H ώρα της μεγάλης κοινωνικής αναμέτρησης πλησιάζει για την κυβέρνηση Τσίπρα και όλα δείχνουν πως οι πολιτικές εξελίξεις των επόμενων μηνών θα περάσουν από τα οδοστρώματα των διαδηλώσεων και από τους δρόμους των αγροτικών μπλόκων.

Ads

Η σημερινή γενική απεργία και η, οξεία πλέον, κλιμάκωση των αγροτικών κινητοποιήσεων έρχεται την ώρα που κορυφώνεται η μάχη της αξιολόγησης και, μαζί, και οι απαιτήσεις των δανειστών: Η λύση-πακέτο που αξιώνουν οι δανειστές για ασφαλιστικό και φορολογικό με παράλληλες περικοπές συντάξεων (πιθανότατα επικουρικών) και αυξήσεις φόρων, εξελίσσεται στο μεγάλο ορόσημο για την κυβέρνηση – ένα ορόσημο, που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς παράπλευρες κοινωνικές και πολιτικές απώλειες.

Η στρατηγική που επιλέγει, μέχρι στιγμής, ο Αλέξης Τσίπρας μπροστά σ’ αυτήν την πρόκληση είναι εκείνη του «ταξικού προσήμου» και της διπλής δύσκολης ισορροπίας: Τήρηση των δεσμεύσεων μεν, αλλά και παράλληλη περιφρούρηση των κόκκινων γραμμών σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν επιδιώκει τη ρήξη με τους δανειστές, επιχειρηματολογεί υπέρ της «κοινωνικά δίκαιης» δομής των προτάσεών της για το ασφαλιστικό σε μικροσυνταξιούχους, μεσαίους επαγγελματίες αλλά και αγρότες, και επιλέγει να αντισταθμίσει το δημοσιονομικό κενό που αφήνει το σχέδιο Κατρούγκαλου για τις συντάξεις, αυξάνοντας τους φόρους για τους «έχοντες».

Ads

Προκειμένου, δηλαδή, να κρατήσει αλώβητες τις κύριες συντάξεις, αντιπροτείνει κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων μέσα από την αύξηση των συντελεστών φορολόγησης – ακόμη και πάνω από το 50% – στα εισοδήματα άνω των 50.000 ή 60.000 ευρώ.

Ταυτόχρονα, το Μαξίμου ανιχνεύει εκ νέου τις εν δυνάμει πολιτικές «εφεδρείες», γνωρίζοντας το σκηνικό ασφυκτικής πίεσης που θα διαμορφωθεί για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των «153» κατά την ψήφιση του ασφαλιστικού και του φορολογικού.

Στην αναγνωριστική αυτή τακτική εντάσσονται και οι συναντήσεις που είχε ο Αλέξης Τσίπρας με τον Φώτη Κουβέλη και την Φώφη Γεννηματά, καίτοι οι οιωνοί ανταπόκρισης –σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τα κοινοβουλευτικά κόμματα – δείχνουν άκρως περιορισμένοι.

Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον αέρα της μετατραυματικής και δημοσκοπικής ανάνηψης, δεν δείχνει καμία πρόθεση και δεν έχει κανέναν λόγο – πολιτικής τακτικής τουλάχιστον – να στηρίξει τον Αλέξη Τσίπρα σε μια επώδυνη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ακόμη κι εάν την έχει προσυπογράψει και ψηφίσει μέχρι κεραίας από το περασμένο καλοκαίρι.

Η Φώφη Γεννηματά, παρ’ ότι καταβάλει ηχηρή προσπάθεια να διαχωρίσει το στίγμα του ΠΑΣΟΚ από εκείνο της ΝΔ, δείχνει ταυτόχρονα εξαιρετικά επιφυλακτική σε οποιαδήποτε προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ βλέπει τον αυτόνομο και διακριτό ρόλο του κόμματος ως το μόνο όχημα για την επιβίωσή του μέσα σε μια πανταχόθεν συμπιεζόμενη κεντροαριστερά – ακόμη, δε, και η όποια άλλη σκέψη ή επιλογή της προϋποθέτει βαθύ ξεκαθάρισμα εσωτερικών αντιθέσεων, κυρίως με την βενιζελική πτέρυγα.

Μακριά από κάθε προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται και το Ποτάμι, υπό το βάρος της διαρκούς δημοσκοπικής αποδυνάμωσης, της εσωτερικής ιδεολογικής κρίσης και του πολιτικού φλερτ των φιλελευθέρων στελεχών του με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και, σε αυτό το κλίμα, τουλάχιστον έως το συνέδριο, ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν πρόκειται – και δεν δύναται πολιτικά – να προσφέρει το παραμικρό στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.

Παρά, ωστόσο, αυτό το εμφανώς αρνητικό τοπίο, το Μαξίμου θα επιμείνει στα ανοίγματα και στις, λιγότερο ή περισσότερες έμμεσες, ασκήσεις συναίνεσης. Πρόκειται, κατά κυβερνητικούς κύκλους, για την «μοναδική πολιτικά ρεαλιστική τακτική», με δεδομένο τόσο το κυβερνητικό παρελθόν της σημερινής αντιπολίτευσης, όσο και το γεγονός ότι τα όποια σενάρια εκλογών απορρίπτονται ως «προϊόντα του απόλυτου πολιτικού παραλογισμού»…