Με ιστορία που κρατά από τη δεκαετία του ’90 και χαρακτηριστικά που θυμίζουν οικογενειακή μαφία δρούσαν τα δυο τεράστια κυκλώματα, αποτελούμενα κυρίως από Ρομά, που διέπρατταν διαρρήξεις σε πολυτελείς κατοικίες της Αττικής και της περιφέρειας. Από την αστυνομία χαρακτηρίζονται από τα μεγαλύτερα που έδρασαν ποτέ στη χώρα. Στα κυκλώματα εμπλέκονται ακόμη δυο κοσμηματοπώλες του Κολωνακίου αλλά και αστυνομικοί. 

Ads

Τα μέλη των κυκλωμάτων δήλωναν άνεργοι, δεν είχαν καμία επαγγελματική δραστηριότητα ή άλλους πόρους αλλά ζούσαν πολυτελή ζωή. Κυκλοφορούσαν ως bon viveur με πολυτελή αυτοκίνητα, όπως Porce και έμεναν σε πολυτελείς μεζονέτες, σε περιοχές της Δυτικής Αττικής και της Θεσσαλονίκης. 

image

Τα δύο κυκλώματα είχαν γίνει πονοκέφαλος για τους ιδιοκτήτες πολυτελών οικιών και την αστυνομία. Η οργάνωσή τους ήταν «επαγγελματική» και είχε, από ομάδες κρούσης έως ομάδες υποστήριξης, σε όλους τους τομείς.

Ads

Οι δράστες εκτός από τις κλοπές επιδίδονταν συστηματικά σε βανδαλισμούς των οικιών, προκαλώντας σε αυτές και στον εξοπλισμό τους μεγάλες υλικές ζημιές. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις άφηναν ακόμα και τις βρύσες ανοικτές προκειμένου να πλημμυρίσουν τις οικίες. Πολλά από τα σπίτια που «χτύπησαν» είναι οικίες γνωστών προσώπων του ελληνικού σταρ σίστεμ, όπως η Άννα Βίσση. 

Δείτε το βίντεο με τα ευρήματα 

image

image

Τα αυτοκίνητα του «στόλου» της μαφίας

Η δράση των δυο κυκλωμάτων οδηγεί πίσω στο 1990 και τη φαμίλια γνωστού τσιγγάνου που τον αποκαλούσαν Ρίγκο. Στα δυο τωρινά κυκλώματα εμπλέκονται απόγονοί του. Επιδίδονταν κυρίως σε κλοπή κοσμημάτων μεγάλης αξίας τα οποία μεταπωλούσαν. 

Μέλος του κυκλώματος που είχε πρόσβαση στην υψηλή κοινωνία μεταπωλούσε τα κοσμήματα απευθείας σε καλούς πελάτες – οι οποίοι εν γνώση τους αγόραζαν τα κλοπιμαία – ενώ άλλα πωλούνταν σε δημοπρασίες στη Γερμανία ή ακόμη και σε καλά κοσμηματοπωλεία της Αθήνας. 

image

image

Για την υπόθεση προσήχθησαν περίπου 70 κοσμηματοπώλες και χρυσοχόοι ενώ φέρεται να υπάρχουν στοιχεία που αφορούν σχέσεις μελών του κυκλώματος με δυο μεγάλα κοσμηματοπωλεία, το ένα στο Κολωνάκι και το άλλο στο Σύνταγμα. 

Αναφορικά με τους αστυνομικούς που εμπλέκονται αυτοί φέρεται να βοηθούσαν τους δράστες των διαρρήξεων σε επίπεδο πληροφοριών. Κατηγορούνται για κατάχρηση εξουσίας και δωροδοκία τρεις αστυνομικοί, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για άλλους επτά.

Πώς δρούσαν τα κυκλώματα

  • Ήταν διαρθρωμένα σε δομικό μοντέλο «μαφίας οικογενειακού σχήματος»

  • Λειτουργούσαν με βάση σχεδιασμό, που προέβλεπε αυτοτελή και αυτόνομη δράση

  • Είχαν κατανείμει διακριτούς ρόλους, σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας

  • Κατηύθυναν και συντόνιζαν τις ενέργειες τους, σε προκαθορισμένους χρονικά και γεωγραφικά χώρους και περιοχές

  • Διέθεταν επιμέρους βραχίονες, που κάλυπταν όλο το πλέγμα της δράσης τους, από την πληροφοριακή υποστήριξη και τα προπαρασκευαστικά στάδια μέχρι τον τρόπο διάθεσης των κλοπιμαίων και τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων τους

  • Στο αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένη επιχειρησιακή μεθοδολογία και τεχνογνωσία, ενώ λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προστασίας για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη από τις αστυνομικές Αρχές

image

image

Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης για την εξάρθρωση των κυκλωμάτων:

  • Συνελήφθησαν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές 41 μέλη του εγκληματικού δικτύου.

  • Έγιναν περισσότερες από (60) έρευνες και

  • Κατασχέθηκαν – μεταξύ άλλων – πάνω 600.000 ευρώ σε μετρητά, (120) κιλά ασημιού σε ράβδους, φύλλα χρυσού, χρυσές λίρες, πλήθος χρυσαφικών – κοσμημάτων μεγάλης αξίας και περισσότερα από (60) πολυτελή οχήματα.

Σύμφωνα με τον διευθυντή της Ασφάλειας Αττικής, που παρουσίασε τα ευρήματα στην σχετική συνέντευξη τύπου της ΕΛΑΣ, τα μέλη του εγκληματικού δικτύου εμπλέκονται σε εκατοντάδες περιπτώσεις ληστειών και διαρρήξεων, ενώ το οικονομικό όφελος που αποκόμισαν εκτιμάται ότι ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν συνδεθεί προανακριτικά με (300) περίπου υποθέσεις.

Οι δράστες 

Αναφορικά με τους συλληφθέντες, πρόκειται για 41 άτομα, ηλικίας από 19 έως 66 ετών (38 ημεδαποί, 1 υπήκοος Συρίας, 1 υπήκοος Αλβανίας και 1 ομογενής από το Καζακσταν).

Ταυτόχρονα, έχουν ταυτοποιηθεί άλλα 48 άτομα για τη συμμετοχή τους στις παράνομες δραστηριότητες των οργανώσεων, οι οποίοι και αναζητούνται για να συλληφθούν, μεταξύ των οποίων και τρεις αστυνομικοί.

Τα τεχνάσματα 

  • Παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου της Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων, στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν, με σκοπό την άμεση ενημέρωση των συνεργών τους και την έγκαιρη διαφυγή τους σε περίπτωση κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων. Μάλιστα, γνώριζαν πολύ καλά την κωδικοποίηση των σημάτων και των εντολών των ενδοασυρματικών επικοινωνιών, για τις οποίες είχαν ενημερωθεί από τους αστυνομικούς συνεργούς τους.

  • Χρησιμοποιούσαν κατάλληλο εξοπλισμό κατά τη διάπραξη των κλοπών όπως γάντια και αυτοσχέδιες κουκούλες, με σκοπό το δυσχερή εντοπισμό αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού.

  • Παραλάμβαναν τον εξοπλισμό τους (κινητά τηλέφωνα, διαρρηκτικά εργαλεία, κουκούλες, γάντια κ.λπ.) από ειδικά διαμορφωμένους χώρους, πριν από την τέλεση των διαρρήξεων.

  • Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, ενεργοποιημένες με στοιχεία άλλων ατόμων ( ghost phones ), ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία.

  • Χρησιμοποιούσαν «στόλο» οχημάτων μεγάλης ιπποδύναμης, τα οποία τα μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστα ή και ανύπαρκτα άτομα. Επιπλέον, για το δυσχερή εντοπισμό των οχημάτων τους, αφαιρούσαν πινακίδες κυκλοφορίας από άλλα οχήματα και τις τοποθετούσαν στα δικά τους, φροντίζοντας να αλλάζουν συνεχώς τα χαρακτηριστικά τους με τη χρήση μεμβρανών διαφορετικού χρώματος.

  • Επέλεγαν για την οδήγηση των οχημάτων τους έμπειρους οδηγούς, οι οποίοι λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης (για παράδειγμα πραγματοποίηση ελιγμών, αυξομείωση ταχύτητας κ.λπ.). Επίσης, σε περιπτώσεις εντοπισμού τους από αστυνομικούς, ακολουθούσε πάντα καταδίωξη και δεν δίσταζαν ακόμα και να εμβολίσουν τα αστυνομικά οχήματα.

image

image

Το πρώτο κύκλωμα 

Η πρώτη εγκληματική οργάνωση αποτελούνταν από (4) αυτοτελείς επιχειρησιακές υποομάδες, τις οποίες διεύθυναν (4) αρχηγικά μέλη. Τα αρχηγικά μέλη ήταν επιφορτισμένα με το συντονισμό των περιοχών, των χρονικών διαστημάτων και των στόχων που θα «επιχειρούσαν», ώστε η δράση της ομάδας τους να μην συμπίπτει με αυτή των άλλων υποομάδων.

Οι επιμέρους ομάδες πραγματοποιούσαν, διαρρήξεις σε πολυτελείς κατοικίες , από τις οποίες αφαιρούσαν χρήματα, κοσμήματα, χρηματοκιβώτια και άλλα τιμαλφή.

Σημαντικό ρόλο στη δράση της οργάνωσης διαδραμάτιζε μία από τις υποομάδες, η οποία αποτελούνταν από επίλεκτα μέλη και των άλλων τριών και δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά στη διάρρηξη γραφείων εργοστασίων και εταιριών. Στην περίπτωση αυτή, αφαιρούσαν συνήθως χρηματοκιβώτια, που περιείχαν μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως επίσης προέβαιναν στην διάρρηξη αυτόματων μηχανημάτων ανάληψης χρημάτων (Α.Τ.Μ.) τόσο στην Αττική, όσο και στην ευρύτερη επικράτεια.

Αναφορικά με τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης εγκληματικής ομάδας, μεταξύ άλλων προκύπτει ότι τα μέλη της προέβαιναν σε αποπροσανατολιστικά τηλεφωνήματα στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης, καταγγέλλοντας ψευδή περιστατικά σε σημεία, τα οποία απείχαν γεωγραφικά από την περιοχή δράσης τους.

Όπως προέκυψε μέχρι στιγμής από την εξέλιξη της έρευνας, η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε περισσότερες από (250) περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων σε διάφορες περιοχές της Αττικής και κυρίως στα Βορειαονατολικά Προάστια (Κηφισιά, Εκάλη, Νέα Ερυθραία, Άγιο Στέφανο, Πικέρμι, Ραφήνα κ.λπ.) καθώς και σε περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης.

Το δεύτερο κύκλωμα 

Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση διέπραττε κλοπές – διαρρήξεις σε οικίες κυρίως της Δυτικής Αττικής, όπου αφαιρούσαν χρήματα, χρηματοκιβώτια και άλλα τιμαλφή.

Τη συγκεκριμένη οργάνωση διηύθυνε ένα μέλος της και κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι χρησιμοποιούσε ως «επιχειρησιακά» οχήματα, συνηθισμένα μικρά αυτοκίνητα πόλης, ώστε να μην προκαλούν την προσοχή των διωκτικών Αρχών και των πολιτών.

Για τη συγκεκριμένη εγκληματική ομάδα προκύπτει, ότι είχε επεκτείνει τη δράση της και σε άλλες περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα στην Αλεξανδρούπολη, τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Ορεστιάδα κ.λπ. Παράλληλα, το αρχηγικό της μέλος με σκοπό τον εντοπισμό κατάλληλων προς διάρρηξη οικιών, πραγματοποιούσε συχνά ταξίδια στις προαναφερόμενες πόλεις και με τη βοήθεια μελών που διαβιούσαν σε αυτές, προχωρούσαν σε προπαρασκευαστικές πράξεις και στη συνέχεια σε διαρρήξεις και κλοπές.

Στο πλαίσιο της εγκληματικής της δραστηριότητας, τα μέλη της, πραγματοποίησαν περισσότερες από (50) περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων.

Σε περισσότερες από (60) έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, παρουσία δικαστικών λειτουργών, σε κατοικίες, καταστήματα και άλλους χώρους των δραστών, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, χρηματικό ποσό που ξεπερνά τις 600.000 ευρώ, τραπεζικά βιβλιάρια καταθέσεων με μεγάλα χρηματικά ποσά, χρυσές λίρες και φύλλα χρυσού, ράβδοι ασημιού άνω των 120 κιλών, πλήθος κοσμημάτων – χρυσαφικών, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.

Επιπλέον, βρέθηκαν πυροβόλα όπλα, φυσίγγια, μαχαίρια, ασύρματοι και πολύ μεγάλος αριθμός διαρρηκτικών εργαλείων, όπως κατσαβίδια, κόφτες, τροχοί κ.λπ., κινητά τηλέφωνα, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών καθώς και ποσότητες ναρκωτικών.

Τέλος, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους βρέθηκαν και κατασχέθηκαν περισσότερα από (60) οχήματα μεταξύ των οποίων, τα «επιχειρησιακά» τους οχήματα και μεγάλος αριθμός υπερπολυτελών αυτοκινήτων.

Το κατηγορητήριο 

Οι δράστες με την κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία οδηγήθηκαν στις αρμόδιες Εισαγγελικές αρχές. Βαρύνονται, κατά περίπτωση, για τα αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της ληστείας και των διακεκριμένων κλοπών, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, κατ’ εξακολούθηση, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της πλαστογραφίας και της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά.