Την ημέρα που δόθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της επιτόπιας έρευνας που διεξήγαγε στην Ελλάδα το Media Freedom Rapid Response (MFRR) και το οποίο κάνει λόγο για συστημική κρίση που πλήττει την ελευθερία του Τύπου, δύο ακαδημαϊκοί στον χώρο των ΜΜΕ αναλύουν στο tvxs.gr πώς φτάσαμε ως εδώ.

Ads

Έχοντας συμμετάσχει στη διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης του πορίσματος, ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης Νίκος Σμυρναίος εξηγεί πως βάση της έρευνας του MFRR ήταν η ύπαρξη, ή μη, των απαραίτητων συνθηκών ώστε τα ΜΜΕ να επιτελούν τον ρόλο τους μέσα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. «Δεν μιλάμε για προοδευτική πολιτική στα ΜΜΕ αλλά για κάτι που σε επίπεδο διακηρύξεων τουλάχιστον, δεν είναι μακριά από την Νέα Δημοκρατία και την κυβέρνηση», σημειώνει.

Από την πλευρά του ο διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Παύλος Νεράντζης τονίζει μεταξύ άλλων πως οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ αντιλαμβάνονται την ελευθεροτυπία ως απόλυτη ελευθερία στο πεδίο της οικονομίας.

► Διαβάστε επίσης: Διεθνείς οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα: «Η κυβέρνηση προσπαθεί να φιμώσει τις επικριτικές φωνές»

Ads

Βάση της έρευνας οι αρχές του ευρωπαϊκού κεκτημένου

Το πόρισμα αποτελεί την καταγραφή της δουλειάς που έκαναν στην Ελλάδα έξι διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στον χώρο του Τύπου, κάτω από τη σημαία του MFRR. Της αποστολής που έγινε στην χώρα μας τον περασμένο Δεκέμβριο ηγήθηκε το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ECPMF) και πραγματοποιήθηκε από κοινού με εκπροσώπους της ARTICLE 19, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (EFJ), του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI), του Osservatorio Balcani e Caucaso Transeuropa (OBCT) και εκπρόσωπο των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF).

«Η αναφορά του MFRR ήρθε να επιβεβαιώσει πράγματα που ήδη γνωρίζαμε όσοι παρακολουθούμε την εξέλιξη των ελληνικών ΜΜΕ αλλά το έκανε με τρόπο εξαιρετικά συγκροτημένο. Αξιοποιήθηκαν στέρεες πηγές, δημοσιογράφοι που είναι εντελώς αντικειμενικοί και δεν σχετίζονται με το πολιτικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για επαγγελματίες που πιστεύουν στον ρόλο της δημοσιογραφίας ως ανεξάρτητο εργαλείο ελέγχου της εξουσίας και τις βασικες αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας», λέει ο κ. Σμυρναίος, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου της Τουλούζης, στη Γαλλία.

«Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει ένα εγγυημένο βαθμό ανεξαρτησίας, ελεύθερης γνώμης και ένα μίνιμουμ οικονομικής σταθερότητας, προκειμένου να μπορεί να κάνει τη δουλειά του. Πάνω σε αυτή τη βάση οι άνθρωποι του MFRR έκαναν συνεντεύξεις με δημοσιογράφους, συνδικαλιστές ή ειδικούς και επικεντρώθηκαν στα πέντε σημεία που υπάρχουν μέσα στην αναφορά», συμπληρώνει.

Τα case studies και η κοινή συνισταμένη

Τα πέντε αυτά σημεία στα οποία οι ερευνητές έδωσαν έμφαση εν είδει περιπτώσεων μελέτης είναι η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, η πόλωση του διασπασμένου μιντιακού τοπίου, το ρεπορτάζ πάνω στο μεταναστευτικό, η κάλυψη διαδηλώσεων και οι απειλές σε ΜΜΕ και δημοσιογράφους με νομικά μέσα.

«Το κοινό σημείο σε όλα αυτά είναι ο αυθαίρετος τρόπος με τον οποίο η πολιτική εξουσία στην Ελλάδα αφενός δίνει μεγάλα αβαντάζ στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ αφετέρου κυνηγά μέσω δηλώσεων, μηνύσεων και απειλών τα μη φιλοκυβερνητικά, με σκοπό να επηρεάσει τον δημόσιο λόγο στη χώρα», σημειώνει ο Νίκος Σμυρναίος.

«Η κυβέρνηση δεν ασχολείται με πολύ σοβαρές υποθέσεις όπως η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ και οι απειλές κατά του Κώστα Βαξεβάνη και δεν επιβάλει στις κρατικές υπηρεσίες τον τρόπο συμπεριφοράς που βλέπουμε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα ο σεβασμός από την αστυνομία προς τους δημοσιογράφους, η μη παρακολούθησή τους από τις μυστικές υπηρεσίες και οι απειλές προς ξένους ανταποκριτές», συνεχίζει.

«Επιβάλλει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο είτε θέτει σε διακινδύνευση την ελευθερία των δημοσιογράφων, όπως για παράδειγμα ο νόμος για τα υποτιθέμενα fake news που καθιστά το Κράτος κριτή του τί μπορεί να δημοσιεύεται και τί όχι, είτε δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για τις απειλητικές μηνύσεις ή SLAPPs. Με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση ο οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης εφημερίδας μπορεί να χάσει προσωπικά περιουσιακά του στοιχεία από τέτοιες μηνύσεις», παρατηρεί ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης.

«Η κυβέρνηση δεν σέβεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο στην ελευθερία της έκφρασης και της δημοκρατίας. Δεν μιλάμε για προοδευτική πολιτική στα ΜΜΕ αλλά για κάτι που σε επίπεδο διακηρύξεων τουλάχιστον, δεν είναι μακριά από την Νέα Δημοκρατία και την κυβέρνηση», τονίζει.

► Διαβάστε επίσης: ΝΔ: «Υπάρχει μεγάλος πλουραρισμός στα ΜΜΕ και αυτό το διαπιστώνει ο κάθε πολίτης»

Η φούσκα έσκασε, τα προβλήματα παραμένουν

Στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε το MFRR το απόγευμα της Δευτέρας, ο Νίκος Σμυρναίος ήταν επιφορτισμένος με την σύντομη παρουσίαση του ελληνικού μιντιακού τοπίου. Μίλησε μεταξύ άλλων για την «φούσκα» των υπερβολικά πολλών για την ελληνική αγορά Μέσων και δημοσιογράφων μέχρι την κρίση του 2008 αλλά και το τί ακολούθησε στα χρόνια της κρίσης.

«Μετά την κρίση, έγινε αναδιάρθρωση στα ελληνικά ΜΜΕ αλλά με εντελώς λάθος όρους. Μπορεί κάποια Μέσα να πέρασαν από τα χέρια ενός επιχειρηματία σε έναν άλλο αλλά ουσιαστικά το οικονομικό και δημοσιογραφικό μοντέλο παρέμειναν ίδια», λέει στο tvxs.gr ο καθηγητής, εντοπιζοντας ευθύνες και στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

«Η αναδιανομή των καναλιών σε μια πιο υγιή βάση όπου οι καναλάρχες επιτέλους θα πλήρωναν για τις συχνότητες έγινε με μόνο κριτήριο την τιμή, ποιός θα δώσει τα περισσότερα. Δυστυχώς όμως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, είναι μάλλον δύσκολο να βρεθεί κάποιος εκατομμυριούχος που θα βάζει προτεραιότητα την εύρυθμη λειτουργία του καναλιού του στα πρότυπα που περιγράψαμε παραπάνω. Και έτσι πέσαμε πάνω στα ίδια προβλήματα. Δεν δόθηκε επιλογή για εναλλακτικές δομές ή κάποιες άδειες σε μη κυβερνητικές οργανώσεις», παρατηρεί ο καθηγητής.

Ωστόσο βλέπει και μια θετική εξέλιξη. «Η διάλυση του σαθρού οικοδομήματος των ελληνικών ΜΜΕ με την κρίση, βοήθησε στη δημιουργία μιας σειράς νέων ΜΜΕ, μεταξύ των οποίων το Solomon που συμμετείχε στην σημερινή εκδήλωση, το Reporters United και το tvxs, τα οποία ήρθαν για να αντιπαρατεθούν με το παλιό σύστημα και να δώσουν την ευκαιρία σε νέους δημοσιογράφους να κάνουν τη δουλειά τους με καλύτερους όρους. Βέβαια πάντα υπάρχει το πρόβλημα της οικονομικής βιωσιμότητας που συνδέεται με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα», καταλήγει.

Εκφοβισμός και σε καιρό ειρήνης

Έχοντας γράψει το βιβλίο «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», ο διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ Παύλος Νεράντζης βλέπει ομοιότητες στον τρόπο που οι πολιτικές εξουσίες προσπαθούν να ελέγξουν την πληροφορία, τόσο σε καιρό πολέμου, όσο και σε καιρό ειρήνης.

«Στους πολέμους μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έχουμε διαπιστώσει αύξηση του αριθμού των θανάτων δημοσιογράφων. Κάτι ανάλογο σε μικρότερη βεβαίως ένταση συμβαίνει σε ειρηνικές περιόδους», σημειώνει.

«Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες διαπιστώνεται η συγκέντρωση ΜΜΕ σε ολιγοπώλια. Οι ολίγοι αυτοί που κατέχουν ΜΜΕ αντιλαμβάνονται την ελευθεροτυπία ως απόλυτη ελευθερία στο πεδίο της οικονομίας. Χρησιμοποιούν αυτή τη θέση ως όχημα που έχει οδηγήσει σε συγχωνεύσεις εφημερίδων και ραδιοτηλεοπτικών δικτύων σε ισχυρούς ομίλους, αλλά και στην θεαματοποίηση των ειδήσεων και τελικά στην εντυπωσιοθηρική δημοσιογραφία. Αυτό το πλαίσιο διευκόλυνε την διαπλοκή των βαρόνων του Τύπου με την πολιτική εξουσία», αναλύει ο κ. Νεράντζης.

Όσο για την κατάσταση στην Ελλάδα, λέει στο tvxs.gr: «Μετά την λίστα Πέτσα ακολούθησαν απολύσεις δημοσιογράφων, εξαναγκασμός άλλων σε παραίτηση επειδή συνάδελφοι τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την πανδημία. Αργότερα είδαμε στην ΕΡΤ σκονάκια για το πώς έπρεπε να προβάλλονται κάποιες ειδήσεις και πώς να αποσιωπούνται άλλες δυσάρεστες για την κυβέρνηση», σημειώνει.

«Και φυσικά το ζήτημα με τις επαναπροωθήσεις μεταναστών και προσφύγων από κουκουλοφόρους. Θυμίζω πως η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ λοιδορήθηκε όχι μόνο από τον πρωθυπουργό αλλά και συναδέλφους άλλων Μέσων τα οποία δε δείχνουν καμία διάθεση να αναδείξουν θέματα που θίγουν την εικόνα της κυβέρνησης», καταλήγει ο Παύλος Νεράντζης.