Διπλό πλήγμα δέχεται η αγοραστική δυνατότητα του μέσου Έλληνα. Δύο φορείς οι οποίοι εντάσσονται σε διαφορετικές σχολές οικονομικής σκέψης, το ΙΟΒΕ και το ΙΝΕ ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ, συμφωνούν στη διαπίστωση ότι, παρ’ όλη τη μείωση του περιβόητου εργατικού κόστους, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών παραμένουν άκαμπτες. Σε ένα μεγάλο βαθμό δίνουν και την ίδια εξήγηση: Η μείωση των μισθών απορροφάται κατά κύριο λόγο από τα περιθώρια κέρδους χωρίς να βελτιώνει ανταγωνιστικά τις τιμές – Η ανεξάντλητη έμμεση φορολόγηση διατηρεί ψηλά το κόστος – Τα κερδοσκοπικά κυκλώματα εξακολουθούν να δρουν ανενόχλητα. Σε αυτό το πλαίσιο, δείχνουν σε τρόικα και κυβέρνηση το «δρόμο» τον οποίο επίμονα παρακάμπτουν: Ενίσχυση της ζήτησης με συντήρηση του μέσου εισοδήματος και αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.

Ads

Κατά μία έννοια, τα ευρήματα μελετών του ΙΟΒΕ και του ΙΝΕ «τορπιλίζουν» τον πυρήνα του επιχειρήματος της τρόικας ότι η μείωση των μισθών θα καταστήσει στην παρούσα φάση πιο ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία. Αυτό συμβαίνει την ώρα που είναι σε εξέλιξη κρίσιμες διαπραγματεύσεις με αντικείμενα εισηγήσεις των δανειστών όπως η μείωση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του 13ου και του 14ου.
 
ΙΟΒΕ
Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών
 
Η πραγματικότητα
 
«Είναι γεγονός ότι με την οικονομία σε ύφεση, δηλαδή την ιδιωτική κατανάλωση σε ισχυρή υποχώρηση (σχεδόν 7% το 2011), τη σωρευτική μείωση μισθών σε πραγματικούς όρους τη διετία 2010-2011 πάνω από 14% και την ανεργία στο 17-18% θα περίμενε κανείς μια τουλάχιστον ηπιότερη πορεία του πληθωρισμού. Κι όμως ο πληθωρισμός κινήθηκε άνω του 3,3% το 2011», δηλώνει ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, Υπεύθυνος Έρευνας στο ΙΟΒΕ, ο οποίος παραπέμπει και σε πολύ πρόσφατη σχετική μελέτη (βλ. πιο κάτω παρουσίαση από Νίκο Ζόνζηλο).
 
Η εξήγηση
 
Ο ίδιος εξηγεί: «Ως ένα βαθμό, η αύξηση των τιμών είναι το 2011 αποτέλεσμα και των αυξήσεων σε έμμεσους φόρους και αυξήσεις σε ΦΠΑ. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ακόμα και αν απομονωθεί η επίδραση αυτή και πάλι οι τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες ακολουθούν ανοδική πορεία. Αυτό επιβεβαιώνει το ότι οι περισσότερες αγορές αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα δε λειτουργούν επαρκώς ανταγωνιστικά. Κλειστές αγορές, με κρυφές συμφωνίες κυρίων, εγγυημένα και θεσμικά κατοχυρωμένα περιθώρια κέρδους σε συγκεκριμένους κλάδους, κατώτατες υποχρεωτικές αμοιβές εξακολουθούν να αποτελούν εστίες ακρίβειας και να «δικαιολογούνται» από τη δυσμενή οικονομική συγκυρία. Ταυτόχρονα, ο εποπτικός ρόλος του κράτους φαίνεται να έχει ατονήσει, σε ένα περιβάλλον, όπου τελικά οι καταναλωτές φαίνεται να τροφοδοτούν με κεφάλαιο κίνησης όποιες επιχειρήσεις αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους μέσω του τραπεζικού συστήματος».
 
Το συμπέρασμα
 
Ως εκ τούτου, προτείνει: «Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που οδηγούν σε άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών. Κάθε κλάδος έχει επιμέρους στρεβλώσεις που πρέπει να εξομαλυνθούν. Υπάρχουν πολυάριθμοι θρόμβοι σε ένα οικονομικό σώμα που δυσκολεύεται να λειτουργήσει αποδοτικά. Το κράτος πρέπει να άρει πλήθος εμποδίων που περιορίζουν την επιχειρηματικότητα και να κατευθύνει τους συρρικνούμενους διαθέσιμους πόρους του σε αυστηρά εποπτικές διεργασίες. Το κράτος πρέπει να ελέγχει τις κρίσιμες παραμέτρους ενός ρυθμιστικού πλαισίου και όχι να αναλώνεται σε κοστοβόρες, γραφειοκρατικές  διαδικασίες που αναπαράγουν το Κράτος.
 
Το εργατικό κόστος
 
Αναφερόμενος στο ζήτημα των ημερών, ο κ. Τσακανίκας εκφράζει την άποψη: «Το εργατικό κόστος είναι πράγματι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας. Δεν είναι όμως ο μόνος, καθώς έννοιες όπως οι υποδομές η ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, η χρήση νέων τεχνολογιών, κ.α παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο. Η βαρύτητα του παράγοντα εργατικό κόστος εξαρτάται τελικά από το είδος των προϊόντων / υπηρεσιών που θέλεις να εμπορευτείς σε διεθνές επίπεδο. Για παράδειγμα ο ανταγωνισμός που δέχεται ο Έλληνας παραγωγός ενός τυποποιημένου μεταποιητικού προϊόντος της μεταποίησης έντασης εργασίας προέρχεται από την Κίνα, την Ινδία, αλλά ακόμα και από γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Τουρκία). Όσο και να βελτιώσει ο παραγωγός αυτός το μοναδιαίο κόστος εργασίας του δεν θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τις χώρες αυτές στο συγκεκριμένο προϊόν. Αν όμως τα προϊόντα που θέλουμε να εμπορευτούμε είναι υψηλότερου τεχνολογικού περιεχομένου, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, τότε εκεί το κόστος εργασίας, αλλά και το κόστος των λοιπών παραγωγικών συντελεστών, το δίκτυο διανομής, το τεχνολογικό περιεχόμενο, η ποιότητα, η διαφοροποίηση προϊόντος και το ποσοστό κέρδους προσδιορίζουν από κοινού την ανταγωνιστικότητα. Δεν θέλουμε να πουλάμε το φθηνότερο κρασί στον κόσμο, αλλά ένα καλό κρασί σε προσιτή τιμή. Τελικά στο σημερινό περιβάλλον όπου απαιτείται αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών είναι πράγματι ένας από τους βασικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες για μακροχρόνια βιωσιμότητα. Η διαδικασία αυτή απαιτεί όμως τη αναβάθμιση της προσαρμοστικής ικανότητας μιας οικονομίας στις ευρύτερες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές μεταβολές, και προϋποθέτει τη βελτίωση της δυνατότητάς της να παράγει, να αποκτάει και να χρησιμοποιεί τη γνώση».
 
 
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ
Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ
 
Η διαπίστωση
 
«Είναι πράγματι απορίας άξιον πώς είναι δυνατό σε μία χώρα με αθροιστική ύφεση από το 2009 της τάξης του 12 με 13% ο πληθωρισμός να μειώνεται μόλις στο 3,3% (από 4%). Παρατηρείται, λοιπόν, έως σήμερα μία ακαμψία στην κίνηση των τιμών προς τα κάτω. Βέβαια, οι προβλέψεις θέλουν το πληθωρισμό να πέφτει το 2012 και το 2013 ίσως και κάτω από το 1%. Ωστόσο, αν αυτό επιβεβαιωθεί, θα οφείλεται στη χαμηλή ζήτηση. Δηλαδή στο γεγονός ότι οι μικροί επιχειρηματίες θα αναγκάζονται να μειώνουν ολοένα και περισσότερο τις τιμές προκειμένου να επιβιώσουν. Με άλλα λόγια, αυτή η εξέλιξη δεν θα οφείλεται στη μείωση του εργατικού κόστους», δηλώνει ο κ. Γιώργος Αργείτης, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ. «Η πραγματική αιτία των υψηλών τιμών στην Ελλάδα είναι το υψηλό περιθώριο κέρδους, από το οποίο απορροφάται η μείωση των μισθών», διαμηνύει, επικαλούμενος τόσο -και- την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ όσο και έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2007.
 
Άλλες εξηγήσεις
 
Ο ίδιος υπογραμμίζει: «Το γεγονός της ακαμψίας των τιμών οφείλεται επίσης στη μεγάλη αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Αν αυτοί οι φόροι ήταν σταθεροί, όντως οι τιμές μπορεί να είχαν μειωθεί ή τουλάχιστον να μην είχαν αυξηθεί. Επίσης, ουσιαστικό ρόλο διαδραματίζει η ολιγοπωλιακή συμπεριφορά της ελληνικής οικονομίας, με ορισμένους ομίλους – καρτέλ να διαμορφώνουν τις τιμές (δεν υπάρχει ισχυρός ανταγωνισμός προς τα κάτω). Γενικότερα, οι τιμές στην Ελλάδα διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό μέσω κερδοσκοπικών πρακτικών. Απουσιάζει, άλλωστε, το ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο θα θεσμοθετεί την υγιή λειτουργία του ανταγωνισμού, τον έλεγχο των τιμών.
 
Τα κλειστά επαγγέλματα
 
Ο κ. Αργείτης αμφισβητεί τις δυνατότητες από την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων: «Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα το επάγγελμα των φαρμακοποιών, αν οριστεί ένα χαμηλό ποσοστό κέρδους, να επιτευχθεί όντως μείωση των τιμών. Ωστόσο, δεν θα λυθεί με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα του πληθωρισμού. Το ζητούμενο είναι τι συμβαίνει με το «καλάθι της νοικοκυράς», όπου δρουν τα καρτέλ, οι κερδοσκόποι και τα ολιγοπώλια. Χρειάζονται κανόνες. Για παράδειγμα, είναι και η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία στον τομέα του πετρελαίου η οποία πιέζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές σε πολλούς τομείς προς τα πάνω».
 
Και στη Βουλή
 
Με ενδιαφέρον αναμένεται η απάντηση των υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης – Ανταγωνιστικότητας – Ναυτιλίας σε σχετική ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, ο οποίος υπενθυμίζει ότι ο σημερινός υπουργός  Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, από τη θέση του αντιπολιτευόμενου βουλευτή στις 13/04/2009 είχε δηλώσει:
 
«Η Κυβέρνηση βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη του καταναλωτή και κλέβει το εισόδημα σκληρά εργαζόμενων πολιτών. Αυτή η κατάσταση κερδοσκοπίας, αισχροκέρδειας, ασυδοσίας οφείλεται σε πολιτικές επιλογές αδράνειας από την μια πλευρά, παράλυσης των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και έλλειψη στρατηγικής για την οικονομίας της χώρας, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.»
 
*Ακολουθούν βασικά σημεία παρουσίασης του επιστημονικού σύμβουλου του ΙΟΒΕ Νίκου Ζόνζηλου, προ ολίγων ημερών:
 

  • Η σημερινή μορφή της ανεργίας στην Ελλάδα είναι Κενσυανού τύπου και απαιτεί ενίσχυση της ζήτησης για να περιοριστεί. Όχι την περιστολή που γίνεται. Η μείωση των μισθών επιτείνει την ύφεση και βελτιώνει οριακά ή και καθόλου την ανταγωνιστικότητα τιμών και το Ε.Ι.

 

  • Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν τόσο ισχυρή θετική επίδραση στη δραστηριότητα, που τελικά δεν επιβαρύνουν το έλλειμμα, ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδότησης τους. Η περικοπή τους τα τελευταία χρόνια για δημοσιονομικούς (αλλά και γραφειοκρατικούς) λόγους ήταν ολέθριο σφάλμα, με δυσμενείς επιπτώσεις στη δραστηριότητα, αλλά και το έλλειμμα.

 

Ads
  • Η μείωση των μισθών δεν βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα τιμών, συμβάλλει οριακά στην εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου.

 

  • Τελικά η μείωση των μισθών απορροφάται κατά κύριο λόγο από τα περιθώρια κέρδους.

 

  • Χρειάζονται αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς στα όρια ή λίγο κατώτερες της αύξησης της παραγωγικότητας, σαν συνθήκη μεσοπρόθεσμης διατηρησιμότητας της ανταγωνιστικότητας τιμών, αλλά και συντήρησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

 

  • Μεμονωμένες εφαρμογές των μέτρων οδηγούν σε αποτυχία. Ιδίως αν εφαρμοστεί η μείωση μισθών, χωρίς να προηγηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά και μέσα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να προηγηθούν οι παρεμβάσεις στην αγορά προϊόντος και να ακολουθήσουν οι πλέον επώδυνες της αγοράς εργασίας.

 

  • Η απασχόληση καθορίζεται και εδώ σχεδόν αποκλειστικά από τη ζήτηση εργασίας των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι διστακτικές σε προσλήψεις, όχι επειδή ο μισθός είναι υψηλός, αλλά διότι δεν μπορούν να διαθέσουν την παραγωγή τους, πέραν του επιπέδου που καθορίστηκε από τη ζήτηση στην αγορά προϊόντος.

 

  • Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η έλλειψη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, μια σαφώς ευρύτερη έννοια,  που περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων, όπως η ποιότητα, η άρση εμποδίων και αντικινήτρων στην ίδρυση επιχειρήσεων, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η γραφειοκρατία, η απονομή της δικαιοσύνης, η πάταξη της διαφθοράς  κλπ. Προς αυτή την κατεύθυνση όμως ελάχιστα έγιναν.