Σοβαρές αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο προκάλεσε η συνέντευξη του Πρωθυπουργού στη Γερμανική Βild για τη βίαιη απολιγνιτοποίηση της χώρας και επισήμανση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τα οφέλη που θα έχουν οι γερμανικές εταιρείες. Ταυτόχρονα με την κριτική για τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, η απόφαση προκαλεί τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος στη Δυτική Μακεδονία, όπου η τοπική κοινωνία αγνοείται πλήρως.

Ads

Η ατυχής διατύπωση του Κυριάκου Μητσοτάκη θυμίζει μάλλον υποτελή χώρα που υπονομεύει τα συμφέροντά της προς όφελος των γερμανικών εταιριών: «Κλείνουμε όλα τα ανθρακωρυχεία μας στη βόρεια Ελλάδα, νωρίτερα από τη Γερμανία. (…) Και, βεβαίως, θα επωφεληθούν και γερμανικές εταιρείες. Η RWE σύναψε συμφωνία με τη ΔΕΗ για την εγκατάσταση ενός πολύ μεγάλου φωτοβολταϊκού πάρκου στη θέση όπου υπήρχε μια παλιά λιγνιτική μονάδα (…) Είναι και προς το συμφέρον γερμανικών εταιρειών, επειδή θέλω να αλλάξω το αφήγημα»

Όπως σχολιάστηκε, η δήλωση δείχνει ότι η Ελλάδα δεν είναι απλώς ο “προβλέψιμος” και δεδομένος πολιτικός σύμμαχος, όπως είχε αναφέρει ο Πρωθυπουργός στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά είναι και ο “ωφέλιμος” σύμμαχος. Η κριτική εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει συμφέρον για την ελλάδα αλλά ούτε και δέσμευση για να επιταχυνθεί η απο-λιγνιτοποίηση ήδη από το 2023 προκαλώντας  “σοκ και δέος”.

Γιατί τόση βιασύνη;

Η κυβέρνηση φρόντισε να ανατρέψει όλο το σχεδιασμό που υπήρχε και προβλεπόταν στο, ήδη ψηφισμένο από το 2018, Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, για τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση της χώρας στη βάση των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων με σταδιακή προσαρμογή του ενεργειακού μείγματος από το 2030 και ορίζοντα το 2040, με προβλέψεις εναντίον της “ενεργειακής φτώχειας”.  Όπως σημείωνε: «Η αξιοποίηση των εγχωρίων κοιταγμάτων λιγνίτη προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να συμβάλλει σημαντικά στην ασφάλεια εφοδιασμού και τη συγκράτηση της ενεργειακής εξάρτησης, αν και η χρήση του θα βαίνει μειούμενη τα επόμενα χρόνια στην ηλεκτροπαραγωγή με παράλληλη όμως αύξηση της διείσδυσης των εγχώριων ΑΠΕ» .

Ads

Μάλιστα,  η Γερμανία  τοποθετεί τη δική της αποδέσμευση από το λιγνίτη το 2038 με ένα εντυπωσιακό αντισταθμιστικό μπόνους 40 δις ευρώ, όπως και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες σαν την Πολωνία και τη Τσεχία. Το νέο, αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο της ΝΔ, κατατάσσει την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της αξιολόγησης για την απολιγνιτοποίηση και απανθρακοποίηση στην Ε.Ε.σύμφωνα με το ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ

Με τη βίαιη μετάβαση, η χώρα θα ενισχύσει υπερβολικά την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο, ένα εισαγόμενο καύσιμο, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή της ασφάλεια και την εθνική οικονομία  ενώ θα αυξήσει το κόστος της ενέργειας, συνολικά. Ταυτόχρονα όμως, όπως ομολογεί ο Πρωθυπουργός, θα ενισχύσει τα συμφέροντα των γερμανικών εταιριών όπως η RWE και γενικότερα θα ανοίξει μια αγορά που θα εκμεταλλευτούν όχι μόνο σε επίπεδο εμπορικό αλλά και σε επίπεδο τεχνολογίας.

Όπως συμβαίνει νομοτελειακά κάθε φορά που η Ελλάδα “ιδιωτικοποιεί”, ο “ανταγωνισμός” εξαφανίζεται και το κόστος για τον πολίτη εκτινάσσεται.  Ο Υπουργός Περιβάλλοντος Κωστής Χατζηδάκης, περιγράφει τα σχέδια της κυβέρνησης με πανηγυρικό τόνο υποσχόμενος ως και 1,5 δις ευρώ ως αντιστάθμισμα από το Πακέτο Ανάκαμψης. Η ρητορική του, όπως σχολιάζουν σκωπτικά τοπικοί παράγοντες στην Κοζάνη, αρχίζει να θυμίζει έντονα τα εκατομμύρια που υποσχόταν ότι θα εξοικονομεί το κράτος από την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής . Αυτό που φοβούνται αρκετοί είναι ότι οι όποιοι πόροι  προκύψουν θα έρθουν από την ΕΕ αλλά θα καταλήξουν στη γερμανική  RWE, την εμπλοκή της οποίας προαναγγέλλει ο Πρωθυπουργός, και τους 5-6 εγχώριους ομίλους που θα πάρουν το δικό τους μερίδιο από την ιδιωτικοποίηση και την κατάργηση υποδομών της ΔΕΗ.

Απούσα η κοινωνία , πληροφορείται από τα ΜΜΕ

Η τοπική κοινωνία στη Δυτική Μακεδονία αγνοείται συστηματικά εδώ και αρκετούς μήνες από την κυβέρνηση σαν να μην την αφορά καθώς ακόμη και οι “γαλάζιοι” αυτοδιοικητικοί πληροφορούνται από τα ΜΜΕ τις αποφάσεις που λαμβάνονται για αυτούς, χωρίς αυτούς.

Οι επιπτώσεις θα είναι δραματικές για την περιοχή της Κοζάνης και Φλώρινας ευρύτερα. Υπολογίζεται ότι πάνω από 30 χιλιάδες θέσεις εργασίας  θα χαθούν άμεσα ενώ πολλαπλάσιες θα είναι οι συνέπειες γενικότερα στην οικονομία που είναι απολύτως προσανατολισμένη στην ηλεκτροπαραγωγή. Πρόκειται για ένα σενάριο καταστροφής χωρίς προηγούμενο στην Ελλάδα. Άλλωστε, η θεωρία ότι μια μεγάλη  περιοχή, θα αλλάξει σε δύο χρόνια το παραγωγικό πρότυπο 60 ετών και θα στραφεί σε άλλες δραστηριότητες, κινείται κόντρα σε κάθε οικονομική αλλά και κοινή λογική.

Ενώ ο Πρωθυπουργός απευθύνεται στους Γερμανούς βιομηχάνους, οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας παραμένουν στο σκοτάδι. Αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι ο Συντονιστής για τη Δίκαιη Μετάβαση” Κωνσταντίνος Μουσουρούλης, θα βρεθεί σε λίγες μέρες στην περιοχή για να ενημερώσει, κατόπιν εορτής, τις τοπικές κοινωνίες. Όμως οι προσδοκίες είναι μηδενικές καθώς εκτιμάται ότι δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρό σχέδιο αν δεν έχει ένα ορίζοντα τουλάχιστον 15 ετών ώστε να εξασφαλίσει μια ομαλή και σταδιακή μετάβαση, που θα εξισορροπεί τις επιπτώσεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και θα προϋποθέτει ισχυρή οικονομική στήριξη.

Οι παράπλευρες αρνητικές επιπτώσεις αναμένεται ότι θα αγγίξουν ακόμη και το φτηνό δίκτυο της τηλεθέρμανσης που απολαμβάνει τόσο ο Νομός Κοζάνης όσο και η Μεγαλόπολη, ενώ ερωτηματικό αποτελεί η τύχη των υδροηλεκτρικών εργοστασίων αλλά και των σύγχρονων μονάδων όπως η Μονάδα 5, με αντιρρυπαντική τεχνολογία που κοστίζει 1,2 δις και θα λειτουργήσει, ουσιαστικά, ελάχιστα χρόνια.

Η επίκληση του Green Deal

Ένα από τα επιχειρήματα που προωθείται, είναι πως η μετάβαση αυτή επιβάλλεται από μια “πράσινη ανάπτυξη” που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση. Προφανώς και η μείωση του ανθρακικού και του λιγνιτικού αποτυπώματος καθώς και η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ είναι ζητούμενο για όλη την Ευρώπη, αναφέρεται σε πολιτικό και σε επιστημονικό επίπεδο.  Αλλά αυτό πρέπει να γίνει σταδιακά.  Άλλωστε, για την κυβέρνηση που έχει κατεδαφίσει τη νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, η επίκληση της οικολογίας, δεν πείθει αρκετά. Επί του προκειμένου, παρότι η περιβαλλοντική επιβάρυνση του φυσικού αερίου σε σχέση με το λιγνίτη είναι μικρότερη, ωστόσο δεν είναι αμελητέα. Παραμένει ένα ορυκτό καύσιμο και όχι καθαρή ενέργεια.

Πολλοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι πίσω από το “green deal”, μια σειρά από πολύ συγκεκριμένους οικονομικούς παίκτες “παίρνουν θέση” ώστε να ελέγξουν την τεχνολογία και την αγορά της “πράσινης ανάπτυξης” η οποία θα απορροφήσει τεράστιους πόρους από το πακέτο ανάκαμψης, αλλά θα έχει πολύ περιορισμένη διάχυση της ωφέλειας στην κοινωνία.