Το σκεπτικό Μαξίμου και Κουμουνδούρου πίσω από την επιλογή της Κατερίνας Νοτοπούλου για την μάχη της Θεσσαλονίκης βασίστηκε σε δύο παραδοχές. Η πρώτη είναι πως η υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης αποτελεί άφθαρτο και «φρέσκο» πρόσωπο, χτίζει προφίλ ως εκπρόσωπος της νέας γενιάς των πολιτικών, ήταν αποτελεσματική ως επικεφαλής του Γραφείου του Πρωθυπουργού, και ως εκ τούτων μπορεί να αποτελέσει μια υποψηφιότητα νίκης.

Ads

Η δεύτερη παραδοχή είναι πως όλα αυτά τα στοιχεία, μαζί με το γεγονός ότι η Κατερίνα Νοτοπούλου δεν προέρχεται από τις τάξεις των βετεράνων και των δογματικών της αριστεράς, της δίνουν χώρο διείσδυσης και συσπείρωσης ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων της Θεσσαλονίκης. Ανάλογη αφετηρία, καίτοι με διαφοροποιημένη τελική στόχευση, είχε και η επιλογή του Νίκου Μπελαβίλα για τον Πειραιά. Είναι επίσης άφθαρτος, έχει υψηλές επιστημονικές και επαγγελματικές περγαμηνές, και προέρχεται από μια οικογένεια με βαριά αριστερή και δημοκρατική παράδοση.

Η δε δική του «αποστολή» είναι να συσπειρώσει τις προοδευτικές δυνάμεις κόντρα στο κατεστημένο του «βαθέος Πειραιά». Και προς άρση κάθε αμφιβολίας για την ταυτότητα αυτού του κατεστημένου, ο Νίκος Μπελαβίλας φρόντισε από την πρώτη στιγμή να δείξει ευθέως και με ονοματεπώνυμο τον αντίπαλο: «Οφείλουμε», είπε, «να τα βάλουμε με το no politica» του κυρίου Μαρινάκη.

Απέναντι σ’ αυτές τις παραδοχές, ο αντίλογος – εκπορευόμενος και από παράγοντες εντός κυβέρνησης – εστιάζει στο στρατηγικό διακύβευμα. Και συμπυκνώνεται στο γεγονός πως, παρ’ ότι όντως άφθαρτοι, τόσο η Κατερίνα Νοτοπούλου όσο και ο Νίκος Μπελαβίλας αποτελούν καθαρά κομματικές υποψηφιότητες. Αρα πώς, και σε ποιον βαθμό, μπορούν να υπηρετήσουν την στρατηγική των «προοδευτικών μετώπων» – πόσο μάλλον, αφού ο σχεδιασμός του Μαξίμου βλέπει στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεξαμενές όσμωσης και ζύμωσης με τον κεντροαριστερό χώρο με αντίκρυσμα και στις εθνικές κάλπες.

Ads

Η απάντηση εδώ, από πρόσωπα που μετέχουν στις διεργασίες τόσο στο Μαξίμου όσο και στην Κουμουνδούρου, είναι πως τα «προοδευτικά μέτωπα» δεν σημαίνουν «πασοκοποίηση». Και πως το άνοιγμα και το προσκλητήριο στην κεντροαριστερά παραμένει εν ισχύ, την «πρωτοβουλία όμως, και την ατζέντα των συγκλίσεων την καθορίζει ο ΣΥΡΙΖΑ». Εν ολίγοις, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ο κυρίαρχος στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς και της κεντροαριστεράς και, ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει και τους όρους του παιχνιδιού.

Το εάν το εν λόγω μήνυμα μπορεί να συγκινήσει τους αναποφάσιστους, αντιδεξιούς και μετέωρους ψηφοφόρους θα φανεί σε έξι μήνες, στις αυτοδιοικητικές –τουλάχιστον – κάλπες. Το ήδη ορατό γεγονός ωστόσο είναι πως το ευρύτερο εγχείρημα των «προοδευτικών μετώπων» μοιάζει πλέον περισσότερο ασαφές, εάν όχι ασταθές. Από την μία πλευρά, κυβερνητικά στελέχη που τάσσονται σταθερά υπέρ των συγκλίσεων με την κεντροαριστερά, λένε πως η μετωπική σύγκρουση με την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ήταν μονόδρομος μετά την πλήρη προσχώρηση της Φώφης Γεννηματά στο δόγμα της «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, τα ίδια στελέχη αναγνωρίζουν πως η υπόθεση Σημίτη πάγωσε και κομβικές, επί μακρόν «δουλεμένες» γέφυρες – γέφυρες, όπως η κίνηση στήριξης της συμμαχίας με τον ΣΥΡΙΖΑ που προωθούσαν πρόσωπα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ με πλέον δραστήριους τον Νίκο Μπίστη και τον Νίκο Μουζέλη.

Μένει να αποδειχθεί εάν ο «παγετός» αυτός θα έχει μόνιμα ή μη πολιτικά χαρακτηριστικά. Κι εάν επίσης τα άφθαρτα πρόσωπα είναι αρκετά για να φέρουν, εν είδει πολιτικής νομοτελειακής ανάγκης, την σύγκλιση από την βάση…