Στις 6 Νοεμβρίου, την ημέρα που ανακοινώθηκε το γενικό, πανελλαδικό lockdown, τα ημερήσια κρούσματα κορονοϊού ήταν 2.447. Στις 10 Φεβρουαρίου, όταν τέθηκε σε εφαρμογή το «σκληρό» lockdown στην Αττική, τα ημερήσια κρούσματα ήταν 1.323. Προχθές 23 Φεβρουαρίου τρισίμισι μήνες μετά την έναρξη του πρώτου lockdown και σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την εφαρμογή της… εμβόλιμης, δεύτερης καραντίνας, τα κρούσματα εκτινάχθηκαν στα 2.147. Χθες ήταν 1.913, με τον δείκτη θετικότητας – ο οποίος ίσως είναι και το πιο αξιόπιστο στατιστικό στοιχείο – να βρίσκεται στο 3,88% όταν όριο ασφαλείας θεωρείται το 2%.

Ads

Με αυτούς τους αριθμούς πήγε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο υπουργικό συμβούλιο για να χαιρετίσει τα «θετικά νέα», τα οποία όπως είπε συνίστανται στην «επιτυχία» της χώρας στους εμβολιασμούς». Η οποία επιτυχία «δημιουργεί και κάποια αισθήματα γενικότερου εφησυχασμού» – «εφησυχασμού» που, κατά τον πρωθυπουργό, ευθύνεται και για την έκρηξη των κρουσμάτων. Ο «εφησυχασμός» δεν είναι παρά η άλλη εκδοχή της ατομικής ευθύνης, που επιστρατεύεται για μια ακόμη φορά από τον πρωθυπουργό για να καλύψει το πασιφανές: την αποτυχία των αλλεπάλληλων lockdown που οδηγούν πλέον σε πλήρη διάλυση την οικονομία χωρίς να έχουν αποφέρει το παραμικρό αποτέλεσμα στην ανάσχεση της πανδημίας.

Ό,τι δεν λέει, βεβαίως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένοντας εδώ κι έναν χρόνο στην αποκλειστικά επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης, το λένε ευθέως πια οι επιστήμονες. Ο ερευνητής Γιώργος Παυλάκης από τις ΗΠΑ χαρακτήρισε το lockdown «καραντίνα μούφα»: «Αυτό το lockdown δεν είναι τίποτα τρομερό, όταν είναι ανοιχτά εργοστάσια, ΜΜΜ, επιχειρήσεις και μετακινείται τόσος κόσμος» είπε, και προειδοποίησε ότι «θα είναι τρέλα να ανοίξει η αγορά και τα σχολεία».

Ο καθηγητής Αναλυτικής Χημείας, Νίκος Θωμαΐδης, είπε στον ΑΝΤ1, πως «παρατηρώντας την κινητικότητα δεν μπορούμε να πούμε ότι εφαρμόζεται ένα σκληρό lockdown», και ο καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης είπε – διακριτικά – το αυτονόητο: Ότι, αντί γενικών απαγορεύσεων που επιβάλλονται απλώς για να μην τηρούνται, καλό θα ήταν να εφαρμοστούν πιο «έξυπνα μέτρα», που θα διοχετεύουν τους πολίτες σε πιο στοχευμένες δραστηριότητες. «Να το πω απλά, αντί να πάει κάποιος στο παγκάκι με ένα φίλο του να πιει ένα καφέ, να κάτσουν σε ένα τραπέζι έξω», είπε ο κ. Δερμιτζάκης.

Ads

Πίσω από την αποτυχία του «ακορντεόν», των αλλεπάλληλων lockdown και των ατεκμηρίωτων περιοριστικών μέτρων – από τα λουκέτα στα περίπτερα έως την απαγόρευση κυκλοφορίας στις 6 το απόγευμα – οι ειδικοί δείχνουν επίσης τις δύο βασικές πηγές διάδοσης του κορονοϊού που δεν επιχειρήθηκε ποτέ να αντιμετωπιστούν από την κυβέρνηση: τους χώρους εργασίας όπου κανέναν έλεγχος δεν υφίσταται, και τα μέσα μαζικής μεταφοράς όπου κανένα μέτρο δεν έχει ληφθεί από την αρχή της πανδημίας παρά τις υποσχέσεις.

«Αν πρέπει να ανοίξουμε ή όχι, δεν το ξέρω», είπε χθες η καθηγήτρια Ιατρικής Αθηνά Λινού, τονίζοντας: «Ξέρω ότι η κυβέρνηση πρέπει να διαθέσει χρήματα για να πάρει επιπλέον μέτρα. Εφόσον συνεχίζεται ο συνωστισμός στα μέσα μεταφοράς, θα συνεχίσουμε να έχουμε διασπορά. Αν δεν αυξήσουμε τις αιίθουσες των σχολείων και δεν μειωθούν οι μαθητές ανά τάξη, θα έχουμε διασπορά. Αν δεν πάμε στις βιομηχανίες, όπου είναι αναγκαστική η φυσική παρουσία, να πάνε γιατροί να εκτιμήσουν για τον καθένα τον κίνδυνο, θα συνεχίσουμε να έχουμε πρόβλημα, το οποίο δεν θα λυθεί από το κλείσιμο και θα καταστρέφουμε την οικονομία. Να λυθεί το θέμα των αποστάσεων γρήγορα. Δεν μπορούμε να επιβαρύνουμε μόνο τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στο Δημόσιο να μην παίρνονται μέτρα».

Απάντηση επ’ αυτών δεν δίνεται εδώ κι έναν χρόνο, ούτε αναμένεται να δοθεί και στην σημερινή συνεδρίαση της επιτροπής του υπουργείου Υγείας όπου θα συζητηθεί ο χρόνος (νέας) παράτασης του lockdown. Όπως δεν δίνεται απάντηση και στο θέμα της αναξιοπιστίας των επιδημιολογικών στοιχείων, που επίσης έθεσε η Αθηνά Λινού: «Ο πρωθυπουργός δεν είναι καλά πληροφορημένος. Ο δείκτης θετικότητας παραμένει σταθερά υψηλός αρκετές ημέρες τώρα», είπε, εξηγώντας: «Δεν δίνονται όλα τα στοιχεία. Δεν έχουμε διαφάνεια ως προς τα στοιχεία. Άλλο να ξέρω ότι στα βόρεια προάστια έχω 100 κρούσματα σε 1.000 τεστ κι άλλο 100 κρούσματα σε 10.000 τεστ. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για τρομερή έξαρση».