Νέο μέτωπο μεταξύ Δικαιοσύνης και κυβέρνησης απειλεί να ανοίξει η απόφαση του ΣτΕ που κρίνει αντισυνταγματική την υπουργική απόφαση και σειρά διατάξεων για την υποβολή των δηλώσεων Πόθεν Εσχες.

Ads

Η απόφαση αφήνει στον αέρα όλη την εν εξελίξει διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής Πόθεν Εσχες μόλις τρεις ημέρες πριν λήξει η προθεσμία και εγείρει ερωτήματα για το τι τελικά θα ισχύσει τόσο με τις δηλώσεις που έχουν ήδη υποβληθεί όσο και με εκείνες που ακόμη εκκρεμούν. Παράλληλα, όμως, έρχεται να φορτίσει εκ νέου τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Δικαιοσύνης και κυβέρνησης σε μια δύσκολη συγκυρία και μόλις δύο 24ωρα μετά την απορριπτική απόφαση του Εφετείου στο αίτημα αποφυλάκισης της Ηριάνας.

Βούτσης: Αρνητική έκπληξη

Η πρώτη και πλέον έντονη αντίδραση στην απόφαση του ΣτΕ ήρθε από τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, ο οποίος εξέφρασε την «αρνητική έκπληξή» του. Συγκεκριμένα, σε γραπτή του δήλωση αναφέρεται: «Ο πρόεδρος της Βουλής κ. Νικόλαος Βούτσης εξέφρασε την αρνητική του έκπληξη -αναμένοντας και την επίσημη απόφαση προς μελέτη- για τις πληροφορίες που μεταφέρουν ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης, σύμφωνα με τις οποίες κρίθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ – μετά την προσφυγή των δικαστικών ενώσεων- αντισυνταγματική η υπουργική απόφαση για τις δηλώσεις «Πόθεν Έσχες». Εμφανή ενόχληση εξέπεμψε και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος δήλωσε: «Αναμένω να ενημερωθώ επίσημα, φοβάμαι όμως ότι η δικαιοσύνη θα εκτεθεί».

Ads

Οι αντισυνταγματικές διατάξεις

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρεί μεν συνταγματική την ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης Πόθεν Εσχες, κρίνει όμως παράνομες συγκεκριμένες διατάξεις και θέτει ειδικό πλαίσιο για τον έλεγχο Πόθεν Εσχες των ίδιων των δικαστών. Συγκεκριμένα, αντισυνταγματικές κρίνονται οι διατάξεις που προβλέπουν ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις δηλώσεις Πόθεν Εσχες ποσά σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ. Με βάση το σκεπτικό της Ολομέλειας του ΣτΕ οι εν λόγω διατάξεις αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος)».

Δικαστές ελέγχουν δικαστές

Σε ό,τι αφορά το Πόθεν Εσχες των ίδιων των δικαστών, κατά την απόφαση του ΣτΕ ο έλεγχος πρέπει, ουσιαστικά, να γίνεται από τους ίδιους τους δικαστές.  Για την ακρίβεια, η απόφαση προβλέπει ότι στο ελεγκτικό όργανο του Πόθεν Εσχες των δικαστών, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου του, θα πρέπει να μετέχουν κατά πλειοψηφία ανώτατοι δικαστές από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας.
«Το Δικαστήριο», αναφέρει η απόφαση, «όσον αφορά ειδικώς τους δικαστικούς λειτουργούς, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης αυτών συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος και πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η συνταγματικώς επιβαλλόμενη ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των δύο άλλων λειτουργιών, κατέληξε, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου, στο ότι το επιφορτισμένο με τον έλεγχο όργανο πρέπει να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων».

Η απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε μετά από προσφυγές που είχαν καταθέσει ενώσεις δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, υποστηρίζοντας ότι η κοινή υπουργική απόφαση των υπουργείων Δικαιοσύνης και Οικονομικών είναι αντισυνταγματική στο σκέλος που αφορά την υποχρέωση των δικαστικών να δηλώσουν στοιχεία της προσωπικής τους κατάστασης (όπως διευθύνσεις κατοικιών) στην ηλεκτρονική πλατφόρμα όπου κατατίθενται οι δηλώσεις πόθεν έσχες.

Με βάση την απόφαση της Ολομέλειας η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση είναι ως μη γενόμενη – «δεν απέκτησε ποτέ νόμιμη υπόσταση», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση – διότι δεν δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως «παραμετρικές τιμές και οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων» της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Ως αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, «καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος νομιμότητας των ουσιωδών αυτών στοιχείων της κανονιστικής ρύθμιση».