«Η Ελλάδα εργάζεται για την αποκατάσταση της ειρήνης και για τη σταθερότητα στην Ουκρανία και συγχρόνως για την αποφυγή ρήξης μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας». Αυτή ήταν η τοποθέτηση του υπ. Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά κατά την προσέλευσή του το μεσημέρι της Πέμπτης στην έκτακτη σύνοδο των υπ. Εξωτερικών της ΕΕ που συζητά το ζήτημα της αυστηροποίησης των κυρώσεων έναντι της Ρωσίας. Το εν λόγο θέμα είχε φέρει την πρώτη σύγκρουση μεταξύ της Ελληνικής κυβέρνησης και της ΕΕ καθώς η ανακοίνωση περί ανάγκης αυστηροποίησης των κυρώσεων δεν ελήφθη μετά από την προβλεπόμενη διαδικασία διαβούλευσης με όλα τα κράτη μέλη.
 

Ads

Στις Βρυξέλλες
 
Πριν από την έναρξη της συζήτησης ο Νίκος Κοτζιάς είχε διμερείς επαφές με τους ομολόγους του της Ουκρανίας και της Γερμανίας, καθώς και με την ύπατη εκπρόσωπο της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική.
 
Στη συνάντηση με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, συζητήθηκαν θέματα που άπτονται των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία, καθώς και η κατάσταση στην Ουκρανία. Νωρίτερα, προσερχόμενος στην συνάντηση των ΥΠΕΞ της ΕΕ στις Βρυξέλλες, ο Φρ. Σταϊνμάγερ είχε εκφράσει τον προβληματισμό του, δηλώνοντας ότι η ελληνική θέση δεν συνδράμει στην σημερινή συζήτηση για την ουκρανική κρίση. Ωστόσο, μετά την 20λεπτη συνάντηση με το Νίκο Κοτζιά, σύμφωνα με πηγές από τη γερμανική κυβέρνηση που επικαλείται το Reuters, ανησυχεί λιτότερο.
 
Στη συνάντηση με τον Ουκρανό Π. Κλίμκιν, ο Νίκος Κοτζιάς, μεταξύ άλλων, εξέφρασε την ανησυχία του για την αστάθεια στην Ανατολική Ουκρανία και, ιδίως, στην περιοχή της Μαριούπολης, όπου διαβιούν Ουκρανοί πολίτες ελληνικής καταγωγής. Από την πλευρά του ο Κλίμκιν απηύθυνε στον ΥΠΕΞ πρόσκληση να επισκεφθεί το Κίεβο το συντομότερο δυνατόν.
 
Ο Νίκος Κοτζιάς είχε συνάντηση και με την Ύπατη εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας Φεντερίκα Μογκερίνι. Κατά τη συνάντηση υπήρξε ανταλλαγή απόψεων για την κατάσταση στην Ουκρανία και για τις σχέσεις Ε.Ε. – Ρωσίας, ενώ η Μογκερίνι ενημέρωσε το Νίκο Κοτζιά ότι προσκάλεσε σε επίσκεψη, στις Βρυξέλλες, τον υπουργό Εξωτερικών της Κούβας.
 
Η διαφωνία
 
Το ζήτημα της αυστηροποίησης των κυρώσεων στη Ρωσία ξεκίνησε με τη διαμαρτυρία της ελληνικής κυβέρνησης για την σχετική ανακοίνωση της ΕΕ περί αυστηροποίησης των κυρώσεων έναντι της Ρωσίας, η οποία δεν έγινε με την προβλεπόμενη διαδικασία διαβούλευσης με όλα τα κράτη-μέλη. Μάλιστα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τηλεφώνησε το βράδυ της Δευτέρας στην επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής Φεντερίκα Μογκερίνι προκειμένου να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του επειδή η Ελλάδα δεν ρωτήθηκε.
 
Στο ζήτημα επενέβη ο Μάρτιν Σουλτς που δήλωσε για τη στάση της Ελλάδας απέναντι στο ουκρανικό ζήτημα ότι «δεν μπορείς ως πρώτο σου επίσημο βήμα να διασπάς την κοινή θέση, ενώ από την άλλη ζητά αλληλεγγύη από την Ευρώπη».
 
Κυβερνητικές πηγές επέμεναν ότι από ελληνικής πλευράς το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική πλευρά δεν ρωτήθηκε κι όχι το η ουσία του κειμένου. Για το θέμα τοποθετήθηκε και ο υπ. Οικονομικών της κυβέρνησης, Γιάννης Βαρουφάκης σημειώνοντας μέσω του blog του: «Από την πρώτη μέρα που αναλάβαμε τα υπουργεία μας, τα media “χτύπησαν” ξανά. Ο παγκόσμιος Τύπος κατακλύστηκε από δημοσιεύματα σχετικά με το πώς το τμήμα εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην υποτιθέμενη πρώτη της κίνηση, που ήταν να ασκήσει “βέτο” στις νέες κυρώσεις στη Ρωσία».
 
«Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν ρωτήθηκε ποτέ σχετικά με το αν είναι σύμφωνη!» σημειώνει ο Γιάννης Βαρουφάκης και προσθέτει: «άρα, ξεκάθαρα, το ζήτημα δεν είναι το αν η χώρα μας συμφωνεί ή διαφωνεί με τις κυρώσεις. Το ζήτημα είναι αν η άποψη μας θεωρείται δεδομένη χωρίς καν να είναι!»
 
Από την πλευρά της ΕΕ εκπρόσωπος του Ντόναλντ Τουσκ, Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ανέφερε ότι «διαβουλευθήκαμε με όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου ενός εκπροσώπου της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας. Εξ όσων αντιληφθήκαμε υπήρχε συμφωνία από όλους όσον αφορά την ανακοίνωση αυτή το απόγευμα της Δευτέρας. Όταν πληροφορηθήκαμε την επιφύλαξη της Ελλάδας το πρωί της Τρίτης (…) προτείναμε να προστεθεί μια υποσημείωση στην οποία θα εξηγείται πως η Ελλάδα δεν καλύπτεται από την ανακοίνωση αυτή. Καθώς η Ελλάδα δεν ήθελε να προστεθεί μια τέτοια υποσημείωση, ήταν σαφές σε εμάς ότι μπορούσαμε να δημοσιοποιήσουμε την ανακοίνωση, όπως είχε συμφωνηθεί το απόγευμα της Δευτέρας».