Με τη βοήθεια… της Παναγίας αποπειράθηκαν υπάλληλοι να κουκουλώσουν πλήθος οικονομικών ατασθαλιών στη μισθοδοσία του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), τις οποίες όμως εντόπισε η «τσιμπίδα» του ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.

Ads

Η επίκληση στην Παναγία δεν συνιστά μεταφορά, καθώς κυριολεκτικά οι ελεγχόμενοι υπάλληλοι σε διευθυντικές θέσεις επιχείρησαν με καινοφανή τρόπο να αποπροσανατολίσουν την έρευνα στον οργανισμό, καταγγέλλοντας τη διευθύνουσα σύμβουλο Ελ. Γιαννακοπούλου, η οποία ξεκίνησε εξαρχής τον έλεγχο για τις μισθολογικές ατασθαλίες, ότι πέταξε στα σκουπίδια εικόνα της Παναγίας και παράλληλα ξεκρέμαγε σταυρούς από τον λαιμό των υπαλλήλων της…

Στη μνήμη της ελληνικής κοινής γνώμης πιθανώς έχει μείνει ανεξίτηλο ένα από τα πολλά έγκριτα ρεπορτάζ του “Πρώτου Θέματος” με ημερομηνία 27.8.2017, το οποίο είχε τίτλο «Καταγγέλλουν συριζαία ότι πέταξε την εικόνα της Παναγίας στα σκουπίδια», το οποίο στη συνέχεια αναπαρήχθη από πολλές ακροδεξιές ιστοσελίδες, αλλά και τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1. Το ρεπορτάζ είχε βασιστεί σε επιστολή (με ημερομηνία 18.8) της διευθύντριας Διοικητικού – Οικονομικού και της προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικού του ΕΟΠΠΕΠ, στο οποίο η πρώτη ισχυρίζεται και η δεύτερη επιβεβαιώνει – παρότι έλειπε σε καλοκαιρινή άδεια – ότι η δ/νουσα σύμβουλος Ελένη Γιαννακοπούλου στις 10 Αυγούστου 2017 πέταξε στα σκουπίδια εικόνα της Παναγίας που είχαν στο γραφείο τους και ταυτόχρονα αφαίρεσε από τον λαιμό της πρώτης και της απαγόρευσε να έχει κρεμασμένο τον σταυρό.

Ακολουθεί επιστολή στην ίδια εφημερίδα τριών μελών του Δ.Σ. του ΕΟΠΠΕΠ, οι οποίοι εκπροσωπούν τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ και τον ΣΕΒ, στην οποία υποστηρίζουν έμμεσα τους ισχυρισμούς των δύο υπαλλήλων και μάλιστα γενικεύουν καταγγέλλοντας τη δ/νουσα σύμβουλο ότι «από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων της έχει εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου επίθεση σε στελέχη και εργαζόμενους στον ΕΟΠΠΕΠ» και με υπόμνημά τους στον πρωθυπουργό απαιτούν την απομάκρυνσή της.

Ads

Έπεται άσκηση δίωξης από τον εισαγγελέα για «καθύβριση θρησκεύματος», «κακόβουλη βλασφημία» και παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου – μία από τις ελάχιστες φορές που τον θυμήθηκαν οι δικαστές -, ενώ σχετική ανακοίνωση καταγγελίας εξέδωσε και η Ιερά Σύνοδος. Η κ. Γιαννακοπούλου με ανακοίνωσή της και δηλώσεις στα ΜΜΕ διαψεύδει όλα αυτά ως απολύτως αναληθή και σκόπιμα, με στόχο, όπως δηλώνει, «να εμποδίσουν την οικονομική εξυγίανση, την αντιμετώπιση της διοικητικής αταξίας και την αποκατάσταση της νομιμότητας στον ΕΟΠΠΕΠ που έχω αναλάβει ως πολιτική δέσμευση με την ανάληψη των καθηκόντων μου στα τέλη Μαΐου, στο πλαίσιο της οποίας έχω καταστήσει σαφές ότι δεν θα χορηγηθεί καμίας μορφής ασυλία σε παραβάτες νόμων ή συμμέτοχους οικονομικών ατασθαλιών».

Το Δ.Σ. του ΕΟΠΠΕΠ με τη σειρά του ανακοινώνει ότι στη συνεδρίασή του στις 24.8.2017 συζήτησε τις δύο αυτές επιστολές και απέρριψε τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται σ’ αυτές θεωρώντας ότι είναι στο σύνολό τους γενικόλογα αόριστες, απολύτως αβάσιμες και εντελώς ανυποστήρικτες.

Στοχοποίηση με πρόσχημα μια ήσσονα παρατυπία

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η στοχοποίηση της κ. Γιαννακοπούλου από υπαλλήλους στο εσωτερικό του οργανισμού είχε ξεκινήσει σχεδόν με το καλημέρα της τοποθέτησή της στη θέση αυτή τον Μάιο του 2017, ενώ στα μέσα Οκτωβρίου οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) στο Δ.Σ. του ΕΟΠΠΕΠ Μιχάλης Κουρουτός και Οδυσσέας Ντριβαλάς κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά κατά της διευθύνουσας συμβούλου για παράτυπη τοποθέτησή της στον οργανισμό.

Με το θέμα της καταγγελλόμενης παρατυπίας είχε ασχοληθεί η «Εφημερίδα των Συντακτών», η οποία την 1η Νοεμβρίου 2017 δημοσιεύει έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών με ημερομηνία 25.10.2017, το οποίο της ζητούσε να επιστρέψει στην οργανική της θέση, στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ), πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η απόσπασή της όταν υλοποιήθηκε ο διορισμός της τον Μάιο. Σύμφωνα, ωστόσο, με Υπουργική Απόφαση του 2013 (Υ.Α. αρ. 21466/ΙΑ/2013) στο άρθρο 9 αναφέρεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού διορίζεται μεν με απόφαση του υπουργού Παιδείας, ωστόσο σημειώνεται ότι, εφόσον πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο, απαιτείται η απόσπασή του.

Στο θέμα παρενέβη ο υφυπουργός Παιδείας Μιχάλης Μπαξεβανάκης, ο οποίος τροποποίησε την εν λόγω Υ.Α. αφαιρώντας το εδάφιο για την απόσπαση και προσθέτοντας πρόβλεψη για αυτοδίκαιη επαναφορά στη θέση που κατείχε στο Δημόσιο σε περίπτωση αποχώρησης, καθώς, όπως δηλώνει στην «Εφ.Συν.», «επρόκειτο για έναν αναχρονισμό που ίσχυε μόνο για τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΕΟΠΠΕΠ» και με την εν λόγω τροποποίηση «πλέον ισχύει ό,τι ισχύει για τους διοικητές όλων των εποπτευόμενων από το υπουργείο φορέων». 

Το ζήτημα της ήσσονος παρατυπίας λύθηκε εν τέλει οριστικά με τροπολογία που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής τον περασμένο Φεβρουάριο.

Τι έδειξε η έκθεση

Μισθοί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και με μη νόμιμες διαδικασίες

Το Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης προχώρησε σε εκτεταμένο έλεγχο στον οργανισμό μετά από ανώνυμη καταγγελία, η οποία “αναφέρεται σε μη εφαρμογή των νόμων στη μισθοδοσία του προσωπικού όσον αφορά στην εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας (Ν. 4354/2015 σ.σ.: για το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων) ως προς τη μισθοδοσία του προσωπικού του φορέα”, ενώ το ελεγχόμενο διάστημα αφορά την 1.1.2016 έως τον Ιανουάριο του 2018.

Το πόρισμα των ελεγκτών, το οποίο έχει στην κατοχή της η «Αυγή», κοινοποιήθηκε πρόσφατα στην ηγεσία και τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπ. Παιδείας και του υπ. Οικονομικών, στο Δ.Σ. του ΕΟΠΠΕΠ, αλλά και στη Γενική Γραμματεία Καταπολέμησης της Διαφθοράς, όπως και στις εισαγγελικές αρχές.

Οι επιθεωρητές, σε 96 σελίδες πορίσματος, διαπιστώνουν και τεκμηριώνουν αναλυτικά εκτεταμένη ανομία στη διοικητική οργάνωση και την οικονομική διαχείριση του οργανισμού, την κύρια ευθύνη της οποίας φέρει πρωτίστως η διευθύντρια Διοικητικού – Οικονομικού από κοινού με την προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικού. Στον ΕΟΠΠΕΠ, μάλιστα, δεν υπήρχε μητρώο υπαλλήλων στο οποίο να καταγράφονται τα στοιχεία κάθε υπαλλήλου (σπουδές, προϋπηρεσία, ημερομηνία πρόσληψης, υπηρεσιακές μεταβολές κ.λπ.) με βάση το οποίο να καθορίζεται η κατάταξη των υπαλλήλων σε βαθμούς και μισθολογικά κλιμάκια και, ακόμα χειρότερα, δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις αναγνώρισης της προϋπηρεσίας τους. Οι μισθοί των υπαλλήλων προέκυπταν από αδιευκρίνιστες και σε πολλές περιπτώσεις μη νόμιμες διαδικασίες, με αποτέλεσμα μισθολογικές ανισότητες μεταξύ των υπαλλήλων. Υπάλληλοι μισθοδοτούνταν με πολλαπλάσια από τα πραγματικά χρόνια υπηρεσίας τους ή για μη τυπικά αναγνωρισμένα «προσόντα» τους, ενώ αρκετοί αδικούνταν επειδή δεν τους καταβάλλονται επιδόματα που δικαιούνταν (σπουδών, προϋπηρεσίας, τέκνων).

Πηγή: Αυγή