Η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε την διαπραγμάτευση βάζοντας μπροστά την λογική και την τεκμηρίωση για το αμοιβαίο όφελος όλων στην Ευρώπη από μια λύση σε άλλη κατεύθυνση από την προηγούμενη αποτυχημένη συνταγή των μνημονίων. Η προσέγγιση ήταν τίμια πλην όμως προκλητικά καλόπιστη. Θεωρούσε ότι μια προσέγγιση που θα έφερνε ανάπτυξη στην Ελλάδα και άρα και αποπληρωμή μεγάλου μέρους των δανείων και του φανερά μη βιώσιμου χρέους, θα ικανοποιούσε κάθε λογικό πιστωτή και μέτοχο της ευρωπαϊκής ιδέας. Αλλά δεν ήταν έτσι…

Ads

Αυτή η διάφανη και ευθεία προσέγγιση, άνοιξε μεν επικοινωνιακά ρήγμα στην γερμανική αφήγηση της νοικοκυρεμένης στασιμότητας για την Ευρώπη, στρίμωξε όμως στα σχοινιά ως αποτυχημένη την επιβολή πανευρωπαϊκά της πολιτικής της λιτότητας  – πολύ νωρίς και πολύ φανερά για να το αντέξει η μέχρι χθες αναμφισβήτητη γερμανική ορθότητα.

Έτσι η αυτοκρατορία αντεπιτέθηκε. Πως; Όχι τόσο με την παλιά ρητορική των τεμπέληδων ελλήνων αλλά με την δοκιμασμένη τακτική των κυρίαρχων ελιτ: την διγλωσσία και την υπονόμευση της ίδιας της διαπραγμάτευσης. Ότι είχε κάνει δλδ και στην περίπτωση Μόντι, όταν εκείνος στρίμωξε σε σύνοδο κορυφής τους γερμανούς στα σχοινιά (εδώ) επιτυγχάνοντας ότι Το ταμείο διάσωσης θα μπορεί να ανακεφαλαιοποιεί απευθείας τις τράπεζες καθώς και να αγοράζει κρατικά χρέη, για να δει τις αποφάσεις αυτές να υπονομεύονται συστηματικά με αναβολές και ασάφεια, από τον ειδικό στον χειρισμό δυσάρεστων καταστάσεων Σόιμπλε.

Η δημιουργική ασάφεια, η έλλειψη γραπτών δεσμεύσεων και τα χτυπήματα της ΕΚΤ κάτω από την μέση, δημιούργησαν μια ασαφή πορεία στις συζητήσεις με θέματα να (ξανα)ανακύπτουν από το πουθενά ή από το παρελθόν ως ζόμπι παλαιών θέσεων της τρόικας και ταυτόχρονη προϊούσα οικονομική ασφυξία ως εκεί που δεν παίρνει άλλο. Η πτώση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν φανερά στο πλάνο των θιγμένων από την ειλικρίνεια των ελληνικών θέσεων και ο ίδιος ο εκφραστής τους έλληνας ΥπΟικ επίσης. Κανείς για καιρό δεν καταλάβαινε τι εννοούσαν οι δανειστές ζητώντας λίστες που είχαν ήδη στα χέρια τους και διευκρινήσεις που τους δίδονταν αφειδώς – ταυτόχρονα το κύκλωμα των σοϊμπλικών ΜΜΕ οργίαζε απειλώντας, λοιδορώντας, εκβιάζοντας.

Ads

Τελικά οι δανειστές περιορίζονταν στα σχέδιά τους μόνο από την οριστικοποίηση της ελληνικής χρεοκοπίας. Το πιστωτικό γεγονός και τα αχαρτογράφητα νερά μιας κατάστασης Lehman Brothers x 5, επί 10 ή 100: με την ψυχολογία των αγορών ευαίσθητη σαν σεισμική βελόνα και την παγκοσμιοποίηση σαν μεγεθυντικό φακό, κάθε πιθανό κόστος μιας ακόμη ελληνικής διάσωσης φάνταζε αστείο μπροστά στο άγνωστο. Έτσι η πολιτική έγινε “πιέζουμε ως το τέλος, παίρνουμε όσα περισσότερα γίνεται, δεν αφήνουμε τους έλληνες να δικαιωθούν από την αναπόφευκτη συμφωνία”. Αυτό παρακολουθούμε τώρα: το τέλος των προθεσμιών, το ξύσιμο του πάτου του βαρελιού από ελληνικής πλευράς, την συμφωνία να έρχεται και να μην φτάνει – μέχρι να τελειώσει και επισήμως το παλιό “πρόγραμμα” και να διασωθεί χρόνος ίσα ίσα για να εγκριθεί το καινούργιο πρόγραμμα από τα κοινοβούλια της ευρωζώνης.

Αλλά αυτό είναι και δεν είναι διαπραγμάτευση. Είναι κλασική μεν διαπραγμάτευση, όπως γίνεται στην ελεύθερη αγορά αλλά δεν έχει μια καθοδηγητική προωθητική ιδέα να την διέπει. Το “όπου μπορούμε περνάμε τις δικές μας θέσεις, όπου δεν μπορούμε περνούν τις δικές τους” έχει σαν κατάληξη ερμαφρόδιτες συμφωνίες όπου η μια δέσμευση αναιρεί την άλλη. Και η χώρα μας έχει ανάγκη μια καθαρής λογικής συμφωνία: είτε στραγγίζουμε τα εισοδήματα παίρνοντας υφεσιακά μέτρα για να ξεπληρώνουμε δόσεις αδιαφορώντας στρατηγικά για το αύριο (πράγμα που έκαναν οι προηγούμενοι) ή ιεραρχούμε αναπτυξιακές λογικές για να ξεφύγουμε από το τέλμα της λιτότητας και να ανασυγκροτήσουμε τον παραγωγικό ιστό της χώρας – και τα δυο ταυτόχρονα δεν γίνονται.

Η διαπραγματευτική τακτική του γερμανικού λόμπι με την σιωπή των αμνών των υπολοίπων, εκεί αποσκοπεί: να διαπραγματευτεί την ήττα που υπέστη στην βούληση του ελληνικού λαού και με την (παγκόσμια)  αποκάλυψη της αποτυχίας της τρόικας και της μνημονιακής προσέγγισης, με όχημα τον αντιαναπτυξιακό ευνουχισμό της νέας συμφωνίας. Καθιστώντας την μη λειτουργική από εσωτερικές αντιφάσεις να την οδηγήσει έως την αποτυχία, με ευθύνη αυτήν την φορά της νέας ελληνικής κυβέρνησης που θα την υπογράψει… 
Έχουν σαφή στρατηγική λοιπόν οι δανειστές: και την πίτα και τον σκύλο… Η ελληνική κυβέρνηση που θα υπογράψει μια νέα συμφωνία επικαλούμενη νίκες στα σημεία και ηθική δικαίωση, θα έχει στα χέρια της ένα ανεφάρμοστο σύνολο αντιφατικών μεταξύ τους δεσμεύσεων – και θα κινδυνεύσει να αποτύχει εξ αιτίας της ίδιας της της επιτυχίας!

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι οι έμπειροι στην διαπραγμάτευση είναι πάντα ένα βήμα μπροστά. Κι ότι ο θόρυβος που γίνεται για την αναπόφευκτη συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να εμποδιστεί η συμφωνία και να επιβληθεί ένα grexit αλλά στο να αξιοποιηθεί η κόπωση και οι αντιπερισπασμοί τόσο όσο αρκεί για να μην προσέξει ο ΣΥΡΙΖΑ από την ανακούφιση του “επιτέλους συμφωνία” τι υπογράφει. Να θεωρήσει ρεαλισμό της εφικτής συμφωνίας την μη λειτουργικότητα του νέου προγράμματος – ή να θεωρήσει το ετεροβαρές πολλών μέτρων ως αναπόφευκτη κατάληξη μιας δύσκολης και χρονοβόρας διαπραγμάτευσης και όχι ως πραγματική σφήνα ακινητοποίησης στο γρανάζι της ανάπτυξης.

Την διαπραγμάτευση την μαθαίνεις. Ο κίνδυνος είναι να νομίσεις ότι την έμαθες πλέον διαπιστώνοντας αναδρομικά κάποια ελαττώματα της στάσης σου – και να θεωρήσεις ότι τώρα είσαι στο σωστό μήκος κύματος και την σωστή αναλογία τεχνοκρατισμού και πολιτικής – και να μην δεις τη νέα παγίδα και την επόμενη που ακολουθεί: ότι με λίγα λόγια την διαρκή δημιουργική ασάφεια άλλοι την επιδιώκουν γιατί έχουν την δύναμη να την χρησιμοποιήσουν. Γιατί σε αυτήν την διαπραγμάτευση δεν επικράτησε η λογική, το αμοιβαίο όφελος και η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως όραμα και συνέχουσα λογική: αντιθέτως αυτό που επικράτησε ήταν η αγωνία “τι κάνουμε με αυτούς που έχουν τον λαό μαζί και απειλούν την pax germanica”…

Αν ήταν μια ειλικρινής συζήτηση μεταξύ εταίρων θα είχε τελειώσει πολύ γρήγορα και πολύ προωθητικά. Δημιουργικά. Δεν ήταν όμως. Και έτσι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει τλώρα και αυτή να εφαρμόσει την δική της γνώση που απέκτησε στην …διγλωσσία. 
Να επιμείνει δηλαδή, η νέα συμφωνία να έχει τα φρένα λυμένα ως προς το αναπτυξιακό σκέλος, υποστηρίζοντας και θεμελιώνοντας με καταιγισμό καινοτόμων τεχνοκρατικών προτάσεων την “πολιτική συμφωνία” – προτάσεων ρηξικέλευθης προσέγγισης που να ικανοποιούν το ευρωπαϊκό φαντασιακό ή και πραγματιστικό ζητούμενο των ειλικρινών ανάμεσα στους πιστωτές μας, ευρωπαϊστών. Και έτσι να επιτύχει εκεί που με την αμεσότητα και την ειλικρινή προσέγγιση απέτυχε.

Μαθαίνοντας την διαπραγμάτευση λοιπόν (γιατί εκεί βρισκόμαστε) γίνεσαι αληθινός εταίρος, σοβαρός παίκτης και ενεργητικός παράγοντας. Το πέρασμα από το “ακούω και υπακούω” των σαμαροβενιζέλων στον αληθινό τεχνοπολιτικό διάλογο με τους εταίρους, ανοίγει μια βεντάλια αντιδράσεων και όλες τις πιθανότητες: αποκαλύπτει αλήθειες και ψέματα, συσχετισμούς και συμμαχίες, σκοπιμότητες και δυνατότητες. Και όπως κάθε μαθητεία κρίνεται από την αντοχή στον χρόνο, την αφομοίωση της “ύλης” και το δημιουργικό πνεύμα στην εφαρμογή της.

Μαθαίνοντας την διαπραγμάτευση γίνεσαι από αποικία, χώρα κι από υποτακτική υπάλληλος μιας μεταπρατικής ελιτ,  πραγματικά εθνική κυβέρνηση με όραμα να κάνεις τον τόπο σου μια ενδογενούς αντίληψης παραγωγική οντότητα. Δεν αξίζει τον κόπο και τον χρόνο;

ΥΣ: Και βέβαια μαθαίνει κανείς την διαπραγμάτευση… κάνοντάς την. Γιατί την μαθαίνει κυρίως από τον εχθρό του. Και καλύτερος δάσκαλος πχ από τον Σόιμπλε δεν υπάρχει, όπως λέει και ο Γιάνης…

Αριστερή Στρουθοκάμηλος