«Η  νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα της τελευταίας δεκαετίας υποτίθεται πως ήταν η απάντηση στην κρίση χρέους, στη δυσκολία της «επιχειρηματικότητας» να αντέξει, στη διεθνή οικονομική κρίση του 2008 και εντεύθεν, κλπ. Αλλά, κατά… μαγικό τρόπο, η επιθετικότητα αυτή ανασύρει ρυθμίσεις που παραπέμπουν σε εποχές παχύτατων αγελάδων για την επιχειρηματικότητα. Μέτρα που «γεννήθηκαν» σε εποχές προγενέστερες της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης του ’73, αλλά ακόμη και της νομισματικής, του ’71. Όταν εποχές τόσο διαφορετικές τις ενώνουν τόσο έντονα déjà vu, τότε κάτι πολύ υποκριτικό αποπνέουν τα τωρινά και τα πρόσφατα «δεν γίνεται αλλιώς» λέει στο tvxs.gr o δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Ελευθεράτος.

Ads

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με αφορμή το υπό ψήφιση νομοσχέδιο του Κωστή Χατζηζάκη για τα εργασιακά, ωστόσο η συζήτηση επεκτείνεται και σε άλλους υπουργούς που «ζήλεψαν» χουντικά νομοσχέδια όπως ο Γ. Βρούτσης και ο Μ.Χρυσοχοϊδης. Ο Δ. Ελευθεράτος μας θυμίζει επίσης τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών κατά την επταετία, τα οποία μέτρα φυσικά δεν οδήγησαν σε καμία ανάπτυξη, αντιθέτως δημιούργησαν στρατιές ανέργων και μεταναστών.

► Γράφεις ότι ο Κωστής Χατζηδάκης δείχνει να εμπνέεται από τον νόμο του 1970. Ποια νομοθετήματα της χούντας επανέρχονται με το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά;

Το περί έμπνευσης από το Ν.Δ 515 του 1970 μπορείς να το θεωρήσεις και ενσυνείδητη υπερβολή, για να δώσω έμφαση σε κάτι: Ότι αρκετά θεσμικά «κληροδοτήματα» της χούντας αποκτούν… επικαιρότητα, τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα φαινόμενο, για το οποίο μπορούμε να πούμε αρκετά στη συνέχεια. Ως προς το νέο σχέδιο για τα εργασιακά, μια άλλη, ευδιάκριτη «γέφυρα» με τις επιλογές της δικτατορίας είναι αυτή που παραπέμπει στην απόπειρα να καταστεί κενό γράμμα κάθε διεκδίκηση, εκ μέρους των εργαζομένων. Έστω και με τρόπους κατά πολύ διαφορετικούς…  

Ads

► Τι περιλάμβανε ο χουντικός νόμος για την κατάργηση του 8ώρου και ποιούς εργασιακούς χώρους αφορούσε;

Το Ν.Δ 515 ήταν διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτά – δυνητικά – ισχύ σε πολλούς κλάδους. Βιομηχανικούς, βιοτεχνικούς, εμπορικούς, κλπ. Από τότε που θεσπίστηκε, δηλαδή από τον Απρίλιο του 1970, όταν και όπου η εργοδοσία επιθυμούσε να επιβάλλει υπερεργασία, το αξιοποιούσε.    Ο νόμος εκείνος επέτρεψε στις επιχειρήσεις να απασχολούν το προσωπικό τους μέχρι και τρεις ώρες πέραν του οκτάωρου, αρκεί να επικαλούνταν «επείγουσα εργασία», ή «εξαιρετική σώρευση εργασιών», ή «εξαιρετικώς επείγουσα ανάγκη εξυπηρετήσεως του κοινού», ή «προπαρασκευαστικές εργασίες», κλπ. Για κάποιες κατηγορίες «επειγούσης εργασίας», μάλιστα, δόθηκε στους εργοδότες η δυνατότητα να απασχολούν όσες ώρες ήθελαν  τους εργαζόμενους την πρώτη ημέρα της υπερωριακής εργασίας και έως τέσσερις ώρες για κάθε μία από τις επόμενες τέσσερις ημέρες.

Το Ν.Δ 515 τροποποίησε νόμο που είχε θεσπιστεί κατά τον Μεσοπόλεμο. Το καλοκαίρι του 1932. Ο νόμος εκείνος, του ’32, επέτρεπε την απασχόληση, σε ειδικές περιπτώσεις, έως και δέκα ώρες, δηλαδή δύο πάνω από το οκτάωρο. Περιθώρια για υπέρβαση του δεκάωρου άφηνε μόνο σε παραμονές γιορτών. Ε, ήρθε η χούντα, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα και με το 515 κατέστησε… εύκολα τα δωδεκάωρα, έως και επί τέσσερις συνεχόμενες ημέρες.

Τυπικά, βεβαίως, η εργοδοσία θα λάμβανε μέριμνα, ώστε οι εξουθενωμένοι από τα δεκάωρα και δωδεκάωρα εργαζόμενοι να έπαιρναν στη συνέχεια «ανάσες», για να μην παραβιαστεί το εβδομαδιαίο σαρανταοκτάωρο. Τυπικά… Ουσιαστικά, η παροχή της προαναφερθείσας ελευθερίας στην εργοδοτική πλευρά επέφερε και περισσότερες αυθαιρεσίες. Ποιος θα τολμούσε να τις καταγγείλει, χωρίς τον κίνδυνο να θεωρηθεί «ανατρεπτικό στοιχείο»;

► Πώς προπαγανδίστηκε ο νόμος 515 εκείνη την εποχή;

Δεν υπήρξε ιδιαίτερη, εκτεταμένη προπαγάνδα κι «επιχειρηματολογία», διότι  δεν χρειαζόταν… Η χούντα συνήθιζε τους βερμπαλισμούς όταν ήθελε να προβάλλει οτιδήποτε φάνταζε ως «φιλολαϊκό». Ό,τι δεν ενέπιπτε στην κατηγορία αυτή, επιβαλλόταν χωρίς πολλά λόγια. Η κοινωνία βρισκόταν στο «γύψο». Από τον Δεκέμβριο του 1969 ίσχυε το Ν.Δ 372, το οποίο απειλούσε με βαρύτατες ποινές φυσικά πρόσωπα και εφημερίδες που θα τολμούσαν να «σπείρουν φήμες», δυνάμενες να «ταράξωσιν την υπό του κράτους ακολουθούμενην πολιτικήν οικονομικής αναπτύξεως». Και τέτοια… διατάραξη φυσικά θα επέφεραν και δυσμενή σχόλια για τα εργασιακά. Όσοι θα ήθελαν να αντιδράσουν ήταν φιμωμένοι, γιατί λοιπόν να επιδοθεί η «εθνοσωτήριος» σε αναζήτηση σοφισμάτων;

Δεν χρειάστηκε να πει ότι οι «ξεζουμισμένοι» των διαδοχικών δεκάωρων και δωδεκάωρων  θα είχαν την άνεση, κατόπιν, να μαζέψουν τις ελιές τους… Ούτε να ισχυριστεί πως την εργασία, πέραν του οκταώρου, θα την αποφάσιζαν οι εργαζόμενοι κι όχι οι εργοδότες. Εν ολίγοις, τα ανέκδοτα που ακούσαμε προσφάτως από τον κ. Χατζηδάκη δεν ήταν απαραίτητα, τότε. Τότε που τα κτυπήματα σε βάρος του οκτάωρου ήταν «εκτός κλίματος, διεθνώς.   Αλλά η απόλυτη άνεση δεν διήρκεσε για πάντα. Κάποια στιγμή η χούντα αντιμετώπισε και κινητοποιήσεις, που είχαν ως αντικείμενο, όχι τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, αλλά τη διάρθρωση της εργάσιμης εβδομάδας.

► Πότε και πώς συνέβη αυτό;

Τον Σεπτέμβριο του 1973, όταν  οι εμποροϋπάλληλοι της Αθήνας πραγματοποίησαν εντυπωσιακή συγκέντρωση στην πλατεία Μητροπόλεως, διεκδικώντας να καθιερωθεί η ημιαργία της Τετάρτης. Τότε ίσχυε μόνο η αργία του σαββατιάτικου απογεύματος. Το φθινόπωρο του ’73, γενικά, σημειώνονταν κάποιες κινήσεις «κοινωνικής απείθειας», πέραν φυσικά των φοιτητικών διεκδικήσεων, που είχαν αρχίσει από το ’72 και κλιμακώθηκαν τον Φεβρουάριο του ’73, με την κατάληψη της Νομικής. Φθινόπωρο του ’73 ήταν, όταν η χούντα βρέθηκε ενώπιον κι άλλων δυσάρεστων εκπλήξεων. Είδε πχ αγρότες να αρνούνται να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην αγορά, στις καθορισμένες χαμηλές – για τους παραγωγούς- τιμές. Αντιμετώπισε, επίσης, τη σθεναρή και τελικά αποτελεσματική αντίδραση των κατοίκων της Πάχης Μεγάρων στο σχέδιο που προέβλεπε τον αφανισμό των εκτάσεων με τα ελαιόδεντρα και των πτηνοτροφικών – κτηνοτροφικών μονάδων τους, για χάρη του διυλιστηρίου, του Στρατή Ανδρεάδη. Και μετά, ήλθε η εξέγερση του Πολυτεχνείου.   

► Πολύ νωρίτερα, το 1969, το καθεστώς – όπως γράφεις- απέσπασε από τους «κοινωνικούς εταίρους» και εκχώρησε στην κυβερνητική εξουσία την αρμοδιότητα καθορισμού των κατώτατων (βασικών) μισθών και ημερομισθίων. Τι ακολούθησε στην πράξη, που κυμάνθηκαν οι μισθοί; 

Ναι, ήταν Μάιος του ’69 όταν θεσπίστηκε το Ν.Δ 186, που έκανε αυτό ακριβώς- το άρθρο 16, συγκεκριμένα, το επέβαλλε. Ε, ακολούθησε αυτό που στην ουσία, προαναγγέλθηκε με το Ν.Δ 186, εκτός αν κάποιοι πίστευαν ότι η χούντα «πήρε πάνω της» τη δικαιοδοσία καθορισμού των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων, επειδή σκόπευε να προβεί σε… γενναίες αυξήσεις. Για να μην κουράσω με πολλούς αριθμούς, περιορίζομαι σε ένα ζουμερό «δια ταύτα», το οποίο κατέγραψε ο ΣΕΒ σε μια αναλυτική μελέτη του που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1974, υπό τον τίτλο «Αγορά εργασίας και διάρθρωσις αμοιβών εις την ελληνικήν βιομηχανίαν»: Η πραγματική αγοραστική αξία των κατώτατων ημερομισθίων αυξήθηκε κατά 5,1% στα έτη 1951- 59, κατά 5,9% στη δεκαετία 1960 – 69, αλλά μόνο 1,3% στην τριετία 1970 – 72.

«Η σημαντική πτώσις μεταξύ 1969 – 1972 δεικνύει ουσιώδη μεταβολήν πολιτικής» υπογράμμισε ο ΣΕΒ, που φυσικά ήταν υπεράνω πάσης υποψίας για… αντιχουντικές διαθέσεις. Κι όλα αυτά, ως το ’72. Δηλαδή, προτού γιγαντωθεί ο πληθωρισμός, με βασικό χαρακτηριστικό του τη μεγάλη ακρίβεια σε βασικότατα αγαθά διατροφής και ένδυσης. Ακρίβεια, η οποία το 1972-74 κινήθηκε σε ποσοστά μεγαλύτερα έως και πολλαπλάσια εκείνων που αφορούσαν τις ονομαστικές αυξήσεις στα κατώτατα μεροκάματα.

Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε καταλυτικά στη «γέννηση» και δεύτερου μεγάλου κύματος εξωτερικής μετανάστευσης, έπειτα από την μεταναστευτική πλημμυρίδα του 1963 – 65. Μάλιστα στη διετία 1969 – 70, οι ετήσιοι δείκτες της καθαρής μετανάστευσης, δηλαδή αναχωρήσεις μείον παλιννοστήσεις, συνέτριψαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ… Τόσο μεγάλη καθαρή μετανάστευση στα ξένα, όσο εκείνη του 1969 – 70, δεν είχε βιώσει  ποτέ, ως τότε, η ελληνική κοινωνία. Των εκάστοτε πληθυσμιακών μεγεθών λαμβανομένων υπόψη. 

Σημαντικότερη, όμως, αυτού του «πανελλήνιου ρεκόρ» είναι μια διεθνής… μοναδικότητα: Ναι μεν όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου γνώρισαν από ένα μεγάλο «κύμα» μετανάστευσης πολιτών τους, αλλά μόνο η Ελλάδα «σήκωσε» και δεύτερο τέτοιο κύμα, κατά παράβαση ενός στατιστικού κανόνα:  Ενός μεγάλου κύματος εξωτερικής μετανάστευσης έπονται αθρόες εισροές εμβασμάτων και έτσι υποβοηθείται πολύς κόσμος, στην προσπάθειά του να βγάλει το ψωμί του, χωρίς να ξενιτευτεί.

Στην Ελλάδα, η χούντα «κατάφερε» να αναζωπυρώσει την εξωτερική μετανάστευση, που το ’66 και το ’67 έδειχνε να «ξεφουσκώνει». Έκανε, έτσι, την Ελλάδα μοναδική χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, στην οποία η ετήσια μέση εξωτερική μετανάστευση την περίοδο 1968 -73 δεν μειώθηκε, σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 1960- 67. Ήταν οριακά αυξημένη, κατά 46 άτομα. Αντίθετα, ήταν μειωμένη κατά 44.459 άτομα στην Ισπανία, 14.250 στην Ιταλία, 17.409 στην Πορτογαλία. Οι εξελίξεις στον αγροτικό τομέα και η καθήλωση των κατώτατων αποδοχών, εκτός φυσικά από την πολιτική δυσαρέσκεια, ήταν οι αιτίες αυτής της ελληνικής «ιδιαιτερότητας».

Στην έρευνα που προανέφερα, ο ΣΕΒ επεσήμανε:  «Ο περιορισμένος αριθμός ευκαιριών απασχολήσεως εν Ελλάδι και η 1 : 2,5 περίπου διαφορά αμοιβών εργασίας μεταξύ Ελλάδος και κυρίων χωρών υποδοχής μεταναστών υπήρξαν προφανώς τα ισχυρότερα κίνητρα εξωτερικής μεταναστεύσεως (…) και παραμονής Ελλήνων εις αλλοδαπήν».

Προς επίρρωση, παρέθετε στοιχεία ειδικής μελέτης που έδειχναν πως κατά το 1972 η μέση ωριαία αμοιβή εργασίας στην Ελλάδα ήταν 18,40 δραχμές, όταν στη Δ. Γερμανία ήταν 58 δρχ. Αλλά και στην Ιταλία, που επίσης «έστελνε» μετανάστες έξω,  ήταν 31 δραχμές.

► Η καθήλωση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων επηρέασε το γενικό ύψος των αποδοχών, δηλαδή των εισοδημάτων ευρύτερου φάσματος μισθωτών; Σε ποιο βαθμό;

Σε σημαντικό βαθμό και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να βλέπεις πώς το ανέλυε ο ίδιος ο ΣΕΒ, χωρίς φυσικά να το στηλιτεύει- αυτό δα έλειπε… Το βασικό χαρακτηριστικό της χουντικής  εισοδηματικής πολιτικής ήταν πως, μολονότι τα στελέχη του καθεστώτος – Μακαρέζος, Παττακός, κλπ-  υπογράμμιζαν ότι οι όποιες μισθολογικές αυξήσεις θα έπρεπε να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα, στην «εθνοσωτήριο» περίοδο η υστέρηση των πραγματικών μισθών έναντι των δεικτών της παραγωγικότητας ήταν μεγάλη. Το διαπιστώνει οποιοσδήποτε επεξεργαστεί τα επίσημα στοιχεία του ΥΠΕΘΟ. Φυσικά, θα πρέπει να δει κανείς πολλά ειδικότερα, αν θέλει να διακρίνει καθαρά τις προτεραιότητες της χουντικής εισοδηματικής πολιτικής. Όπως, πχ, ότι κατά το 1968 δόθηκαν στους πολιτικούς υπαλλήλους μισθολογικές αυξήσεις 5,6% και στους στρατιωτικούς 19,05%.       

► Ο νόμος 186/69, γράφεις, καταργήθηκε το 1975 και επανήλθε από τον Βρούτση, το 2013. Άρα πρακτικά οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είχαν λόγο για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού για 38 χρόνια και… τέλος;

Ναι, μιλώντας για την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Διότι και στην προδικτατορική ίσχυε η αρχή ότι τον τελικό λόγο είχαν, για τους κατώτατους μισθούς, εργοδότες και εργαζόμενοι. Τουλάχιστον από το 1955, αν θυμάμαι καλά, δηλαδή από την ψήφιση του νόμου 3239 του έτους εκείνου.

Είναι βέβαια γνωστό ότι σε αρκετές – κι ενίοτε μακρές – χρονικές περιόδους οι εργαζόμενοι δεν θεωρούσαν επαρκή όσα αποσπούσαν οι εκπρόσωποί τους στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων των «κοινωνικών εταίρων». Μερικές φορές, μάλιστα, θεωρούσαν σκανδαλωδώς πενιχρά τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. Αλλά η αφαίρεση αυτής της αρμοδιότητας από τους «κοινωνικούς εταίρους» μόνο  χειρότερα μαντάτα μπορεί να κομίζει για τον κόσμο της εργασίας. Αυτό επιβεβαιώθηκε μετά το ’69, αλλά και στα χρόνια των μνημονίων, όταν το άρθρο 103 του νόμου 4172 του 2013 νεκρανάστησε τη χουντική ρύθμιση. Και εδώ η ομοιότητα- εννοώ και φραστικά-  υπήρξε μεγάλη. Σε πολλά σημεία νόμιζες ότι ο «νόμος Βρούτση» ήταν ο 186/69… μεταγλωττισμένος. Δηλαδή απαλλαγμένος από την βαριά καθαρεύουσα.

 
Είναι, πάντως, αξιοπρόσεκτο ότι η χούντα «άρπαξε» την αρμοδιότητα του καθορισμού βασικού μισθού και ημερομισθίου από τους «κοινωνικούς εταίρους», παρ’ όλο που είχε τοποθετήσει «δικούς» της «εκπροσώπους» των εργαζομένων, στους οποίους θα επέβαλλε τη «γραμμή» της . Υπό μία έννοια, τους προστάτεψε από τον πλήρη εξευτελισμό…   

► Ποια άλλα μέτρα της χούντας έχουν άρωμα σημερινών νομοθετημάτων;

Ήδη έχουν επισημανθεί οι ομοιότητες του «νόμου Χρυσοχοϊδη» εναντίον των διαδηλώσεων, του 4703/2020, με εκείνον του 1971. Αλλά αν πρόκειται να παραμείνουμε στα εργασιακά, μπορούμε να θυμηθούμε τις διαδοχικές μειώσεις εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, που από το 2010 και εντεύθεν θεωρούνται θεμελιώδες αναπτυξιακό μέτρο και «σανίδα σωτηρίας» επιχειρήσεων, μέσα στη φουρτούνα της κρίσης. Ε, το ίδιο έκανε και η χούντα, σε εποχές κατά τις  οποίες η μεν ίδια καμάρωνε επειδή διατηρούσε τους αναπτυξιακούς δείκτες στα υψηλά επίπεδα της προδικτατορικής επταετίας (άλλο αν στο τέλος, το 1973 – 74, παρέδωσε μια χώρα βυθισμένη στον καταστροφικό στασιμοπληθωρισμό), η δε καθαρή κερδοφορία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ για την περίοδο 1968 – 72, «έτρεχε» με ρυθμούς πάνω του 300%.      

«Πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές των εργαζομένων δωρίζει το κράτος στους εργοδότες», παρατηρούσε, στις 20 Δεκεμβρίου 1973, ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος». Τόσα θα έχανε το ’73 το ΙΚΑ εξ αιτίας της εφαρμογής των Ν.Δ 1312 και 1313 του ’72, για τη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.

► Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μνημόνια επανέφεραν τις αντεργατικές ρυθμίσεις ή πρόκειται για νομοθετήματα στα οποία έχει πίστη η Δεξιά διαχρονικά;

Εδώ είναι η ουσία… Νομίζω ότι πρόκειται για τα θέσφατα του νεοφιλελευθερισμού. Ο καθηγητής πανεπιστημίου Ηλίας Νικολόπουλος χαρακτήρισε «πρωτονεοφιλελεύθερη πολιτική» τη γραμμή πλεύσης της χούντας στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα και μου φαίνεται πολύ πετυχημένος ο όρος. Μπορεί να ξενίζει η διαπίστωση ότι η χούντα, από τη δύση της δεκαετίας του ’60 έκανε επιλογές που – περισσότερο συγκροτημένες, πια – βρήκαν τη «συνέχειά τους» στη Χιλή του Πινοσέτ, υπό της οδηγίες του Μίλτον Φρίνμταν και των άλλων «παιδιών» της Σχολής του Σικάγο. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: Πώς και γιατί η δικτατορία έγινε «προάγγελος» ενός οικονομικού και πολιτικού μοντέλου, που θα εξελισσόταν σε  πανίσχυρο, διεθνώς, μετά από χρόνια; 

Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται στο γεγονός ότι η ίδια η αγορά, η οικονομική ελίτ, διαδραμάτισε ρόλο «συμβούλου» και εν τέλει «καθοδηγητή» των συνταγματαρχών, απ’ ευθείας. Η χούντα, άλλωστε, «ξέμεινε» νωρίς από την αρωγή αστών τεχνοκρατών, είτε γιατί δεν τους εμπιστευόταν είτε επειδή οι ίδιοι δεν ήθελαν να ταυτίσουν την καριέρα τους με εκείνη. Ενδεικτικά: Από τις πρώτες «εθνοσωτήριες» ημέρες του ’67 ως το καλοκαίρι του ’68, παραιτήθηκαν έξι στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο διοικητής της ΕΤΒΑ (Εμπορικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως) Ν. Πορφυρογένης με τους δυο υποδιοικητές της τράπεζας, ο διοικητής της Εθνικής Ι. Παρασκευόπουλος, οι Ξ. Ζολώτας και Ι. Πεσμαζόγλου, διοικητής και υποδιοικητής, αντίστοιχα, της ΤτΕ.

Κάπως έτσι, τη χούντα τη… μανατζάριζαν κορυφαίοι βιομήχανοι, «πετρελαιάδες» κι εφοπλιστές- στους τελευταίους, μάλιστα, οι συνταγματάρχες προσέφεραν την έκπτωση της φορολόγησης σε επίπεδα αστεία, αλλά και το «ελεύθερο» να παραβιάζουν κάθε εργασιακό κανόνα, στη ναυτιλία.  Τα  «θέλω» της οικονομικής ελίτ μετατράπηκαν σε κρατική πολιτική, ωμά. Κάπως έτσι, αποδείχθηκε ότι ο μονεταρισμός – νεοφιλελευθερισμός είναι τα «θέλω» της αγοράς, μεταμφιεσμένα σε… υπεράνω «σχολή σκέψης», που κατ’ επίφαση επικαλείται κάποιο «κοινωνικό όφελος».

Δεύτερη διαπίστωση; Οι επιφάσεις δεν είναι απαραίτητες… Ο νεοφιλελευθερισμός – μονεταρισμός δεν νοιάζεται πολύ για προσχήματα, ούτε κουράζεται υπερβολικά για «στενές παρακολουθήσεις» διαφορετικών συνθηκών και εποχών.

Εξηγούμαι: Η  νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα της τελευταίας δεκαετίας υποτίθεται πως ήταν η απάντηση στην κρίση χρέους, στη δυσκολία της «επιχειρηματικότητας» να αντέξει, στη διεθνή οικονομική κρίση του 2008 και εντεύθεν, κλπ. Αλλά, κατά… μαγικό τρόπο, η επιθετικότητα αυτή ανασύρει ρυθμίσεις που παραπέμπουν σε εποχές παχύτατων αγελάδων για την επιχειρηματικότητα. Μέτρα που «γεννήθηκαν» σε εποχές προγενέστερες της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης του ’73, αλλά ακόμη και της νομισματικής, του ’71. Όταν εποχές τόσο διαφορετικές τις ενώνουν τόσο έντονα déjà vu, τότε κάτι πολύ υποκριτικό αποπνέουν τα τωρινά και τα πρόσφατα «δεν γίνεται αλλιώς»…   

Αλλά εκτός από τα νομοθετήματα της χούντας που έκαναν μετάσταση στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, υπάρχουν και οι διακηρύξεις της που δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν – κι άφησαν «εκκρεμότητες»…        

► Όπως;

Όπως ο μακροχρόνιος στόχος του Μακαρέζου για τις απολύσεις… Να τι ανέφερε, με την ιδιότητα του υπουργού Συντονισμού, όταν παρουσίαζε το πενταετές σχέδιο 1968 – 1972:

«Δια την βελτίωσιν της κινητικότητος της εργασίας (…) προβλέπεται η λήψις των κάτωθι μέτρων : (…) Απαλλαγή της επιχειρήσεως εις σημαντικόν βαθμόν εκ των ισχυόντων περιορισμών απολύσεως πλεονάζοντος προσωπικού και μείωσις των καταβαλλομένων αποζημιώσεων. Μακροχρονίως πρέπει να αντιμετωπισθεί σημαντικός περιορισμός καταβολής αποζημιώσεων εις απολυμένους». Αυτά χαρακτηρίζονταν ως «αναγκαίο κακό», φυσικά με τη συνοδεία κροκοδείλιων δακρύων, στη μνημονιακή Ελλάδα της οικονομικής καθίζησης, της ύφεσης, της απώλειας του 25% του ΑΕΠ. Να όμως που τα έθετε ως στόχο ο Μακαρέζος στο τέλος του 1967. Με το ΑΕΠ της χώρας να έχει προλάβει να υπερδιπλασιαστεί, μόλις σε μία οκταετία (1960 – 67)…

► Με δεδομένα τα αποτελέσματα που έχουν καταγραφεί στο παρελθόν από τέτοιες πολιτικές, τι έχουμε να περιμένουμε αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο Χατζηδάκη;

Το  βέβαιο ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων «εγγυάται» μια… αλυσίδα από «Εξ»… Εξουθένωση για τους απασχολούμενους. Εξάρτησή τους- πλήρη- από τις διαθέσεις της εργοδοσίας. Εξουδετέρωση κάθε διεκδίκησης καλύτερων, ή απλώς ανεκτών, συνθηκών εργασίας. Εξατομίκευση των «συμφωνιών», άρα εργαζόμενο ακόμη πιο αδύναμο. Οι αστειότητες που ακούσαμε από τον υπουργό, περί του εργαζόμενου ως… ισχυρού πόλου στη σχέση με την εργοδοσία, μοιάζουν με αντίβαρο στην πολύ σοβαρή κατάσταση που επαπειλείται. Μένει, φυσικά, να δούμε αν και πώς θα αντιδράσει ο κόσμος της εργασίας.