Ένοχους για «στάση κρατουμένων» -αν και το μόνο που έκαναν ήταν να ζητήσουν να δουν τον διοικητή- και «απλή σωματική βλάβη» -αν και οι ίδιοι βρέθηκαν βαριά τραυματίες, κάποιοι στο νοσοκομείο- έκρινε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τους οκτώ μετανάστες που κρατούνταν στη Διεύθυνση Αλλοδαπών στην Πέτρου Ράλλη. Για «πολιτική δίκη» μίλησε ο συνήγορος υπεράσπισης, με την απόφαση τελικά να τον δικαιώνει.

Ads

Ελεύθερους με απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα άφησε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τους οκτώ Αλγερινούς μετανάστες που κρατούνταν στο κέντρο κράτησης της αστυνομικής διεύθυνσης Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη στις 31 Μαΐου 2017, όταν το αίτημά τους να δουν τον διοικητή αντιμετωπίστηκε με βίαιη επίθεση των αστυνομικών.

Το δικαστήριο καταδίκασε τους επτά σε φυλάκιση τριών ετών και ενός μήνα για τα αδικήματα της στάσης και της απλής σωματικής βλάβης και τον έναν σε φυλάκιση τριών ετών και δύο μηνών για το επιπλέον αδίκημα της οπλοκατοχής, παρόλο που το βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας διαψεύδει λεπτό προς λεπτό το κατηγορητήριο και παρόλο που οι αστυνομικοί μάρτυρες κατηγορίας έπεσαν σε καταφανείς αντιφάσεις μεταξύ τους και με τις καταθέσεις τους στην ανάκριση.

«Οι μαρτυρίες των αστυνομικών είναι αναξιόπιστες. Ερχονται σε πλήρη αντίθεση με το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας» είχε σημειώσει νωρίτερα η εισαγγελέας της έδρας, προτείνοντας την αθώωση των κατηγορουμένων, εκτός από έναν, για τον οποίο πρότεινε να καταδικαστεί για οπλοκατοχή, εξαιτίας μιας ξύλινης ράβδου με μεντεσέ πόρτας στην άκρη. Η ράβδος δεν είχε χρησιμοποιηθεί στα επεισόδια και τη βρήκαν οι αστυνομικοί, όπως είπαν, 12 ώρες μετά, όταν έκαναν έφοδο στα δωμάτια, κάτω από το στρώμα τού πιο σοβαρά τραυματισμένου κρατούμενου.

Ads

Για «πολιτική δίκη» που συνοψίζει όσα έχουν καταγγελθεί γενικά για τα κέντρα κράτησης και ειδικά για τα κρατητήρια της Πέτρου Ράλλη έκανε λόγο ο συνήγορος υπεράσπισης, και είναι φανερό ότι η απόφαση του δικαστηρίου τον δικαιώνει. «Δύνανται να λειτουργήσουν αυτά τα κέντρα χωρίς βία ή είναι η βία συστατικό στοιχείο τους;» έθεσε το ερώτημα και υπενθύμισε τη γνωστή ρήση του πρώην αρχηγού της αστυνομίας, Νίκου Παπαγιαννόπουλου, ότι σκοπός της αστυνομίας είναι να κάνει τον βίο αβίωτο στους μετανάστες.

Βούλευμα – ντροπή

«Το παραπεμπτικό βούλευμα αποτελεί ντροπή για το δικαιικό μας σύστημα» σημείωσε ο συνήγορος, υπογραμμίζοντας ότι ο αντιεισαγγελέας υποδύεται τον ιατροδικαστή όταν αναφέρει στο κατηγορητήριο ότι οι κρατούμενοι τραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να τραπούν σε φυγή και όχι από τα χτυπήματα των αστυνομικών, παρόλο που τα τραύματα των κρατουμένων παραπέμπουν ευθέως σε χτυπήματα από κλομπ και όχι σε «εξέχοντα μεταλλικά αντικείμενα» που δήθεν υπήρχαν στον χώρο. Αντιθέτως, παρατήρησε ότι τα τραύματα των αστυνομικών, αν δεν τα έκαναν μόνοι τους, παραπέμπουν σε νυχιές, δείχνοντας ότι βρίσκονταν σε άμυνα οι κρατούμενοι.

Σημείωσε εύστοχα ότι οι αστυνομικοί μάρτυρες κατηγορίας συμπεριφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία σαν απολογούμενοι, αλλάζοντας τις μαρτυρίες τους, επιχειρώντας αδέξια να δικαιολογήσουν τις αντιφάσεις τους. «’Εχουμε τη μοναδική περίπτωση στα αστυνομικά χρονικά που φοβούνται απόδραση οι αστυνομικοί και ανοίγουν την πόρτα των κρατητηρίων μόνοι τους. ‘Ενας τους φοβάται τόσο πολύ που βάζει το χέρι μέσα από τα κάγκελα για να χτυπήσει κρατούμενο!» σημείωσε δηκτικά. Και υπογράμμισε: «Αν ήθελαν οι κρατούμενοι να ταρακουνήσουν τα κάγκελα για να τα ρίξουν, όπως ισχυρίστηκε αστυνομικός, θα τα χτυπούσαν τρεις τέσσερις μαζί, όχι ένας ένας κατά διαστήματα».

Εξήγησε ότι, όπως είπαν και στις απολογίες τους οι κατηγορούμενοι, χτυπούσαν τα κάγκελα γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να ειδοποιήσουν ότι ήθελαν να μιλήσουν με τον διοικητή, ζητώντας είτε να απελαθούν είτε να αφεθούν ελεύθεροι, γιατί βρίσκονταν ήδη κρατούμενοι αρκετούς μήνες στο Κέντρο Κράτησης Κορίνθου και στη συνέχεια στην Πέτρου Ράλλη, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ανώτατο όριο των έξι μηνών σε συνθήκες που παραβιάζουν κάθε έννοια νομιμότητας. Και σημείωσε με νόημα ότι η αυθαίρετη κράτηση και οι άνομες συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη κυκλωμάτων διακίνησης με τη συμμετοχή αστυνομικών, όπως έχει διαπιστωθεί στο παρελθόν.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών