Ads

Οι μεγάλοι κερδισμένοι εν μέσω της οικονομικής κρίσης είναι οι τράπεζες της ΕΕ, καθώς ήταν οι μόνες που έλαβαν χρήματα, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους κλάδους της οικονομίας, που υπέστησαν περικοπές.
 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Κομισιόν, η κρατική βοήθεια που χορηγήθηκε στον τραπεζικό τομέα στην ΕΕ ανήλθε συνολικά στο 1,6 τρισ. ευρώ στο διάστημα από την έναρξη της χρηματοοικονομικής κρίσης τον Οκτώβριο του 2008 έως τα τέλη Δεκεμβρίου του 2011.
 
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ της ΕΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία για τις κρατικές ενισχύσεις που αναφέρονται στο 2011.
 
Στη συντριπτική τους πλειονότητα, ποσοστό 67%, οι βοήθειες αυτές αφορούν δημόσιες εγγυήσεις για τη χρηματοδότηση των τραπεζών, όπως προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δόθηκαν στη δημοσιότητα.
 
Το 2011 ήταν εξάλλου το τελευταίο κατά το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εφάρμοσε τους προσωρινούς κανονισμούς για τα πακέτα τόνωσης της οικονομίας, την κρατική βοήθεια προκειμένου να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία σε περιόδους κρίσεων. Αυτού του τύπου η βοήθεια, το 2011 αντιστοιχούσε σε 48 δισ. ευρώ – ήτοι στο 0,037% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ – και ήταν μειωμένη κατά 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
 
Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα στοιχεία αυτά αντανακλούν την ισχνή προσφυγή σε τέτοιου είδους βοήθειες από πλευράς των επιχειρήσεων και τη δημοσιονομική στενότητα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα κράτη.
 
Το σύνολο των κρατικών επιχορηγήσεων που δεν συνδέονται με την κρίση έχει μειωθεί, φθάνοντας τα 64,3 δισ. ευρώ το 2011, ήτοι το 0,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
 
Πρόκειται για «μία μακρόπνοη καθοδική τάση», επισημαίνει ο Αντουάν Κολομπανί, εκπρόσωπος του Ευρωπαίου Επιτρόπου για τον Ανταγωνισμό Χοακίν Αλμούνια, υπογραμμίζοντας πως οι βοήθειες αυτές ανταποκρίνονταν στο 2% του ΑΕΠ της ΕΕ στη δεκαετία του ’80.
 
Τέλος, σύμφωνα με τους πίνακες των στοιχείων, στα τέλη του Ιουνίου 2012, περίπου το 85% του συνολικού ποσού των παράνομων κρατικών βοηθειών – παρανόμων διότι αντιβαίνουν στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τον ανταγωνισμό – επιστράφηκαν από όσους ευνοήθηκαν στις αρχές. Οι επιστροφές αυτές ανήλθαν σε 13,5 δισ. ευρώ.