19/01/2021 Ο Ρέντζι του 3%

Ads

Παρακολουθώ το βράδυ στην τηλεόραση της RAI την ψήφο εμπιστοσύνης στην ιταλική Γερουσία για την κυβέρνηση Κόντε. Μπροστά στην κυβερνητική κρίση, η γερουσιαστής Liliana Segre δήλωσε στη Γερουσία: «Θα ψηφίσω υπέρ του Κόντε με αίσθηση καθήκοντος και αστικής αγανάκτησης … Σκεφτόμουν να ξαναρχίσω τα ταξίδια μου μόλις εμβολιαστώ, αλλά ήρθα αντιμέτωπη με αυτή την εξέλιξη και ένιωσα ένα πολύ δυνατό κάλεσμα. Βρήκα αυτήν την κατάσταση εντελώς ακατανόητη».

Επιζήσασα του Ολοκαυτώματος και μάρτυρας της ιταλικής Shoah, η ισόβια γερουσιαστής που διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Sergio Mattarella στις 19 Ιανουαρίου 2018 “επειδή τίμησε την πατρίδα με πολύ υψηλά προσόντα στον κοινωνικό τομέα”, σε ηλικία 90 ετών, αντιμετώπισε το ταξίδι από το Μιλάνο στη Ρώμη, αγνόησε τον κίνδυνο της πανδημίας για να βρεθεί στην έδρα της ιταλικής Γερουσίας (Palazzo Madama) και να ψηφίσει. Η είσοδος της στην αίθουσα χαιρετίστηκε από ένα μακρύ και εγκάρδιο χειροκρότημα.

Στην αντίποδα όχθη ο θλιβερός Ρέντζι που προκάλεσε την κυβερνητική κρίση εν μέσω πανδημίας. Έχοντας διασπάσει το Δημοκρατικό Κόμμα, και με το 3% στις δημοσκοπήσεις, συνεχίζει μια εντελώς προσωπική πολιτική εξουσίας με τη μόνη ελπίδα ότι θα βρει κάποια απήχηση σε μέρος των ελίτ. Σκέφτομαι ότι αυτή τη μοίρα υπόσχονται οι καλοθελητές όταν μας συμβουλεύουν να αποχωριστούμε από αυτό που αποκαλούν ΣΥΡΙΖΑ του 3% ώστε να ανοίξουμε πλώρη για το μεγάλο κέντρο. Μόνο που η εμπειρία του Ρέντζι, αλλά κι άλλες, μας δείχνει περίτεχνα ότι το 3% είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πορείας και όχι η αφετηρία. Γιατί και οι ψηφοφόροι που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι έχουν ανάγκη να δουν μια πραγματική αλλαγή στη ζωή τους και όχι μία από τα ίδια.

Ads

21/01/2021 Αύξηση Στρατιωτικής θητείας

Τον Ιούλιο του 1993 ήρθα στην Ελλάδα για να υπηρετήσω στο στρατό αφού είχα εκλεγεί ως επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Θυμάμαι την εξής ιστορία. Όταν προκηρύχθηκαν οι εκλογές του Οκτωβρίου ένας αξιωματικός κάλεσε όλα τα παιδιά (με την ευρεία έννοια – εγώ ήμουν τότε 33 χρόνων!) του γραφείου και με έντονο ύφος απαίτησε να φέρουμε όλοι τα εκλογικά βιβλιάρια μας μέχρι την επόμενη Δευτέρα, αλλιώς οι συνέπειες – που περιγραφτήκαν με πλούσιο λεξιλόγιο – θα ήταν πολύ άσχημες για μας. Εγώ ως ψαρωμένος, και με αγγλική νοοτροπία, δεν χρειαζόμουν και πολλές πολλές συστάσεις. Τη Δευτέρα, λοιπόν, από τα δέκα άτομα του γραφείου μόνο οι πέντε φέραμε τα βιβλιάρια. Το αποτέλεσμα; Οι πέντε που τα «ξέχασαν» πήραν πενταήμερη άδεια για να ψηφίσουν στον τόπο τους, ενώ εμείς υπόλοιποι θα μέναμε εντός του στρατοπέδου επιφυλακή, θα γραφόμασταν σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους και θα ψηφίζαμε στον Αυλώνα. Τραγωδία για τους συνεπείς, αλλά και ένα μάθημα για τους κανόνες του παιχνιδιού, όχι μόνο στο στρατό αλλά στην Ελλάδα γενικότερα.

Τη θυμήθηκα την ιστορία με ευκαιρία την αύξηση της στρατιωτικής θητείας που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Στη λογική της Δεξιάς, ανά τον κόσμο, ο στρατός φτιάχνει χαρακτήρα, επιβάλει πειθαρχία και οργάνωση, ωριμάζει τους άντρες ως άντρες, λες κι η έλλειψη τεστετερόνης αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για το έθνος. Η δίκη μου εμπειρία ήταν ακριβώς το αντίθετο: στην πλειοψηφία των στρατευμένων ευνοεί τον ατομικισμό,  την μετάθεση ευθυνών, την αποφυγή βαρών και προπάντων τη δυστοκία να λαμβάνει κανείς πρωτοβουλίες.

Αυτή η εμπειρία επηρέασε και ένα μέρος της ακόλουθης έρευνάς μου στο πανεπιστήμιο, όπου ασχολήθηκα με την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου. Για το πως η αγορά αντλεί τη δύναμή της και από αποθέματα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, που πηγάζουν από θεσμούς εκτός αγοράς στην κοινωνία των πολιτών (πολιτιστικούς συλλόγους, συνεταιρισμούς, τοπικές οργανώσεις περιβάλλοντος κλπ). Και πως η αγορά, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, υπονομεύει αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο, ευνοώντας τον ατομικισμό και αντιμετωπίζοντας πολλούς από τους θεσμούς του κοινωνικού κεφαλαίου, όχι ως υποστηρικτικούς, αλλά ως εμπόδιο στον άκρατο πλουτισμό του επιχειρηματιών. Με ενδιέφερε, και με ενδιαφέρει ακόμα, το πως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να στηρίξει μια εναλλακτική σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας. Κάποτε ήθελα να γράψω και ένα ανοικτό γράμμα στον υπουργό άμυνας του ΠΑΣΟΚ εκείνης τος εποχής για το πως και ο στρατός υπονομεύει το κοινωνικό κεφάλαιο, αλλά τελικά το γράμμα έμεινε στο συρτάρι.

Μάταιο, νομίζω, να το αποσύρω τώρα και να το στείλω στη σημερινή κυβέρνηση. Μάλλον για αυτήν η δημιουργία ατομικιστικών και αυταρχικών ταυτοτήτων αποτελούν την ουσία της πολιτικής και όχι παράπλευρη απώλεια.

25/01/2021 Τα δικαιώματα δεν είναι μόνο για τους φίλους μας

Άνθρωποι από διάφορους χώρους, τον πολιτισμό, τον νομικό κόσμο την πολιτική υπογράφουν όχι υπέρ του Κουφοντίνα αλλά υπέρ της τήρησης των νόμων και στην περίπτωσή του. Υπογράφουν δηλαδή για κάτι που σε δημοκρατικούς πολίτες θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Παρόλα αυτά υπάρχουν αντιδράσεις για αυτό παραποιώντας τα κείμενα και κατηγορώντας τους υπογράφοντες.  Αν εξηγήσουμε ότι τα δικαιώματα που προκύπτουν από ένα φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο δεν είναι μόνο για τους φίλους μας, ή για αυτούς που συμφωνούμε, τι άλλο παραμένει να ειπωθεί;

11/02/2021 Όχι κ. Πιερρακάκη, δεν «φτάνει πια».

Στη Βουλή για το νομοσχέδιο για την παιδεία. Ο Αλέξης σε μεγάλη φόρμα αναδεικνύει όλα τα σοβαρά ζητήματα δημοκρατίας που θέτει το νομοσχέδιο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη – η υπουργός παιδείας φανερά σε ρόλο κομπάρσου. Στη δίκη του ομιλία ο κ. Πιερρακάκης λέει το ακόλουθο: «Ως χώρα και ως πολιτικό σύστημα, είναι σαφές ότι θα πρέπει να πούμε ένα ”αρκετά πια” στη διαχείριση των συμβόλων του εμφυλίου και της δικτατορίας. Αυτά έχουν μεγάλη σημασία, αλλά μικρή συνάφεια με τα δεδομένα της σημερινής εποχής».

Την επόμενη μέρα διαβάζω το άρθρο του προέδρου της Ιρλανδίας, Michael Higgins, στο Guardian, όπου ασκεί δριμεία κριτική στο βρετανικό ιμπεριαλισμό, και ιδιαίτερα στην προσποιητή αμνησία των δημοσιογράφων και των πανεπιστημιακών που αρνούνται να πιαστούν με αυτή την κληρονομιά: «Το να προσποιούμαστε αμνησία γύρω από τις δυσάρεστες πτυχές της κοινής μας ιστορίας δεν θα μας βοηθήσει να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον μαζί.  Τα περίπλοκα γεγονότα που θυμόμαστε και τιμούμε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου [δηλ. ο αγώνας για την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας] είναι αναπόσπαστο κομμάτι της  ιστορίας που έχει διαμορφώσει τα έθνη μας, σε όλη την ποικιλομορφία τους. Ωστόσο, είναι γεγονότα που πρέπει να θυμόμαστε και να κατανοήσουμε, σεβόμενοι το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές οπτικές επ’ αυτών. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να διευκολύνουμε μια πιο αυθεντική ερμηνεία όχι μόνο της κοινής μας ιστορίας αλλά και των μετα-σεχταριστικών δυνατοτήτων για το μέλλον».

Με λίγα λόγια χωρίς μια ηθική μνήμη – δηλαδή κάποιον αναστοχασμό, αυτοκριτική και κατανόηση για το ρόλο σου σε γεγονότα που στιγμάτισαν την ιστορία του τόπου – δεν μπορείς να πεις αυτό το «αρκετά πια». Δεν αμφισβητώ τα ευγενή κίνητρα του κ. Πιερρακάκη. Αλλά όταν προέρχεσαι από τον εκσυγχρονιστικό και κεντρώο χώρο, και κάνεις χωριό με τον Βορίδη, τον Γεωργιάδη, τον Κυρανάκη και τον Μπογδάνο, ε τότε θέλει μια προσοχή. Γιατί οι τελευταίοι μάλλον δεν δικαιούνται αυτό το «φτάνει πια». Και γενικότερα ο χώρος της Δεξιάς ποτέ δεν έχει στα σοβαρά αναμετρηθεί με τη σημασία της αντίστασης, του εμφυλίου και το δικό της ρόλο στην τραγωδία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και ούτε το μίσος που αναδεικνύει η Δεξιά, αλλά και το ακραίο κέντρο, για τη μεταπολίτευση έχει τέλος.

13/02/2021 Ο Ντράγκι ορκίζεται πρωθυπουργός

Τελικά κέρδισε κάτι ο Ρέντζι και για άλλη μια φορά η Ιταλία έχει έναν τεχνοκράτη πρωθυπουργό – υποτίθεται για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Ο Μάριο Ντράγκι δεν είναι τυχαία περίπτωση και από πολλές πλευρές, πιο σημαντική προσωπικότητα από τον συνονόματό του Μόντι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι ως πρόεδρος της ΕΚΤ, τοποθετούνταν πολλές φορές στα αριστερά της πλειοψηφίας των υπουργών οικονομικών του Eurogroup. Ιδιαίτερα πίεζε τους υπουργούς να κάνουν πολύ περισσότερα στα δημοσιονομικά και να υπάρχει μεγαλύτερος συντονισμός ανάμεσα στα κράτη μέλη στη δημοσιονομική πολιτική, λέγοντας ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να λύσει τα μεγάλα και στην ουσία πολιτικά προβλήματα της Ευρωζώνης. Ως πρωθυπουργός θα έχει δύο μεγάλες προκλήσεις: η πρώτη είναι να ανατρέψει την τάση απόκλισης που έχει καθιερωθεί ανάμεσα στις οικονομίες της Ευρώπης, και ιδιαίτερα ανάμεσα σε βορά και νότο. Η δεύτερη να αντιμετωπίσει τις οξείες ανισότητες στην ιταλική κοινωνία.

Στην κυβέρνηση συμμετέχει όλο το πολιτικό προσωπικό της χώρας πλην του κόμματος της Giorgia Meloni. Συγχρόνως στο Υπουργείο Οικονομικών κυριαρχούν τεχνοκράτες του κύκλου του, κάτι που θυμίζει την καταστροφική επιλογή του Ομπάμα που όταν έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ υιοθέτησε παρόμοια στρατηγική στον οικονομικό τομέα. Κάτι που αναίρεσε τις όποιες προσδοκίες για ό,τι διαφορετικό. Από αυτή την άποψη παραμένω απαισιόδοξος για την τύχη του εγχειρήματος. Εξίσου απαισιόδοξος παραμένω και για την επιστροφή της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα.