«Η Ελλάδα πάει καλύτερα, οι Έλληνες όχι τόσο», «Η Αθήνα έχει κάνει πολλές μεταρρυθμίσεις, απέφυγε όμως τις σημαντικότερες», είναι οι τίτλοι του δισέλιδου αφιερώματος της Le Monde, με ρεπορτάζ από την Ελλάδα. Στο δημοσίευμα σημειώνεται η δυσκολία υποστήριξης του «success story» σε επίπεδο πραγματικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται σκληρή. Παράλληλα γίνεται λόγος για «αίσθημα παραίτησης» της ελληνικής κοινωνίας.

Ads

Ο πρώην ανταποκριτής της Le Monde στην Αθήνα, Αλέν Σαλ, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από οκτάμηνη απουσία, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο είναι ορατές οι αλλαγές στη χώρα. 

«Ύστερα από οκτώ μήνες απουσίας οι αλλαγές δεν είναι καθόλου εμφανείς», αναφέρει. «Υπάρχει καλυτέρευση στα οικονομικά δεδομένα, που όμως δεν είναι ακόμη αισθητή στην καθημερινότητα του λαού», σημειώνει στον υπότιτλο του αφιερώματος.

«Τα καφέ είναι πάντα γεμάτα, τα μαγαζιά και τα διαμερίσματα είναι γεμάτα πωλητήρια ή ενοικιαστήρια, οι άστεγοι κοιμούνται πάντα στις τέσσερις γωνιές της πόλης. Πάει άραγε καλύτερα η Ελλάδα;» αναρωτιέται.

Ads

Αναφέρεται στην επιστροφή της χώρας στις αγορές με επιτόκιο γύρω στο 5% και τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Σημειώνει επίσης ότι η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ χαιρέτισε τις προσπάθειες του ελληνικού λαού, θέλοντας «να δείξει πριν από τις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου, ότι η πολιτική της λιτότητας δίνει αποτελέσματα». Παράλληλα ο πρωθυπουργός «προσπαθεί να περάσει παντού το μήνυμα του “succes story” για την ανάκαμψη της Ελλάδας», προσθέτει.

Βγαίνοντας όμως, κατά το ρεπορτάζ, στους δρόμους της Αθήνας, μιλώντας με τον κόσμο και με παλιούς γνωστούς, ο Αλέν Σαλ διαπιστώνει τις δυσκολίες υποστήριξης της έννοιας για το «succes story» με δεδομένη τη σκληρή καθημερινότητα που αντιμετωπίζει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Παράλληλα, ο δημοσιογράφος  διαπιστώνει ένα «αίσθημα παραίτησης» της ελληνικής κοινωνίας για την κατάσταση που κυριαρχεί, «πράγμα που ευνοεί την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία μετά από δύο χρόνια διαχείρισης της κρίσης … αντιστέκεται στην επίθεση που δέχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ». 

Aναφέρεται, ακόμη, στο πολυνομοσχέδιο και στον ελάχιστο χρόνο που είχαν οι βουλευτές για να το μελετήσουν, καθώς και στο γεγονός ότι η τρόικα βάζει «όλες τις μεταρρυθμίσεις στο ίδιο καλάθι».

Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν γίνει πολλές μεταρρυθμίσεις όπως ο εκσυγχρονισμός των εφοριών, το ότι οι φορολογικές δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά, ότι έκλεισαν οι αναποτελεσματικές εφορίες, ότι μέσω της μηχανοργάνωσης εντοπίζεται ευκολότερα η διαφθορά με συνέπεια εντυπωσιακές συλλήψεις.
 
Παρόλα αυτά, επισημαίνει, η φορολογική μεταρρύθμιση δεν έχει γίνει ακόμη, δεν έχει υπάρξει απλοποίηση με συνέπεια κάθε νέος νόμος προστίθεται στον προηγούμενο με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το «ελληνικό φορολογικό μιλφέιγ». 
 
Ο Σαλ εκτιμά ότι η κυβέρνηση και η τρόικα είχαν ανάγκη από γρήγορα αποτελέσματα που έρχονται σε αντίθεση με τις βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Παραθέτοντας την άποψη Ευρωπαίου αξιωματούχου ο συντάκτης σημειώνει ότι «υπήρξε μια αντικειμενική συμμαχία ανάμεσα στην τρόικα και την κυβέρνηση να γίνουν μόνο προσαρμογές στον προϋπολογισμό. Η τρόικα λειτουργεί ως πιστωτής με βραχυπρόθεσμους στόχους. Και οι ελληνικές κυβερνήσεις επίσης, αποφεύγουν τις σε βάθος μεταρρυθμίσεις προτιμώντας και αυτές τις βραχυπρόθεσμες προσαρμογές, πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων υποδομών για τη μεταρρύθμιση του κράτους».