Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ζήσαμε μια πρωτοφανή έξαρση του ελληνικού εθνικισμού με επίκεντρο το Μακεδονικό ζήτημα. Ένας εθνικιστικός πυρετός προσέβαλε εκείνη την περίοδο τεράστια τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, κινητοποιώντας μάλιστα και τις κοινότητες της διασποράς που συμμετείχαν αποφασιστικά σ’ έναν «οικουμενικό πολιτισμικό πόλεμο». Στόχος αυτού του «πολέμου» δεν ήταν η αλλαγή συνόρων και η κατάκτηση εδαφών. Ήταν η διεκδίκηση συμβόλων και ονομάτων, σημαιών κι ένδοξων προγόνων, καθώς και η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς, της ιστορίας και της ταυτότητας…

Ads

 
Τα «μέτωπα» αυτού του «οικουμενικού πολιτιστικού πολέμου», που ξέσπασε μεταξύ των Ελλήνων από τη μια και των «Μακεδόνων» από την άλλη, δεν ήταν μόνον η Θεσσαλονίκη και τα Σκόπια, όπου και πραγματοποιήθηκαν μαζικές διαδηλώσεις. Ήταν επίσης η Μελβούρνη, το Τορόντο και όπου αλλού διαβιούσαν ευάριθμες κοινότητες των δύο αντίπαλων εθνοπολιτιστικών ομάδων. Νεκροί ευτυχώς δεν υπήρξαν, ούτε βέβαια νικητές και ηττημένοι. Κέρδισε ωστόσο η καχυποψία κι έχασε η αλληλεγγύη μεταξύ των λαών.

image

image

Ads

Σήμερα, από την ασφαλή απόσταση μερικών ετών, μπορούμε να δούμε την ελληνο-«μακεδονική» διαμάχη με πιο ψύχραιμη ματιά και να κάνουμε τον απολογισμό της: Επρόκειτο για μια «άσκοπη πολυτέλεια», για μια «τεράστια σπατάλη» που γελοιοποίησε την Ελλάδα διεθνώς, αποδυνάμωσε το ρόλο της στα Βαλκάνια, ενώ αποτέλεσε τροχοπέδη στην οικονομική ανασυγκρότηση της γειτονικής μας χώρας, ενισχύοντας παράλληλα την εγγενή της αστάθεια. Σπατάλη και πολυτέλεια γιατί, αν υπάρχουν στα Βαλκάνια δύο χώρες που τα γεωπολιτικά, στρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα συμπίπτουν σχεδόν απόλυτα, αυτές είναι αναμφισβήτητα η Ελλάδα και η «Μακεδονία» (FYROM). Η λογική μάς λέει λοιπόν ότι αυτές οι δύο γειτονικές χώρες είναι καταδικασμένες να είναι στρατηγικοί σύμμαχοι και συνεργάτες. Ο εθνικισμός όμως, που αποτελεί μια «ανορθολογική έκφανση του θυμικού», κωφεύει πάντα μπροστά στις φωνές της λογικής κι επιζητά συναισθηματικούς και μεταφυσικούς τρόπους προσέγγισης της ιστορίας αλλά και της πραγματικότητας. Ως γνωστόν ο εθνικισμός,  για τα αμείλικτα προβλήματα της καθημερινότητας, προσφέρει ως αντίδοτο τη φυγή προς το όνειρο…

image
 
Εθνικιστικό Ντόπινγκ

14 Φεβρουαρίου 1992. Η πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη ήταν πλημμυρισμένη από γαλανόλευκες σημαίες, πλακάτ και οργισμένους διαδηλωτές, που φώναζαν συνθήματα υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας: «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική!», «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα», «Μακεδονία: 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού»… Οι εθνικιστικές οργανώσεις φούσκωσαν τον αριθμό των διαδηλωτών σε «ένα εκατομμύριο».  Αναμφίβολα ήταν πολύ λιγότεροι. Μπορώ να σας το διαβεβαιώσω γιατί ένας απ’ αυτούς ήμουν κι εγώ.

Έχω ακόμη κρατημένη μια φωτογραφία, όπου φαίνεται η αφεντιά μου να κρατάει μια μικρή πλαστική γαλανόλευκη ίδια μ’ εκείνη που κρατούν τα παιδάκια στις παρελάσεις. Το πρόσωπο μου έλαμπε από ένα (ηλίθιο) χαμόγελο αυταρέσκειας. Φαινόμουν «ντοπαρισμένος» από εθνικισμό. Οι πάντες γύρω μου δονούνταν από «εθνική συγκίνηση». Στα πρόσωπα τους έβλεπες την έξαψη. Φαινόταν να έχουν ξεχάσει προς στιγμήν τις πολιτικές τους διαφορές, τη μιζέρια της καθημερινότητας, τα ψυχολογικό-υπαρξιακά τους προβλήματα και -το σημαντικότερο- την επώδυνη φορολογική επέλαση της τότε κυβέρνησης στο όνομα της εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας και την προσαρμογή στα κριτήρια του Μάαστριχ. Τι σημασία είχαν όλα αυτά μπροστά στον κίνδυνο να μας υφαρπάξουν οι Σκοπιανοί το «ιερό» όνομα Μακεδονία, που αποτελούσε αναπαλλοτρίωτο «κτήμα ες αεί» του Ελληνισμού; Έπρεπε λοιπόν να διαφυλάξουμε πάση θυσία το Copyright του ονόματος Μακεδονία. Έπρεπε να εμποδίσουμε τη χρήση του από τους Σκοπιανούς, το μάτι των οποίων γυάλιζε κοιτώντας λαίμαργα στο παρελθόν, ορεγόμενοι την ένδοξη ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων και του σημαντικότερου τέκνου τους: του Μέγα Αλέξανδρου.

Πιστεύω ότι σχεδόν όλοι μοιραστήκαμε τότε την ίδια σκέψη: η Μακεδονία και ό,τι σχετίζεται μαζί της είναι αποκλειστικά ελληνικό. Έχοντας αυτή την «κρυστάλλινη» άποψη εμφυτευμένη στο μυαλό μας διαλυθήκαμε, ενώ οι καφετερίες στην παραλιακή γέμιζαν από κόσμο… Το «πανηγύρι» είχε τελειώσει. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Δείξαμε ότι ήμασταν αποφασισμένοι. Μπορούσαμε να επιστρέψουμε πλέον στην καθημερινότητά μας. Τι άλλο να κάναμε;

Όταν οι εικόνες από τη μαζική διαδήλωση της Θεσσαλονίκης ταξίδεψαν σ’ όλον τον κόσμο οι μετοχές της  Ελλάδας, ως χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχασαν μεγάλο μέρος από την αξία τους στο «χρηματιστήριο της αξιοπιστίας». Οι Έλληνες θεωρήθηκαν «παρανοϊκοί», ένας λαός που πήγαινε γυρεύοντας να εμπλακεί στις αιματηρές διαμάχες που είχαν αρχίσει να φουντώνουν στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Για τους Ευρωπαίους και -ακόμη χειρότερα- για τους Αμερικανούς όλος αυτός ο καβγάς για το όνομα Μακεδονία ήταν μια καθαρή τρέλα ή στην καλύτερη περίπτωση μια «μεταφυσική διένεξη», που δεν είχε λογική βάση. Πώς αλλιώς να εξηγούσαν τον υπερβολικό φόβο που ενέπνεε στην Ελλάδα η προσπάθεια ενός μικρού λαού να εμφανιστεί στη διεθνή σκηνή μ’ ένα όνομα που ήδη χρησιμοποιούσε επίσημα εδώ και μισό αιώνα;   Στο κάτω-κάτω ο κάθε λαός έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται όπως αυτός θέλει, υποστήριζαν οι «ψύχραιμοι» αναλυτές. Ο κάθε λαός έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να διαλέγει ο ίδιος το όνομά του. Στο κάτω-κάτω οι ίδιοι οι Έλληνες δεν επέλεξαν να λέγονται Έλληνες και όχι Γραικοί ή Ρωμιοί;

image
 
Η Ύπαρξή σου Κλέβει την Ταυτότητα μου

Την περίοδο του εμπάργκο της Ελλάδας κατά της «Μακεδονίας»(1994-1995) διέσχιζα συχνά το έδαφος του μικρού εκνευριστικού μας γείτονα με κατεύθυνση το Βελιγράδι. Πάντα αισθανόμουν μεγάλη δυσφορία όταν οι «Μακεδόνες» συνοριακοί υπάλληλοι έπαιρναν το «ευρωπαϊκό» μου διαβατήριο και το στιγμάτιζαν με μια ολοσέλιδη αυτοκόλλητη ακριβοπληρωμένη (κόστιζε 6.000 δρχ.) βίζα, που έγραφε στα κυριλλικά «Ρεπούμπλικα Μακεντόνιγια». Μεγαλύτερη προσβολή δεν μπορούσε να γίνει τότε σ’ έναν Έλληνα. Όταν επέστρεφα στην Ελλάδα οι δικοί μας συνοριακοί υπάλληλοι αναλάμβαναν να διορθώσουν την προσβολή. Στη θέση της «μακεδονικής» βίζας έβαζαν την ατιμωτική σφραγίδα: ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΚΥΡΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Το διαβατήριό μου έμοιαζε με πεδίο μάχης ενός ακήρυκτου πολέμου…
Διασχίζοντας τότε την απόσταση των 180 χλμ., που καταλάμβανε αυτό το ενοχλητικό κρατίδιο, έπιανα τον εαυτό μου να κάνει διάφορες «επικίνδυνες» σκέψεις. Όντας ακόμη ορθολογιστής καταλάβαινα καταρχάς ότι σ’ αυτήν τη, στριμωγμένη στο κέντρο βαλκανικής, γκριζωπή χώρα, κατοικούσαν, μαζί με αρκετές άλλες εθνότητες, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, που δεν ήταν -ή δεν ήθελαν να είναι- ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι, ούτε φυσικά και Έλληνες. Οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν μια σλαβική γλώσσα (ή αν θέλετε διάλεκτο), που την έλεγαν «μακεδόνικα». Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν ως «Μακεντόντσι», για να ξεχωρίζουν από τους (Σλάβους κυρίως) γείτονές τους. Το όνομά τους προέρχονταν από το γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζούσαν εδώ και πολλούς αιώνες. Ο λαός αυτός λοιπόν υπήρχε -όσο κι αν με  πλήγωνε η ύπαρξη του- και δεν εμφανίστηκε, ούτε «εφευρέθηκε» ή «κατασκευάστηκε» ξαφνικά από το πουθενά. Αυτή ήταν η αλήθεια και -ειλικρινά- μου πήρε πολύ καιρό για να την χωνέψω. Όσο κι αν δυσφορούσα οι «Μακεντόντσι» ήταν πέρα για πέρα αληθινοί, όσο αληθινοί ήμασταν κι  εμείς οι Έλληνες και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αποκύημα της ανθελληνικής φαντασίας του Στρατάρχη Τίτο, όπως υποστήριζαν οι Έλληνες εθνικιστές.

Κάποια στιγμή λοιπόν παραδέχτηκα ότι η μη αναγνώριση της ύπαρξης αυτού του λαού και του κράτους, που ανακήρυξε επίσημα ως ανεξάρτητο το 1991, ήταν καθαρή ανοησία. Παραδέχτηκα όμως, ότι ήταν πλέον αργά, εφόσον ως  χώρα και ως λαός είχαμε περάσει το «σημείο χωρίς επιστροφή». Ακολουθήσαμε εξ αρχής μιαν εσφαλμένη πολιτική, απαράδεκτη για γείτονες,  και δεν ήταν εύκολο ξαφνικά να κάνουμε πίσω και να παραδεχτούμε το λάθος μας. Δεν μπορούσαμε να παραδεχτούμε ανοικτά ότι οι «Μακεδόνες» υπάρχουν.  

image

«Σου φαίνομαι ανύπαρκτος; Τσίμπησέ με αν δεν πιστεύεις στα μάτια σου», με πείραζε ο Τράικο, ένας «Μακεδόνας» που γνώρισα στο Βελιγράδι. Όλοι οι Σέρβοι γύρω μου γελούσαν, καθώς εγώ κοκκίνιζα από ντροπή. Δεν το έβαζα όμως κάτω και συνέχιζα απτόητος: «Φυσικά και υπάρχεις. Μόνο που δεν είσαι Μακεδόνας. Είσαι μια παράξενη βαλκανική αλχημεία. Για την ακρίβεια είσαι Βουλγαρο-Σερβο-Έλληνας. Μακεδόνας πάντως δεν είσαι! Οι πραγματικοί Μακεδόνες είναι μόνον Έλληνες και όχι Σλάβοι! Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν μιλούσε σλαβικά. Αν είσαι κάτι, αυτό είναι σίγουρα Μακεδόνας-μαϊμού! Και ξέρεις γιατί:  πραγματικοί Μακεδόνες είναι μόνον οι Έλληνες της Μακεδονίας, όπως εγώ. Μόνον οι Ελληνομακεδόνες έχουν το δικαίωμα να λέγονται Μακεδόνες». Ο Τράικο γινόταν τότε παπόρι: «Έι γκρίτστο (σ.σ. ελληνάκι) χώνεψε το: δεν μπορείς να είσαι και Έλληνας και Μακεδόνας. Δεν γίνεται να είσαι και κατσίκι και πρόβατο. Οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν ξεχωριστός λαός από τους Έλληνες. Ήταν όμως φιλέλληνες.  Όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος (Γκόλεμ  Αλεξάντρ), που ήταν φιλέλληνας εξ αιτίας του Αριστοτέλη. Ο Δημοσθένης θεωρούσε τους Μακεδόνες ‘’βαρβάρους’’. Επομένως δεν τους θεωρούσαν Έλληνες. Ήταν Γκραικομάνοι, όπως είναι και πολλοί Μακεδόνες σήμερα στη Μακεδονία του Αιγαίου. Εσύ, εφόσον είσαι Έλληνας δεν μπορείς να είσαι Μακεδόνας».

Σ’ αυτές τις έντονες συζητήσεις μας, όπου ο καθένας επιχειρηματολογούσε υπέρ των εθνικιστικών θέσεων της μιας πλευράς,  καταλήγαμε σχεδόν πάντα στο ίδιο πράγμα: στο ζήτημα της ταυτότητας. Το πρόβλημα από ελληνικής πλευράς ήταν ότι αν οι «Σκοπιανοί» αναγνωριζόταν ως εθνοτικά «Μακεδόνες», τότε οι Έλληνες Μακεδόνες (μιλάω για τους αυτόχθονες ελληνόφωνους της Μακεδονίας και όχι για τους σλαβόφωνους, ούτε για τους πρόσφυγες) θα ήταν μόνον γεωγραφικά Μακεδόνες. «Η ύπαρξη αυτής της ομάδας μου κλέβει την ταυτότητά μου», παραπονέθηκε στον ανθρωπολόγο Loring Danforth ένα ηλικιωμένος Ελληνομακεδόνας της Αυστραλίας. Και κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσε όταν, σε ξένο περιβάλλον, ήμουν αναγκασμένος να υπερασπίσω την (ελληνομακεδονική) ταυτότητά μου, χωρίς τα συμπλέγματα κατωτερότητας που έχουν οι εξελληνισμένοι σλαβόφωνοι και χωρίς την ανασφάλεια που αισθάνονται οι πρόσφυγες, που φοβούνται μήπως και χάσουν τη νέα τους πατρίδα.

image
 
Μακεδονία: Ένα «Εργαστήρι» Κατασκευής Ταυτοτήτων

Ενοχλούσε συχνά τους «Μακεδόνες» συνομιλητές μου το γεγονός ότι καταγόμουν από τα δυτικά Πιέρια, μια περιοχή που άνηκε στην ελληνόφωνη ζώνη της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας (γι’ αυτούς, βλέπετε, οι Έλληνες θεωρούνται «ξένος» λαός στη Μακεδονία). Πάνω από τα ελληνόφωνα Πιέρια κατοικούσαν οι Βαλαάδες, ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι (ή εξισλαμισθέντες «Μακεδόνες» σύμφωνα με την προπαγάνδα των Σκοπίων), οι οποίοι και ανταλλάχτηκαν το 1924. Και πιο πάνω, βορείως της γραμμής Καστοριά-Αμύνταιο-Έδεσσα-Κιλκίς, απλωνόταν η σλαβόφωνη ζώνη της Μακεδονίας. Ως γνωστόν  ολόκληρος σχεδόν ο Μακεδονικός Αγώνας, που έλαβε χώρα στις αρχές του 20ού αιώνα, εκτυλίχτηκε στην κεντρική σλαβόφωνη ζώνη της Μακεδονίας, τους «ρευστοσυνείδητους» πληθυσμούς της οποίας διεκδικούσαν τόσο ο βουλγαρικός, όσο και ο ελληνικός εθνικισμός.

Οι Βούλγαροι στήριζαν τις διεκδικήσεις τους στην «κοινή» γλώσσα, στη σλαβική κουλτούρα και στην κοινωνική δυσαρέσκεια των σλαβόφωνων αγροτικών πληθυσμών απέναντι στους Έλληνες αστούς των μακεδονικών πόλεων και την εκκλησιαστική ιεραρχία του Φαναρίου. Έχουν μείνει στην ιστορία τα λόγια που έλεγαν οι σλαβόφωνοι παπάδες όταν μνημόνευαν το όνομα του -φορομπήχτη- Φαναριώτη Μητροπολίτη τους: «Ο Θεός να μας φυλάει από τους λύκους που κατεβαίνουν από τα Καρπάθια, τους βαρείς χειμώνες κι από τους Έλληνες που έρχονται από το Βόσπορο και τη θάλασσα του Μαρμαρά»! Αυτό το προλεταριακό μίσος του κατώτερου σλαβόφωνου κλήρου, παρέσυρε και τις αγροτικές μάζες, δημιουργώντας σταδιακά ένα ρεύμα αποστροφής προς την ελληνική κουλτούρα με πρώτο θύμα την ελληνική παιδεία: οι σλαβόφωνοι χωρικοί σταμάτησαν σιγά-σιγά να στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία. Αυτό αποτέλεσε πολύ σημαντική εξέλιξη εφόσον, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, όποιος σλαβόφωνος της Μακεδονίας ακόμη και Βούλγαρος μορφωνόταν ή έμπαινε στην εκκλησιαστική ιεραρχία ή γινόταν έμπορος, τότε θεωρούνταν αυτομάτως Γκρκ, γινόταν «Έλληνας». Δηλαδή όταν ο χωρικός ή ο βοσκός γινόταν αστός και έμπορος, έπαυε αυτομάτως να θεωρείται «Βούλγαρος» ή «Βλάχος» και γινόταν «Έλληνας».

Παρά την υποχώρηση της επιρροής τους στα τέλη του 19ου οι Έλληνες συνέχισαν να προωθούν την εθνικιστική τους ιδεολογία μεταξύ των σλαβόφωνων πληθυσμών βασιζόμενοι στην εξελληνιστική εκκλησιαστική πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στα εκπαιδευτικά τους δίκτυα, που ασκούσαν μεγάλη έλξη εξαιτίας της πολιτιστικής ανωτερότητας του Ελληνισμού, στα εμπορικά τους κεφάλαια και τέλος στους αστούς των πόλεων της κεντρικής  Μακεδονίας (Μοναστήρι, Αχρίδα, Φλώρινα, Καστοριά, Περλεπές κ.ά.).

image

Μεγάλο τμήμα των σλαβόφωνων της Μακεδονίας προσχώρησε ωστόσο στη βουλγαρική Εξαρχία και θεωρήθηκαν «Βούλγαροι». Σημαντικό όμως τμήμα τους παρέμεινε πιστό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και θεωρήθηκαν «Έλληνες». Ενδιαφέρον έχουν οι στατιστικές της Μακεδονίας των αρχών του 20ού αιώνα, που έμοιαζε  μ’ ένα πολύχρωμο εθνολογικό λιβάδι (εξού και η έκφραση «μακεδονική σαλάτα»). Μια ελληνική στατιστική (1904) μέτρησε 630.000 «Τούρκους», 653.000 «Έλληνες» (πιστούς στο Πατριαρχείο) και 334.000 «Βούλγαρους»(Εξαρχικούς). Οι Βούλγαροι στατιστικολόγοι ξέθαψαν 1.181.000 «Βουλγάρους», κανένα «Μακεδόνα», 229.000 Έλληνες, 700 (!) Σέρβους και 500.000 «Τούρκους». Η Πύλη τέλος έδωσε το 1906 την εξής επίσημη στατιστική: 1.145.000 Μουσουλμάνοι, 623.000 «Έλληνες»(Πατριαρχικοί) και 626.000 «Βούλγαροι»(Εξαρχικοί). Οι Έλληνες παραδέχτηκαν ότι οι στατιστικές των τουρκικών αρχών σε τελική ανάλυση τους ευνοούσαν, ενώ στην προσπάθεια τους να μειώσουν τους Βουλγάρους, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι οι Σλαβομακεδόνες υπήρχαν (κάποιος μέτρησε απρόθυμα γύρω στις 450.000).Ενδεικτικό του όλου κλίματος και του γεγονότος ότι οι «Μακεδόνες» δεν ήταν παρά «πολεμική λεία», ήταν η κυνική δήλωση του Χαρίλαου Τρικούπη (1895): «Τους Μακεδόνες θα τους πάρει όποιος θα νικήσει στον επόμενο πόλεμο. Αν νικήσουν οι Βούλγαροι, θα γίνουν Βούλγαροι. Αν νικήσουν οι Έλληνες, θα γίνουν Έλληνες».
Πολλά παράδοξα συνέβαιναν εκείνη την εποχή, όταν στην εθνολογικά ανομοιογενή Μακεδονία επικρατούσε ένα πραγματικό χάος και ολόκληροι πληθυσμοί βρισκόταν στη «νεκρή ζώνη», μετέωροι ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές ταυτότητες. Τα περάσματα από τη μια κουλτούρα στην άλλη ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Υπήρχαν χωριά που ήταν «σλαβικά στο αίμα και στη λαλιά» αλλά άνηκαν στην «ελληνική» (Πατριαρχική) πλευρά. Συχνές ήταν οι περιπτώσεις Ελλήνων οικογενειαρχών που έβλεπαν το γιο τους να γίνεται «Βούλγαρος» πηγαίνοντας σε εξαρχικό σχολείο, όπου κι επηρεαζόταν από τη βουλγαρική εθνικιστική προπαγάνδα. Παρομοίως ένας Βούλγαρος πατέρας έβλεπε με βαριά καρδιά το παιδί του να γίνεται «Έλληνας» με το που πήγαινε σ’ ένα Πατριαρχικό σχολείο. Υπήρχαν οικογένειες όπου ο ένας γιος πήγαινε στον οθωμανικό στρατό, εξισλαμιζόταν και γινόταν Τούρκος, ο άλλος προσχωρούσε στην Εξαρχία και γινόταν Βούλγαρος, ενώ ο τρίτος παρέμεινε πιστός στην ελληνορθόδοξη εκκλησία, και θεωρούταν Έλληνας. Εφόσον πάντα υπήρχαν (και συνεχίζουν να υπάρχουν) οικογένειες που τροφοδοτούσαν με μέλη ανταγωνιστικές μεταξύ τους κουλτούρες και έθνη, τότε για ποια «έθνη» μιλάμε; Σίγουρα όχι γι’ αυτά που βασίζονται σε «συγγένεια αίματος», εφόσον η ιστορία μας δείχνει ότι κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο.

image
 
Έθνη: Φαντασιακές Κοινότητες ή Πανάρχαια Φυσικά Φαινόμενα;

Μπορεί τα έθνη να μην αποτελούν «φαντασιακές κοινότητες» (Anderson), ούτε όμως και βασίζονται σε κάποια «αρχέγονα αισθήματα». Στην πραγματικότητα συμβαίνουν ως ένα βαθμό και τα δύο. Μια πιθανή εξήγηση της έννοιας έθνος μας δίνει ο Γερμανός φιλόσοφος Max Weber: «…Τι σημαίνει άραγε έθνος και εθνικό συναίσθημα; Μια έννοια έθνους θα μπορούσε να οριστεί κάπως έτσι: πρόκειται για μια αισθηματική κοινότητα, της οποίας η κατάλληλη έκφραση θα ήταν ένα δικό της κράτος και η οποία, ως εκ τούτου, κατά κανόνα έχει την τάση να προωθήσει εκ των έσω κάτι τέτοιο».

Από την οπτική γωνία του εθνικισμού τα έθνη θεωρούνται σχεδόν αυθύπαρκτα, πανάρχαια φυσικά φαινόμενα, που συχνά εκλαμβάνονται ως «θεόσταλτοι τρόποι ταξινόμησης των ανθρώπων». Από την άποψη όμως της ανθρωπολογίας τα έθνη είναι τεχνητά. Σύμφωνα με την οπτική της ανθρωπολογίας τα έθνη δεν είναι παρά ανθρώπινες επινοήσεις και πολιτισμικά προϊόντα πρόσφατων ιστορικών διαδικασιών. Ενώ οι εθνικιστές παρουσιάζουν τα έθνη ως βρισκόμενα σε «λήθαργο» και κάποια στιγμή «αφυπνίζονται», οι ανθρωπολόγοι επιμένουν ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ακόμη εθνικιστικός μύθος, εφόσον ένα έθνος «είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να βρίσκεται σε νάρκη και κατόπιν ν’ αφυπνιστεί»(Greenfeld).

Το εθνικό κράτος ή το έθνος-κράτος εμφανίστηκε ως πολιτική οντότητα στο προσκήνιο της ιστορίας μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα. Πρόκειται δηλαδή για ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο, που αναμφίβολα σχετίζεται με την εκβιομηχάνιση, την αστυφιλία και κυρίως την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης στην Ευρώπη. Δεν είναι σύμπτωση λοιπόν που η συγκρότηση των περισσοτέρων εθνικών κρατών στην Ευρώπη έλαβε χώρα τον 19ο αιώνα, όταν η αστική τάξη κάθε «έθνους» θεώρησε ότι η ομογενοποίηση στα πλαίσια μιας αγοράς, προστατευμένης από κρατικά σύνορα, ήταν η καλύτερη λύση για τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες της.

Ο εθνικισμός -ένα αστικό ιδεολογικό προϊόν- προώθησε με πάθος την αρχή ότι «τα πολιτικά και τα εθνικά σύνορα πρέπει να συμπίπτουν», αρχή που οδήγησε σε κατάρρευση τις προγενέστερες πολιτικές οντότητες που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη (Αυτοκρατορίες, φέουδα, πόλεις-κράτη κ.ά.). Συνήθως τα κράτη κατασκεύαζαν έθνη (π.χ. Γαλλία), συχνά όμως συνέβαινε και το αντίθετο (Βαλκάνια). Όπως και να ‘χει πάντως, κατά την διαδικασία συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, η συναισθηματική δύναμη του έθνους, ενσωματωνόταν και υποτασσόταν στην πολιτική ισχύ ενός απρόσωπου κράτους, που το χρησιμοποιούσε για την επίτευξη των δικών του στόχων. Στο τέλος το κράτος ταυτιζόταν πάντα με το έθνος. Έτσι, το να είναι κανείς πολίτης ενός κράτους ισοδυναμούσε με το να ανήκει στο έθνος το οποίο δημιούργησε το κράτος αυτό (βλέπε: Κάθε άνθρωπος που ζει μέσα στο πολιτικό πλαίσιο της Τουρκίας είναι Τούρκος).
 
Πατρονάροντας τους «Μακεδόνες»

 Στην περίπτωση όμως της Μακεδονίας των αρχών του 20ού αιώνα τα πράγματα ήταν χαοτικά.  Είχαμε μια απαρχαιωμένη πολιτική οντότητα (Οθωμανική Αυτοκρατορία) σε κατάσταση αποσύνθεσης, δύο ή τρεις (αν υπολογιστούν και οι Σέρβοι) αντίπαλους εθνικισμούς, που διεκδικούσαν τις ίδιες περιοχές κι έναν σλαβόφωνο πληθυσμό (κάπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι), που δεν ήξερε ποια εθνική ταυτότητα να επιλέξει, ενώ γνώρίζε κατά βάθος ότι ο ίδιος είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ιδιαίτερου έθνους. Το τμήμα αυτού του αναποφάσιστου πληθυσμού που κατάφερε να μην μολυνθεί από τις εθνικιστικές ιδεολογίες των Βουλγάρων, Σέρβων και Ελλήνων, αλλά αντίθετα  ν’ αποκτήσει «ανοσία» σ’ αυτές, αποτέλεσε τον εθνογενετικό πυρήνα των σύγχρονων «Μακεδόνων». Οι ίδιοι κατασκεύασαν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους προβάλλοντας τις διαφορές τους με τις γειτονικές εθνικές κουλτούρες. Διαφοροποιήθηκαν σε σχέση με τους Βουλγάρους με βάση την ιστορία και τη γεωγραφία. Απέναντι στους Έλληνες τα πράγματα ήταν πιο εύκολα μιας και υπήρχε πάντα το φράγμα της γλώσσας: εφόσον δεν μιλούσαν ελληνικά, δεν μπορούσαν να είναι Έλληνες. Και αυτό συνέβαινε επειδή από τα τέλη του 19ου αιώνα η προώθηση των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων στα Βαλκάνια γινόταν πλέον με κριτήριο τη γλώσσα και όχι τη θρησκεία, όπως στη Μικρά Ασία και στον Πόντο.

Προηγουμένως, η γλώσσα δεν αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για ν’ ανήκει κανείς στον Ελληνισμό. Αρβανίτες, Βλάχοι, σλαβόφωνοι και τουρκόφωνοι μπορούσαν να γίνουν εύκολα μέλη του Ελληνισμού, δηλώνοντας απλά ότι ανήκουν σ’ αυτόν, άσχετα αν δεν ήξεραν λέξη στα ελληνικά. Υπεύθυνη για την ταύτιση αυτών των γλωσσικών ομάδων με τον Ελληνισμό πρέπει να θεωρηθεί η εξελληνιστική πολιτική του Πατριαρχείου, που καλλιεργούσε την ταυτότητα του Ρουμ (Ρωμιού, δηλαδή ελληνορθόδοξου), παρακάμπτοντας τις επιμέρους γλωσσικές και εθνοπολιτιστικές ταυτότητες. Εξάλλου «η χρήση της ελληνικής ως γλώσσας-φορέα σ’ ένα μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας και το κύρος του ελληνικού πολιτισμού έσπρωχναν πολλούς σλαβόφωνους, αλβανόφωνους ή βλαχόφωνους να εξελληνιστούν» (Πρεβελάκης). Με αυτήν τη λογική, σύμφωνα με την οποία Έλληνας είναι όποιος αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιος, η δήλωση και μόνον ενός σλαβόφωνου του 19ου αιώνα ότι είναι «Μακεδόνας» αρκούσε για να τον κάνει δεκτό στον Ελληνισμό (κάτι αδύνατο σήμερα…).

 Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο ο πραγματικός υπεύθυνος για την καλλιέργεια της «μακεδονικής» ταυτότητας στους σλαβόφωνους πληθυσμούς δεν είναι άλλος από την  επίσημη ελληνική (αντιβουλγαρική) πολιτική! Και θα σας εξηγήσω αμέσως το γιατί. Στην προσπάθειά τους να βρουν τρόπους για να προσεταιριστούν τους επίμαχους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας οι Έλληνες, που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα της γλωσσικής συγγένειας (όπως οι Βούλγαροι), επιχείρησαν να εμφυσήσουν σ’ αυτούς τους πληθυσμούς την προπαγανδιστική ιδέα ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επομένως ότι δεν είχαν σλαβική καταγωγή! «Αυτός ο Μέγας Αλέξανδρος, παιδιά μου, αυτός ο βασιλεύς των πατέρων σας, έγινεν όργανο του Θεού, διότι εις όλον τον κόσμο που εκυρίευσε διέδωκε την ωραίαν ελληνικήν γλώσσα μας», εξηγούσε ο μακεδονομάχος Παπα-δράκος στους σλαβόφωνους κατοίκους του χωριού Σλήμνιτσα. Αυτό το προερχόμενο από το ελληνικό προπαγανδιστικό οπλοστάσιο τερατώδες επιχείρημα στέφθηκε με απρόσμενη επιτυχία: ενώ μέχρι τότε ακόμη και το όνομα «Αλέξανδρος»(Αλεξάντρ) ήταν άγνωστο μεταξύ των σλαβόφωνων, χάρη στην ελληνική εξόρμηση οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας άρχισαν να αισθάνονται περήφανοι που κατάγονταν από το Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο! Μάλιστα, ελληνικές οργανώσεις με έδρα την Αθήνα έφθασαν στο σημείο να τυπώσουν Διακηρύξεις καθώς και τις περίφημες Προφητείες του Μέγα Αλέξανδρου στη «μακεδονική» γλώσσα αλλά με ελληνικό αλφάβητο! Ως γνωστόν όλη αυτή η πετυχημένη εθνική επιχειρηματολογία υπέρ της μακεδονικής ταυτότητας των σλαβόφωνων επέστρεψε, κατά την επόμενη ιστορική φάση (μετά το 1912), ως μπούμερανγκ  σε βάρος των ελληνικών θέσεων. Και αυτό γιατί δεν μπορείς να αρνείσαι κάτι που εσύ δημιούργησες…

image
 
Το Όνομά μας είναι η Ψυχή μας!

Σε πολλά ζητήματα υπήρξαμε μέντορες των «Μακεδόνων». Σε πρώτη φάση οι σλαβόφωνοι υιοθέτησαν την ελληνικής εμπνεύσεως θεωρία ότι ήταν απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και του Μέγα Αλέξανδρου και ότι η γλώσσα τους ήταν η «παλιά μακεδονική γλώσσα», στοιχεία που τους διαφοροποιούσαν από τους Βουλγάρους. Σε δεύτερη φάση, όταν ο «μακεδονικός» εθνικισμός πλέον καθιερώθηκε, οι «Μακεδόνες» προσπάθησαν ν’ αναπαράγουν το ελληνικό μοντέλο συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Γνωρίζοντας ότι το μυστικό της επιτυχίας της Ελλάδας ήταν και παραμένει ο νεοκλασικός μύθος, προσπάθησαν να προσδώσουν στην ταυτότητα τους στοιχεία από το κλασικό παρελθόν και συγκεκριμένα να οικειοποιηθούν το όνομα και την ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων. Η λογική τους ήταν απλή: εφόσον οι Ρωμιοί της νότιας βαλκανικής κατάφεραν να αναγνωριστούν ως (νεο)Έλληνες, δηλαδή ως ξεπεσμένοι κληρονόμοι ενός μεγάλου πολιτισμού και μιας ένδοξης ιστορίας και να εισπράξουν έτσι την εύνοια (αλλά και τα δάνεια) της πολιτισμένης Ευρώπης, τι εμπόδιζε τους νεοαφυπνησθέντες σλαβόφωνους της Μακεδονίας να εφαρμόσουν την ίδια τακτική; Άλλωστε ως λ.χ. «Δημοκρατία της Δαρδανίας» ή «Κεντροβαλκανική Δημοκρατία» είχαν λιγότερες πιθανότητες να περάσουν το κατώφλι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και να πάρουν δάνεια, από το αν πήγαιναν με το «ένδοξο» όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Βλέπετε, κανείς δεν αρνείται εύκολα τα δανεικά στους «ξεπεσμένους απογόνους» του Μέγα Αλέξανδρου, όπως δεν αρνήθηκε τα δανεικά στους απογόνους του Περικλή…

image

To όνομα μας είναι η ψυχή μας, υποστηρίζουν οι σύγχρονοι «Μακεδόνες», που δεν θέλουν να κάνουν την παραμικρή υποχώρηση στο ζήτημα του ονόματος. «Χάνοντας αυτό το όνομα, χάνουμε την ταυτότητα μας… Αν παραμείνουμε δίχως όνομα θα αναζωπυρωθούν οι παλιές διενέξεις και οι παλιές ορέξεις…», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρώην Πρόεδρος της «Μακεδονίας» Κίρο Γκλιγκόρωφ. Για να αμβλύνει ωστόσο τις ελληνικές αντιδράσεις ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «είμαστε Σλάβοι και ήρθαμε σε αυτή την περιοχή τον 6ο αιώνα… δεν είμαστε απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων». Ωστόσο, το γεγονός ότι οι γείτονές μας αρνούνται να συζητήσουν ακόμη και την ονομασία «Νέα Μακεδονία», που θα τους αποσυνέδεε από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες, σημαίνει ότι θέλουν «και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Φαίνεται δηλαδή ότι προσβλέπουν σε μια μελλοντική αποκλειστικότητα της χρήσης του ονόματος Μακεδονία και ό,τι συνδέεται μ’ αυτό. Θέλουν να ταυτίσουν στο μυαλό του κόσμου τη Μακεδονία με τα Σκόπια και όχι με την Αθήνα. Και αυτή είναι μια κατάσταση που πιστεύω ότι ανησυχεί και πολλούς άλλους εκτός από εμένα.

Το 1993 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είπε μια από της μεγαλύτερες αλήθειες που ειπώθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: «Σε πέντε, το πολύ δέκα χρόνια κανείς δε θα θυμάται το όνομα Μακεδονία…». Έτσι ακριβώς συνέβη. Για τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού το ζήτημα θεωρείται πλέον λήξαν ή στην καλύτερη περίπτωση, ιστορία. Για κάποιους όμως συνεχίζει ν’ αποτελεί κίνητρο για μια εκ νέου αναζήτηση ταυτότητας. Έλληνες και «Μακεδόνες» συνδέονται με πολλούς πολιτιστικούς δεσμούς. Έτσι, για ν’ αποφύγουν την μεταξύ τους αφομοίωση, κατέληξαν τελικά στην εχθρότητα. Τόσο η ελληνική, όσο και η «μακεδονική» εθνική ταυτότητα διαμορφώθηκαν μέσα από τραυματικές εμπειρίες (Εμφύλιος πόλεμος) και αμοιβαία καχυποψία.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ότι ήταν πριν από 100 χρόνια. Η Ελλάδα μεταμορφώνεται σε ώριμη δημοκρατία που τείνει ν’ αποτινάξει «παιδικές ασθένειες», όπως ο εθνικισμός. Ο ελλαδισμός, ως νεωτερικό φαινόμενο, αρχίζει να παρακμάζει, ενώ επανεμφανίζεται στο προσκήνιο ο Ελληνισμός, κυρίως μέσω της διασποράς. Μια νέα ελληνική ταυτότητα, που δεν βασίζεται στον ελλαδοκεντρικό εθνικισμό, αρχίζει να διαμορφώνεται. Στα πλαίσια του ανανεωμένου Ελληνισμού, το όραμα του οποίου έγκειται στη συνεργασία και στην ανάπτυξη των λαών της βαλκανικής, οι «Μακεδόνες» δεν είναι πλέον αντίπαλοι, αλλά συνεργάτες  στην οικοδόμηση ενός νέου κλίματος στην περιοχή. Αυτός ο λαός, που άνηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στη σφαίρα της πολιτιστικής επιρροής του Ελληνισμού, θα καταστεί κομβικός σύμμαχος του Ελληνισμού στην προσπάθεια του να αναδείξει την μοναδική αξία των Βαλκανίων ως οργανικού τμήματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού και όχι ως ο «σκοτεινός Άλλος εαυτός του».
        
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γιώργος Στάμκος. Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους, α’ έκδοση Αρχέτυπο 2000, (γ’ έκδοση, ανανεωμένη, Άγνωστο 2008).
Loring Danforth, H Mακεδονική Διαμάχη: Ο Εθνικισμός σ’ έναν Υπερεθνικό Κόσμο, Αλεξάνδρεια 1999.
Francois Thual, Η Κληρονομιά του Βυζαντίου: Γεωπολιτική της Ορθοδοξίας, ΡΟΕΣ 1999.
Max Weber, Εθνοτικές Σχέσεις και Πολιτικές Κοινότητες, ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ 1997.
Ζωρζ Καστελλάν, Ιστορία των Βαλκανίων, Γκοβόστης 1996.
Μεγαλέξανδροι Όλων των Χωρών, Ο Ιός της Κυριακής, Ελευθεροτυπία 12/1/1997.
Γιώργος Στάμκος, Η «Άνοιξη» στις Ελληνο-Σκοπιανές Σχέσεις: Μπορούν τα Σκόπια να Εισέλθουν σε Φιλλεληνική Τροχιά; Περιοδικό ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, Νο 34, Ιούλιος 1997.
Γιώργος Πρεβελάκης, Γεωπολιτική της Ελλάδας, Libro 1998.
Omer Asan, Ο Πολιτισμός του Πόντου, αφοι Κυριακίδη 1998.
 
* Ο Γιώργος Στάμκος ([email protected]) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress).