Επτά ημέρες στο σπίτι, εννέα ημέρες στην κλινική covid του Σισμανογλείου, 14 ημέρες διασωληνωμένος στη ΜΕΘ, έξι ημέρες ξύπνιος στη ΜΕΘ, 2 εβδομάδες πάλι στην κλινική, τώρα στο σπίτι της οικογένειας, στα Χανιά, ανακτά τις δυνάμεις του. Έτσι πέρασαν οι τελευταίοι μήνες για τον 37χρονο Στέλιο Γκούσκο που εντοπίστηκε θετικός στην covid-19 στις 9 Μαρτίου. Ο Στέλιος, ιδιωτικός υπάλληλος στον κλάδο της εστίασης και πτυχιούχος στη διοίκηση μονάδων υγείας και πρόνοιας, ανταποκρίθηκε με χαρά στην πρόσκλησή μας να αφηγηθεί την ιστορία του, με πρώτο του μέλημα «να μάθει ο κόσμος πόσο με φρόντισαν στο Σισμανόγλειο, στο δημόσιο νοσοκομείο».
 
Αν και προσπαθούσε να τηρεί τα μέτρα προστασίας στη δουλειά και την ιδιωτική του ζωή, ο Στέλιος κόλλησε τον ιό στις αρχές Μαρτίου, όταν το τρίτο κύμα της πανδημίας έκανε την εμφάνισή του στην Αττική. Όπως λέει ο ίδιος, τα κιλά του λειτούργησαν ως υποκείμενο νόσημα και μαζί με την τύχη που του έπαιξε περίεργα παιχνίδια αλλά τελικά του χαμογελά ξανά, βρέθηκε να είναι μία από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις covid-19 στην Ελλάδα, ειδικά σε τόσο μικρή ηλικία.
 
Έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου με τους δικούς του ανθρώπους αναγκαστικά μακριά του και γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να έχει χάσει τη μάχη, ο Στέλιος υπογραμμίζει όσα εκτίμησε όλες αυτές τις ημέρες στο νοσοκομείο. Την αλληλεγγύη των συγγενών του, τη συντροφιά των φίλων του, την αξία της καλής φυσικής κατάστασης και κυρίως την πηγαία καλοσύνη και την υψηλή αίσθηση καθήκοντος γιατρών και νοσηλευτών, που μέσα με συνθήκες υποστελέχωσης και πανδημίας κατάφερναν να βρίσκουν χρόνο για να ανταλλάσσουν και μια κουβέντα μαζί του.
 
Ακολουθεί η μαρτυρία του 37χρονου Στέλιου Γκούσκου, χωρισμένη σε πέντε φάσεις.
 
Η διάγνωση και η μεταφορά στο νοσοκομείο
 
«Ένιωσα κάποια συμπτώματα και έκανα το τεστ. Βγήκα θετικός. Δε γνωρίζω από πού κόλλησα.
Μπήκα προφανώς σε καραντίνα, στο σπίτι, όπου μένω μόνος. Οι φίλοι μου έφερναν τα απαραίτητα στην πόρτα. Ήμουν σε επικοινωνία με γιατρούς και φαρμακοποιούς, οικογενειακούς φίλους από τα Χανιά.
 
Την τρίτη ημέρα ήμουν καλά, δεν είχα καθόλου πυρετό. Όμως την τέταρτη ημέρα η κατάστασή μου επιδεινώθηκε απότομα. Έντονος βήχας, απώλεια γεύσης και όσφρησης, πυρετός πάνω από 38, φοβερή αδυναμία. Μέτρησα και το οξυγόνο μου, ήταν πεσμένο. Από τις επόμενες 2-3 ημέρες θυμάμαι λίγα πράγματα. Σε συνεννόηση με το γιατρό μου στα Χανιά τηλεφώνησα στο ΕΚΑΒ. Το ασθενοφόρο ήρθε μετά από 3,5 ώρες. Μου είπαν μετά ότι είχαν πολλά περιστατικά και δεν προλάβαιναν.
 
Μου έβαλαν αμέσως παροχή οξυγόνου μέσα στο ασθενοφόρο. Εκείνη τη νύχτα εφημέρευε το «Γεννηματάς», με πήγαν εκεί, στην αίθουσα των Επειγόντων για επιβεβαιωμένα περιστατικά covid. Μου έκαναν τις απαραίτητες εξετάσεις. Η πρώτη φορά που πραγματικά τρόμαξα ήταν όταν είδα την ακτινογραφία. Ο ένας μου πνεύμονας δε φαινόταν καν στην απεικόνιση. Ήταν κενό. Είχα πάρα πολύ βήχα. Όπως μου είπαν οι γιατροί, είχα προσβληθεί και από βρογχίτιδα κι έτσι η πνευμονία κρύφτηκε κάτω από την βροχίτιδα και έκανε μεγαλύτερη ζημιά. Εκ των υστέρων μου είπαν ότι αν είχα νοσηλευτεί τρεις ημέρες νωρίτερα, ίσως να είχα αποφύγει μεγάλο μέρος της ταλαιπωρίας. Υπήρχε ωστόσο και η πιθανότητα, αν είχα πάει με δικά μου μέσα στο νοσοκομείο, να μη με είχαν κρατήσει λόγω της έλλειψης κλινών. Ήταν πιθανό να με είχαν στείλει πίσω στο σπίτι μου κι άρα η εξέλιξη θα ήταν η ίδια. Δε θα μάθουμε ποτέ.
 
Αποφασίστηκε ότι έπρεπε να κάνω εισαγωγή. Το «Γεννηματάς» δεν είχε κενές κλίνες. Το ξημέρωμα εκείνης της νύχτας με μετέφεραν στο Σισμανόγλειο, που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο αποκλειστικά για covid. Στο ασθενοφόρο ήμασταν δύο ασθενείς covid μαζί»
 
Στην απλή κλινική covid, φάση Ι
 
«Με πήγαν στην Β’ χειρουργική κλινική του Σισμανογλείου, που είχε μετατραπεί σε κλινική covid. Ήταν δύο δωμάτια των τριών κλινών, με κοινή είσοδο, χωρισμένα με ένα τοίχο. Δηλαδή έβλεπα άλλους δύο ασθενείς αλλά άκουγα πέντε.
 
Τις 3-4 πρώτες ημέρες είχα καλή επικοινωνία. Στην κλινική επιτρέπεται το κινητό οπότε μιλούσα με την οικογένεια και τους φίλους. Όταν όμως άρχισαν να μου αυξάνουν τη ροή του οξυγόνου, άρχισα να κουράζομαι πάρα πολύ. Εκεί επίσης έχω κενά μνήμης, μάλλον ο εγκέφαλός μου με έχει προστατέψει. Ο πυρετός ήταν υψηλός και ο βήχας τόσο έντονος που μου έφερνε τάση για εμετό. Μέχρι πολύ πρόσφατα τον είχα αυτό τον βήχα, δυόμιση μήνες μετά. Τους ζητούσα να μου χορηγήσουν επιπλέον φάρμακα αλλά μου έλεγαν ότι δεν μπορούσα να πάρω άλλα και να κάνω υπομονή. Ο ύπνος ήταν πολύ δύσκολος, ξυπνούσα συνέχεια. Μετά μου είπαν για εκείνες τις ημέρες ότι αυτά που έλεγα και έγραφα στα μηνύματα δεν έβγαζαν πάντα νόημα.
 
Ο αδελφός μου ανέβηκε από τα Χανιά στην Αθήνα επί τούτου. Ερχόταν κάθε μέρα στην πύλη για να είναι εκεί. Μου έστελνε φωτογραφίες που ήταν απ’ έξω. Ήταν τόσο κοντά αλλά δεν μπορούσε να έρθει στο πλάι μου. Όποια πράγματα έφεραν οι οικείοι των ασθενών παρέμεναν στην πύλη για κάποιες ώρες όπου απολυμαίνονταν και τα ανέβαζε κάθε νέα βάρδια νοσηλευτών που έμπαινε για να πιάσει δουλειά
 
Οι νοσηλευτές ήταν πολύ λίγοι και ο φόρτος τους πολύ μεγάλος. Έπρεπε να φορούν κάθε φορά και τις ειδικές στολές, πράγμα που παίρνει χρόνο, συνεπώς έρχονταν σε συγκεκριμένες ώρες, εκτός αν υπήρχε κάποια επείγουσα ανάγκη. Έβλεπες συνεχώς τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους να τρέχουν για να μας προσέξουν όσο το δυνατόν καλύτερα. Απορούσα πώς τα κατάφερναν. Προσπαθούσαν πάντα να βρουν τον ελάχιστο χρόνο να πουν και μια κουβέντα μαζί μας, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαμε να έχουμε τους δικούς μας ανθρώπους.
 
Και μιλάμε για τα μέσα Μάρτη, γινόταν χαμός από κρούσματα. Είχαν συνεχώς νέες εισαγωγές. Για την κάθε εισαγωγή έπρεπε να υπάρχει ένα δωμάτιο όπου να έχει γίνει απολύμανση, τα κρεβάτια, τα υλικά, όλα. Γινόταν ένας χαμός στην κάθε εισαγωγή. Παρόλ’ αυτά προσπαθούσαν να μην αδικήσουν κανέναν, να μη μεταφέρουν την αρνητική τους ενέργεια σε κανέναν ασθενή.
 
Στην κλινική έμεινα εννέα ημέρες. Οι γιατροί προσπαθούσαν να αποφύγουν τη διασωλήνωση. Μου χορήγησαν οξυγόνο με συσκευή high flow και ρινικά, κάποια στιγμή ταυτόχρονα. Χρειαζόμουν τόσο πολύ οξυγόνο που με δυσκολία έβγαζα τη μάσκα για να φάω, .αμέσως ξεκινούσε δύσπνοια και πολύ έντονος βήχας. Από την 3η-4η ημέρα οι γιατροί μου είπαν ότι δεν έβλεπαν τα αποτελέσματα που περίμεναν και ξεκίνησαν να συζητούν το ενδεχόμενο να με πάνε στην Εντατική.
 
Το βράδυ της ένατης ημέρας μου ανακοίνωσαν ότι όχι μόνο θα με πάνε στην Εντατική αλλά πως θα με διασωληνώσουν κιόλας. «Δεν έχεις καλή ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή, οι πνεύμονές σου δεν κρατούν το οξυγόνο», μου είπαν. Επιβαρυντικός παράγοντας σε μένα ήταν η ταχύπνοια η οποία κούραζε πάρα πολύ την καρδιά μου. Έφτανα τις 170-180 σφύξεις το λεπτό. Υπήρχε φόβος μην πάθω κάποιο καρδιακό επεισόδιο κι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση να με διασωληνώσουν».
 
20 ημέρες στη ΜΕΘ, τις 14 «κοιμισμένος»
 
«Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα και όταν ξύπνησα είχαν περάσει 14 ημέρες. Ο αρχικός στόχος ήταν να με ξυπνήσουν στις 5 ημέρες όμως αυτό δεν έγινε επειδή μέσα στην Εντατική κόλλησα το μικρόβιο που προκαλεί τη μικροβιαιμία, συχνή ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Αν και οι γιατροί την εντόπισαν πολύ νωρίς, αυτό καθυστέρησε τη θεραπεία μου. Έπαιρνα ταυτόχρονα πάρα πολλά και βαριά φάρμακα. Ίσως βοήθησε το ότι γενικά δε νοσώ και είχα παρθένο οργανισμό. Τα άντεξα αλλά, όπως μου είπαν εκ των υστέρων, αυτή ήταν και η χρονική φάση στην οποία κινδύνευσα περισσότερο.
 
Όταν με ξύπνησαν δεν ήμουν πλέον διασωληνωμένος, αλλά είχα ισχυρή παροχή οξυγόνου. Πάνω μου είχα καθετήρες και πολλά όργανα που μετρούσαν κάθε λειτουργία. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν μπορούσα να μιλήσω, τα άκρα μου ήταν σχεδόν ακίνητα, η πλάτη μου καρφωμένη στο κρεβάτι. Είχα μεγάλη δυσκολία να κουνήσω έστω και έναν μικρό μυ. Σε αυτές τις 14 ημέρες είχα χάσει 20 κιλά σε λίπος και μύες.
 
Ξυπνώντας είχα παραισθήσεις και μιλούσα «ακαταλαβίστικα». Ωστόσο, όπως μου είπαν αργότερα, από την πρώτη στιγμή που ξύπνησα χαμογελούσα. Η φωνή μου ήταν σαν μικρού παιδιού και εύθραυστη σα χαρτί. Τις πρώτες δύο ημέρες με τάισαν οι νοσηλευτές και με φρόντιζαν εξαιρετικά.
 
Γιατροί και νοσηλευτές ήταν όλοι καταπληκτικοί αλλά δέθηκα περισσότερο με τους νοσηλευτές επειδή περνούσαν περισσότερο χρόνο μαζί μας. Αφού ξύπνησα άρχισα να τους γνωρίζω, ενώ εκείνοι με ήξεραν ήδη. «Εγώ σε πρόσεχα αυτές τις ημέρες. Εμείς σε ξέρουμε, εσύ δεν μας ξέρεις», μου έλεγαν. Ήταν όλοι τους πολύ ευγενικοί και λίγο πιο αυστηροί εκεί που έπρεπε. Την τρίτη ημέρα μια νοσηλεύτρια με πίεσε να φάω μόνος μου. «Πιάσε το μαχαιροπίρουνο, κάνε την προσπάθεια κι ας φας και δυο ώρες μετά. Πρέπει να ξεκινήσεις να κινείσαι», μου είχε πει. Πόσο δίκιο είχε!
 
Και όντως από εκείνο το σημείο και μετά, ήταν μικρές νίκες. Το ότι έφαγα μόνος μου ήταν μικρή νίκη, το ότι έπιασα το μπουκάλι του νερού μόνος μου ήταν μια μικρή νίκη, το κάθε τί. Έκανα ασκήσεις ακόμα κι όταν έφευγε ο φυσιοθεραπευτής και το έκανα και γι’ αυτούς. Για να τους γλιτώσω λίγο κόπο. Για να μη χρειάζονται δυο-τρεις άνθρωποι για να με γυρίσουν πλευρό. Για να έρθουν την επόμενη φορά και να με βρουν λίγο καλύτερα απ’ ότι με είχαν αφήσει.
 
Αλλά και οι γιατροί ήταν εξαιρετικοί. Πολύ καταρτισμένοι και μας ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Όμως κι εκεί, πολύ λίγοι σε αριθμό. Είχε πιάσει το αυτί μου ότι κάποιους τους μετέφεραν αλλού, στο πλαίσιο των μετακινήσεων που διέτασε το υπουργείο προκειμένου να καλύπτονται τρύπες. Ωστόσο χάρη στις προσπάθειες της διευθύντριας της κας. Σαχατζιάν και παρά την τρομερή έλλειψη προσωπικού, οι κλίνες ΜΕΘ του Σισμανογλείου αυξήθηκαν μέσα στην πανδημία από 14 σε 27. Θεωρείται μία από τις καλύτερες ΜΕΘ των Βαλκανίων, και σίγουρα έτσι την έζησα κι εγώ.
 
Ήμουν μάλλον τυχερός γιατί με είχαν σε ένα μικρό δωμάτιο μόνο μου, ίσως λόγω ηλικίας. Ήταν ένας κλειστός χώρος στον οποίο δεν έβλεπα αν έξω ήταν μέρα ή νύχτα. Δεν είχα τίποτα από τα υπάρχοντά μου, όλα τα είχαν δώσει εν τω μεταξύ στον αδελφό μου. Έβλεπα μόνο τους ανθρώπους με τις μεγάλες στολές. Μάλιστα έτυχε να δω και την προετοιμασία για την υποδοχή ενός νέου ασθενούς. Η καθαριότητα και η απολύμανση της παραμικρής επιφάνειας μέσα στη ΜΕΘ ήταν εντυπωσιακή.
 
Όσο για τους δικούς μου, ναι, ήταν πάρα πολύ δύσκολα για όλους. Είχαν κανονίσει με το νοσοκομείο να μιλά μόνο ο αδελφός μου με τους γιατρούς και μετά αναλάμβανε να ενημερώσει την οικογένεια και έναν κολλητό μου. Αυτός έπαιρνε τη σκυτάλη της ενημέρωσης για όλους τους άλλους φίλους. Αυτό γίνονταν κάθε μέρα, σε συγκεκριμένες ώρες.
 
Η covid-19 είναι μια ασθένεια μοναξιάς, όχι μόνο για τον ασθενή αλλά και για τους κοντινούς του ανθρώπους. Ο καθένας το πέρναγε και κάπως μόνος του. Ένας ξάδελφός μου έκοψε το κάπνισμα την ημέρα που μπήκα στην εντατική. «Δε γίνεται ο ξάδελφός μου να πασχίζει να πάρει ανάσα κι εγώ να καπνίζω» είπε. Τη δεύτερη ημέρα που ξύπνησα μια γιατρός μου έφερε το υπηρεσιακό tablet που υπάρχει μόνο γι’ αυτό το λόγο, κάλεσε τον αδελφό μου στο viber, και τον είδα. Μπόρεσα να τον δω, να με δει, να δει ότι είμαι πλέον καλά και ξύπνιος».
 
Στην απλή κλινική covid, φάση ΙΙ, «ένα μικρό πάρτι!»
 
«Η επιστροφή στην κλινική ήταν ένα μικρό πάρτι. «Γεια σου ρε Στέλιο! Καλώς ήρθες πίσω!» μου έλεγαν. Νοσηλευτές που με ήξεραν από την πρώτη φάση στην κλινική, ρωτούσαν όλες τις ημέρες που ήμουν διασωληνωμένος για το πώς πήγαινε η υγεία μου. Η έξοδός μου από την εντατική ήταν μια νίκη και γι’ αυτούς. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη γιατί πλέον έβλεπα πολύ περισσότερους ανθρώπους σε ένα πολύ ελαφρύτερο περιβάλλον και ατμόσφαιρα.
 
Είχα το τηλέφωνό μου, άκουσα επιτέλους μουσική και επικοινωνούσα κάθε μέρα με τους δικούς μου. Σταδιακά η κατάσταση μου βελτιωνόταν, περπατούσα λίγο περισσότερο. Η μεγαλύτερη ανακούφιση βέβαια ήταν όταν μου αφαίρεσαν την παροχή οξυγόνου και ανέπνεα μόνος μου. Μετά από την τέταρτη ημέρα εκεί, όλα έδειχναν ότι ήταν θέμα χρόνου να πάρω εξιτήριο».
 
Η επιστροφή στο σπίτι και οι σκέψεις για το «από’ δω και πέρα»
 
«Πήρα εξιτήριο από το Σισμανόγλειο στις 27 Απριλίου εξιτήριο. Επέστρεψα με ασθενοφόρο στο σπίτι μου, χωρίς μάλιστα μηχανή παροχής οξυγόνου. Συνέχισα την προσεκτική διατροφή και τις φυσιοθεραπείες. Σταδιακά και προσεκτικά είδα όλους μου τους φίλους και ξεκίνησα θεραπείες σε ένα κέντρο αποκατάστασης, γυμναστηριακές κυρίως ασκήσεις για να επανέλθουν οι μύες.
 
Στο νοσοκομείο μου έκαναν πολύ προσεκτική διατροφή για να δυναμώσω αλλά ταυτόχρονα να χάσω κι άλλο βάρος. Μπήκα στο νοσοκομείο με πάρα πολλά κιλά. Έχασα πολλά και τώρα συνεχίζω να είμαι σε διατροφή προκειμένου να χάσω κι άλλα. Το βάρος μου λειτούργησε ως υποκείμενο νόσημα. Τα πολλά κιλά είναι από τα πιο σοβαρά υποκείμενα νοσήματα σε νέες ηλικίες.
 
Νομίζω ότι πλέον, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, πάντα θα σκέφτομαι ότι η υγεία μας είναι το Α και το Ω. Κανείς δεν ξέρει «από πού θα του έρθει». Το να είσαι σε καλή φυσική κατάσταση δεν σημαίνει ότι απλά δεν έχεις διαγνωστεί με κάποια σοβαρή ασθένεια. Πρέπει καθημερινά να φροντίζουμε τους εαυτούς μας και όσους αγαπάμε, γιατί ανά πάσα στιγμή δεν ξέρουμε τί γίνεται.
 
Μία από τις βασικές μου έννοιες βγαίνοντας από το νοσοκομείο ήταν να περάσω χρόνο με τους δικούς μου ανθρώπους, όχι μόνο αυτούς που βλέπω αρκετά συχνά αλλά και όσους αγαπάω και με αγαπούν αλλά για διάφορους λόγους χανόμαστε μέσα στην καθημερινότητα. Μέσα στο νοσοκομείο, οι πιο τρομακτικές μου σκέψεις είχαν να κάνουν με όσα θα μπορούσα αλλά δεν είχα ζήσει με τους ανθρώπους που αγαπώ.
 
Για τον κορονοϊό δεν είμαι ο καταλληλότερος για να εξηγήσω πώς ακριβώς λειτουργεί αλλά ξέρω ότι σου επιτίθεται με ό, τι έχει και σου προκαλεί μεγάλες ζημιές σε όλο το σώμα, όχι μόνο στο αναπνευστικό σύστημα. Προσωπικά η μυοπάθεια που έχω οφείλεται όχι μόνο στην κατάκλιση αλλά και στον κορονοϊό. Θα παλεύω για μήνες, ίσως ένα χρόνο για να φτάσω στα επίπεδα αντοχής που είχα πριν.
 
Μέσα στην ατυχία μου είχα την τρομερή τύχη να είμαι στο Σισμανόγλειο. Ένα δημόσιο νοσοκομείο, που παρά την υποστελέχωση, όλα ήταν όπως έπρεπε. Οι γιατροί ήταν επεξηγηματικοί και με υπομονή. Το χαμόγελό τους φαινόταν πίσω από τις μάσκες. Για τους νοσηλευτές, τί να πώ; Δεν έχω λόγια για να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους. Είναι όλοι τους άνθρωποι που δε σε ξέρουν αλλά ξαφνικά σου προσφέρουν τόση αγάπη και φροντίδα. Ειλικρινά τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου και εύχομαι οι προσπάθειές τους να αναγνωριστούν και από την Πολιτεία».