ και μάλιστα κατά τα λεγόμενα των ιθυνόντων. Εδώ έχουμε λοιπόν τα εξής:
 

  • Καμία σχέση δεν έχει η συγκεκριμένη έξοδος με την έξοδο που κάνει η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία που έχουν το 90% και πλέον του χρέους τους στους ιδιώτες κι όχι σε επίσημους τομείς.

 

Ads
  • Καμία σχέση δεν έχει το επιτόκιο το σημερινό 6,15% με το αντίστοιχο 6,1% που είχαμε για παράδειγμα το 2000 ή το 1999 διότι εκείνο το επιτόκιο αντανακλούσε το σύνολο του δανεισμού της Ελλάδας ενώ σήμερα αντανακλά μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό.

 

  • Τότε το χρέος ήταν σε ελληνικό δίκαιο – όπως είναι στο τοπικό δίκαιο σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα – ενώ σήμερα είναι σε ξένο δίκαιο κι αυτό γιατί δεν μας εμπιστεύονται.

 

  • Σήμερα υπάρχουν ειδικές ρήτρες που κάνουν πάρα πολύ δυσμενή τη θέση του δανειζόμενου (σ.σ. της Ελλάδας) και τον εξαναγκάζουν ουσιαστικά να πληρώσει με μέτρα λιτότητας στην περίπτωση που προκύψει το παραμικρό.

 
Άρα τι εξασφαλίζουμε για τους δανειστές μας; Για να δανειστούμε έστω και στο ελάχιστο δίνουμε την εγγύηση ότι ακόμη και το παραμικρό να συμβεί θα προτιμήσουμε να πάρουμε τα χειρότερα μέτρα λιτότητας παρά να χάσουν οι δανειστές μας έστω κι ένα ευρώ. Χωρίς αυτές τις ρήτρες και τις εγγυήσεις και αξιολογώντας τα ελληνικά ομόλογα με τον τρόπο που αξιολογούνται στην Ιταλία –  αν λόγου χάρη μεταφράσουμε  το δανεισμό των 30 δισ. που βρίσκεται σε επίσημα χέρια σε ιδιωτικό δανεισμό και τον μετατρέψουμε σε ομόλογα – αν ζητήσουμε αξιολόγηση με χρέος 170% του ΑΕΠ η Ελλάδα θα έβγαινε επιτόπου default και το επιτόκιο θα εκτινασσόταν ξανά στο 40%.
 
Οι αγορές με χρέος 120% μας έκλειναν έξω. Πως είναι δυνατόν με χρέος 170% να κάνουμε έστω κι αυτή την έξοδο που περιγράφετε; Και γιατί να την κάνουμε;
 
Διότι απλούστατα οι αγορές δεν βαθμολογούν το χρέος μας. Βαθμολογούν μόνο το χρέος που είναι σε ιδιωτικά χέρια. Επομένως μόνο τα 20 δισ. και αυτά έχουν μεταφερθεί για να πληρωθούν αργότερα και έχουν εξασφαλιστεί με τέτοιες ρήτρες που δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα πληρώσουμε. Ο δανειστής πάντα ενδιαφέρεται για ένα και μόνο πράγμα: το πως θα πάρει πίσω τα λεφτά του και για τον τόκο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε και υψηλό τόκο και εξασφάλιση νομική με τις παραπάνω ρήτρες που ισχύουν μόνο για την Ελλάδα και για καμία άλλη χώρα του πλανήτη. Άρα εδώ δεν μας δίνουν οι αγορές δώρο γιατί πήγαμε καλύτερα ως οικονομία. Απλώς εφόσον αξιολογούν μόνο τα 20 δισ. και με δεδομένες τις ρήτρες το επιτόκιο πηγαίνει στο 6,15% με μαθηματικές φόρμουλες. Και δεν έχει καμία σχέση το επιτόκιο αυτό με το επιτόκιο της Γερμανίας ή της Γαλλίας. Γιατί όπως προείπα αν μετατρέψουμε το ελληνικό χρέος σε ομόλογα τότε το κόστος δανεισμού θα φτάσει στο 40%. Γιατί το χρέος είναι μη βιώσιμο.
 
Επομένως αυτή η έξοδος στις αγορές μπορεί να είναι αρνητική για τη χώρα;
 
Όλα τα αρνητικά για την Ελλάδα έρχονται από δυο πράγματα. Από ανικανότητα και από αναλήθειες. Η ανικανότητα μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι γίνεται προτεραιότητα η ικανοποίηση και η εξυπηρέτηση συμφερόντων που δεν είναι εθνικά. Για τους οποιουσδήποτε λόγους επιχειρηματικούς, πολιτικούς ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό μπορεί να μεταφράζεται σε ανικανότητα. Ανικανότητα να βοηθήσω τη χώρα. Και το δεύτερο είναι οι αναλήθειες που γίνονται για να καλυφθεί αυτή τη ανικανότητα. Δεν μπορεί η Ελλάδα να πάει μπροστά με αυτόν τον τρόπο γιατί εξακολουθούν να λέγονται αναλήθειες, εξακολουθούν να καλύπτονται με όμορφα περιτυλίγματα τα όσα γίνονται σε πολιτικό επίπεδο και γίνεται προσπάθεια να πειστεί ο κόσμος για κάτι που δεν ισχύει ακριβώς. Δεν αλλάξαμε. Η κρίση δεν μας άλλαξε. Δεν μας έκανε πιο ειλικρινείς. «Ανοίγουν οι αγορές για την Ελλάδα». Ποιες αγορές ανοίγουν για την Ελλάδα; Ανοίγει απλώς η δυνατότητα με τεράστιες νομικές ρήτρες, μέσα από ένα εκατομμύριο δεσμεύσεις και με την εγγύηση κρατών όπως η Γερμανία αλλά και ολόκληρης της ΕΕ να επιχειρήσουμε να δανειστούμε με το υψηλότερο επιτόκιο της Ευρώπης.
 
Γιατί το κάνουμε;
 
Γιατί το κάνουμε; Για να εξυπηρετήσουμε τις οικονομικές ανάγκες. Απέτυχε η πολιτική. Η ύφεση είναι τεράστια. Η ανεργία είναι φοβερή. Τα χρηματοδοτικά κενά είναι δεδομένα. Λέει το ΔΝΤ ότι είναι 20 δισ. ευρώ για τις τράπεζες κι εμείς λέμε ότι δεν είναι και προσπαθούμε με πολιτική διπλωματία να καλύψουμε τα προβληματικά οικονομικά μας. Τι κάνουμε λοιπόν αυτή τη στιγμή με τα περί εξόδου στις αγορές; Ζητάμε να πάρουμε κι άλλα δανεικά. Αν πάρουμε άλλα δυο δισ. ευρώ εκτός προγραμματισμού δεν θα αυξηθεί το χρέος; Δεν θα προστεθεί στο ήδη υπάρχον; Καλά εμείς δεν θέλουμε να μειώσουμε το χρέος μας; Από πότε κάναμε σκοπό μας να αυξήσουμε το χρέος μας; Από πότε είναι λόγος πανηγυρισμού το ότι θα δανειστούμε παραπάνω; Αν αρχίσουμε να δανειζόμαστε το χρέος θα γίνει λιγότερο βιώσιμο, αφού από το 171% θα φτάσουμε στο 175%. Εδώ έρχεται η κυβέρνηση και λέει: «αν καταφέρω να δανειστώ, αν καταφέρω να ανοίξω το δρόμο για τις αγορές δεν θα έχω ανάγκη αύριο αν χρειαστώ λεφτά να ζητήσω από την Ευρώπη και να πάρω παραπάνω μέτρα λιτότητας». Σύμφωνα όμως με τις προβλέψεις που υπέγραψαν και με αυτά που εξακολουθούν να λένε δεν υπάρχει κανένα χρηματοδοτικό κενό για το 2014, 2015 και 2016. Αυτό ισχυρίζονται. Ότι είναι πλήρως χρηματοδοτημένο το πρόγραμμα, ότι με την ανάπτυξη που θα επιτευχθεί και το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα χρειαστεί να πάρουμε ούτε ένα ευρώ από πουθενά. Γιατί τώρα ξαφνικά χρειαζόμαστε χρηματοδότηση; Γιατί απέτυχε η πολιτική και πάλι καλύπτουμε τα κενά με δανεικά. Μόνο που τώρα ξέρουμε ότι δεν μπορούμε τα δανεικά να τα πάρουμε από την Ευρώπη και παλεύουμε να τα πάρουμε με χίλια δυο νομικά τερτίπια από τις αγορές. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι βγήκαμε πάλι για λεφτά.
 
Η κυβέρνηση λέει ότι η έξοδος στις αγορές σημαίνει έξοδος από το Μνημόνιο…
 
Το Μνημόνιο είναι μια συμφωνία που δεσμεύει τη χώρα υποχρεωτικά για πάρα πολλά χρόνια. Αυτά που έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια του Μνημονίου υποχρεωτικά μας δεσμεύουν τουλάχιστον μέχρι όταν θα λήξουν τα ομόλογα που είναι από τα πακέτα στήριξης. Δηλαδή μέχρι το 2040 και το 2050. Αυτό που προσπαθεί να πει η κυβέρνηση είναι – επειδή θα έχουμε οπωσδήποτε χρηματοδοτικά κενά – ότι προσπαθεί να πάρει λεφτά με άλλους όρους για να μην αναγκαστεί να πάρει πάλι μέτρα λιτότητας. Παλεύει να βρει από αλλού δανεικά.
 
Αυξάνοντας το χρέος;
 
Ακριβώς. Το παιχνίδι όλο είναι από που θα βρούμε λεφτά. Γιατί κλείνει η στρόφιγγα δανεισμού από την Ευρώπη. Η Ευρώπη για να δώσει χρήματα θα ζητήσει νέα μέτρα. Και ρωτώ: Εφόσον αυτή η πολιτική ήταν τόσο επιτυχημένη και τα Μνημόνια τόσο καλά γιατί ξαφνικά θέλουν να ψάξουν από αλλού λεφτά; Φάσκουν και αντιφάσκουν στα πάντα. Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα ανακριβειών και αναληθειών. Ο κ. Στουρνάρας έχει γίνει ένας πολιτικός οικονομολόγος. Γιατί πανηγυρίζουμε που ψάχνουμε λεφτά; Να μη λέμε ότι βγαίνουμε στις αγορές και κοροϊδεύουμε τον κόσμο. Ψάχνουμε απλώς λίγα λεφτά για να καλύψουμε τις τρύπες. Έχουν πάρει τόσα πολλά από τον κόσμο και δεν φτάνουν. Αναζητείται νέος τρόπος για να πληρώσουμε με δανεικά τα λάθη των πολιτικών επιλογών. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ζούμε το αναπόφευκτο. Το ψέμα, την αναλήθεια και τη συγκάλυψη την ακούς στην οικονομική ανάλυση από πολιτικούς. Κάθε τι που λένε περνάει από έναν ειδικό μηχανισμό για να ειπωθεί με τέτοιο τρόπο που να προκαλέσει όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες ψηφοφόρων και όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη σε ψηφοφόρους. Όταν το πρώτο που σκέφτεσαι είναι πως θα κερδίσεις ψηφοφόρους με τα λόγια κι όχι με τις πράξεις τότε η χώρα έχει πρόβλημα. Και η Ευρώπη εδώ είναι συνένοχη. Με κυρίαρχη τη Γερμανία έχουν γίνει τραγικά λάθη για τα οποία υπάρχει παραδοχή. Από τη μία βέβαια τα παραδέχονται και από την άλλη συνεχίζουν. Γι’ αυτό και οι πιέσεις προς τον τύπο και τις εταιρείες γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Για να γλυκάνουν το χάπι.