“Παράδειγμα συμφιλίωσης και ευκαιρία για την ενίσχυση των σχέσεων καλής γειτονίας”, που “προωθεί ακόμη περισσότερο την πολιτική και οικονομική συνεργασία χαρακτήρισε η Κομισιόν τη Συμφωνία των Πρεσπών, στην απάντηση που έδωσε δια του Επιτρόπου Γιοχάνες Χαν, αρμόδιου για θέματα Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση, ύστερα από σχετική ερώτηση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη.

Ads

Η ερώτηση που κατατέθηκε το φθινόπωρο του 2018 αφορούσε στην ενίσχυση των επενδύσεων στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία, σε συνέχεια της -επικείμενης τότε- επικύρωσης της συμφωνίας για την ονομασία.

Ο Δημ. Παπαδημούλης ρωτούσε την Κομισιόν “με ποιον τρόπο εκτιμά πως θα επηρεάσει η Συμφωνία των Πρεσπών τους ρυθμούς ανάπτυξης, τις επενδύσεις και τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων στα Δυτικά Βαλκάνια, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα και στην ΠΓΔΜ”, και ο Επίτροπος Χαν απαντά: “Η Επιτροπή έχει δρομολογήσει μελέτη για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα του τουρισμού. Οι χώρες έχουν δεσμευθεί να αναπτύξουν από κοινού στρατηγικό σχέδιο με στόχο την υλοποίηση ενός σημείου διέλευσης των συνόρων πλησίον των λιμνών των Πρεσπών, το οποίο θα συγχρηματοδοτηθεί από το πρόγραμμα διασυνοριακής συνεργασίας του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας και από ελληνικό περιφερειακό πρόγραμμα”.

Στην ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με  τα εργαλεία και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων μπορεί η Επιτροπή να συμβάλει στις επενδύσεις στην περιοχή, ο Επίτροπος Χαν τονίζει ότι ο Μηχανισμός Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ) είναι το κύριο μέσο της ΕΕ για την προώθηση των επενδύσεων στις «χώρες της διεύρυνσης»”, και σημειώνει ότι η γείτονα χώρα “θα εξακολουθήσει να επωφελείται από τον ΜΠΒ ΙΙΙ”.

Ακόμη αναφέρει: “Άλλα προγράμματα, όπως ο μηχανισμός «Συνδέοντας την Ευρώπη», αποσκοπούν στη βελτίωση της διασυνοριακής συνδεσιμότητας και στην τόνωση των επενδύσεων. Η πρόταση της Επιτροπής για την αναθεώρηση του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη» περιλαμβάνει επέκταση του οδικού και σιδηροδρομικού διαδρόμου του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών μέχρι τα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στους Ευζώνους και την Ειδομένη”.

Αξίζει να σημειωθεί πως με βάση την απάντηση “η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έχει επωφεληθεί από επιχορηγήσεις της ΕΕ μέσω του πλαισίου επενδύσεων για τα Δυτικά Βαλκάνια και της μόχλευσης σημαντικών δανείων από διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα”, ενώ “η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) συμβάλλει στην προώθηση της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας των ΜΜΕ”.

Όσο για τους τομείς του περιβάλλοντος, των μεταφορών και της ενέργειας επισημαίνεται στην απάντηση της Κομισιόν ότι “τα προγράμματα Interreg στηρίζουν τη διασυνοριακή συνεργασία για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων”.

Ειδικά για τις ελληνικές περιφέρειες της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας που συνορεύουν με Βόρεια Μακεδονία, αυτές “θα συνεχίσουν να επωφελούνται από τα τρέχοντα και τα μελλοντικά Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (ΕΔΕΤ) στο πλαίσιο των περιφερειακών προγραμμάτων και άλλων θεματικών προγραμμάτων των ΕΔΕΤ, τα οποία στηρίζουν επενδύσεις σε υποδομές και προωθούν την επιχειρηματικότητα στις περιφέρειες, συν τοις άλλοις με σκοπό την ανάπτυξη της διασυνοριακής συνεργασίας”.

Στην ερώτηση του Δημ. Παπαδημούλη για τις επενδύσεις στην περιοχή στο πλαίσιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 ο Επίτροπος Χαν σημειώνει: “Ο σχεδιασμός των μέσων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021-20271, καθώς και τα σχετικά ποσά, βρίσκονται επί του παρόντος υπό συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο”. “Διεξάγονται συζητήσεις για το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας στη «στρατηγική της ΕΕ για την περιοχή της Αδριατικής Θάλασσας και του Ιονίου Πελάγους» (EUSAIR), γεγονός το οποίο θα της επιτρέψει να ενισχύσει τη συνεργασία της με τις γειτονικές χώρες όσον αφορά τις θεματικές προτεραιότητες της EUSAIR2”, συμπληρώνει.