Η παραγγελία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ροδόπης προς το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για τον όρο «τουρκική μειονότητα, μπορεί να προκάλεσε έκπληξη αλλά δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό».

Ads

Η Εισαγγελία φαίνεται πως αναζητούσε κάποιον Καθηγητή  πρόθυμο να στηρίξει επιστημονικά τα ευφυολογήματα της Χ.Α. η οποία μήνυσε το μειονοτικό κόμμα ΚΙΕΦ για τη χρήση του όρου «τουρκική μειονότητα». Μάλλον δεν επιχείρησε να ποινικοποιήσει την ακαδημαϊκή σκέψη αλλά έδειξε ότι δεν θα είχε πρόβλημα να κάνει ακόμη και αυτό, αν χρειαζόταν. Άλλωστε η ελληνική πολιτική τάξη χρησιμοποιεί τον όρο «τουρκική» επίσημα μέχρι το 1980 και ανεπίσημα κάθε φορά που ζητά την ψήφο της μειονότητας. Για τη δε υπόθεση της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» η χώρα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Την ώρα που η χώρα συζητά διαρκώς τις κατηγορίες σύμπραξης διωκτικών αρχών και ΧΑ, κάποιοι εισαγγελείς εκτίθενται. Δεν μπορούν μάλλον να συλλάβουν το διεθνή αντίκτυπο που θα έχει μια πιθανή δίωξη σε βάρος ενός μειονοτικού κόμματος, μετά από μήνυση της υπόδικης νεοναζιστικής συμμορίας και σε τι περιπέτειες θα βάλει τη χώρα. Η «γκάφα» και η συνακόλουθη κατακραυγή δεν είναι σίγουρο ότι απομάκρυνε το ενδεχόμενο καθώς κάποιοι επιχειρούν να κουκουλώσουν την υπόθεση ως «παρεξήγηση» ενώ και η Ένωση Εισαγγελέων κάλυψε του Εισαγγελείς, εμφανιζόμενη να μην έχει αντιληφθεί ποιο το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Το έγγραφο – για το οποίο «πλήρωσαν τη νύφη»  οι αστυνομικοί που αντέγραψαν την εισαγγελική παραγγελία- είναι απλώς αφορμή. Η ουσία είναι η μήνυση που υπογράφει φαρδιά-πλατιά η Χρυσή Αυγή ενώ οι συντάκτες «φωτογραφίζονται» από το κείμενο και επαναλαμβάνονται συχνά στη Θράκη.

Εν μέσω μιας περιόδου που η Δικαιοσύνη κατηγορείται ότι ενεργεί στη Θράκη ως μακρύ χέρι των εθνικιστών, (μόνιμως «εθνικώς»  ανησυχούντων), ότι στοχοποιεί όσους αντιδρούν και «φρενάρει» τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης. Είναι μια μάλλον φρονηματική αντίληψη της δικαιοσύνης ενώ το επίμαχο έγγραφο μοιάζει να έχει βγει από μια χρονοκάψουλα της Θράκης, απευθείας από το 1990 !
Όμως για να εκτιμήσει κάποιος το παρόν, πρέπει να  γνωρίζει το παρελθόν: Το κλίμα και η ρητορική θυμίζουν εκείνα τα χρόνια, όταν  οι εντεινόμενες διεκδικήσεις της μειονότητας κατά της πολιτικής των διακρίσεων είχαν σκληρύνει επικίνδυνα τη στάση της ελληνικής πολιτείας, που επιστράτευσε το «βαθύ κράτος» αντί της πολιτικής, που πελαγοδρομούσε για άλλους λόγους. Σαν αποτέλεσμα υπήρξε το πογκρόμ του 1990 στο κέντρο της Κομοτηνής σε βάρος της μειονότητας, η πιο τραυματική εμπειρία της συμβίωσης. 

Ads

image

Το σοκ από την επίθεση και άλλα επεισόδια και οι αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οδήγησαν στην κομβική απόφαση για την πολιτική ισονομίας-ισοπολιτείας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη που ακολούθησαν σημαντικά βήματα επί χρόνια, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, τα οποία «πάγωσαν» το 2012 με την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Δεν ήταν απόλυτα αυθόρμητη καθώς είχε προηγηθεί η πτώση του τείχους και οι εκρήξεις εθνικισμών στα Βαλκάνια ενώ συνοδεύτηκε με μια Διακομματική Επιτροπή που στην ουσία, υιοθέτησε το γραφικό χαρακτήρα της «ευαίσθητης περιοχής» για τη Θράκη μέσω της οποίας ξεπλύθηκαν οι παλαιοκομματικοί μηχανισμοί και οι πακτωλοί επιδοτήσεων που θα «θωράκιζαν» δήθεν οικονομικά την περιοχή. Έτσι η Θράκη μεταβλήθηκε σε «επιχείρηση» με φανερούς και άδηλους πόρους για συγκεκριμένα κυκλώματα ενώ οι δυνάστες της μειονότητας έγιναν σε μια νύχτα  «φίλοι» της, πάντα με το αζημίωτο.  Η εθνική αφήγηση συνεχίζει έκτοτε να πάσχει στο ζήτημα της αντίληψης της πραγματικότητας και αρέσκεται να χρησιμοποιεί μια βολική εκδοχή της.

Στη σύγχρονη εποχή, τη  «σκληρή» περίοδο Σαμαρά που άφησε ένα αντιδραστικό νομοθετικό αποτύπωμα, ακολουθεί η περίοδος Τσίπρα  που το ανατρέπει, εν μέρει, και εκπροσωπεί τις απόψεις όσων ζητούν ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και εκδημοκρατισμό της περιοχής. Δεν έχει επέλθει ακόμη η προτέρα κατάσταση αλλά φαίνεται ότι παρά τις καθυστερήσεις και τις αντιστάσεις στο εσωτερικό, ξεκίνησε η εφαρμογή ενός προγράμματος, με δειλές αλλαγές στην εκπαίδευση, με τη σταδιακή κατάργηση της Σαρία προ της καταδίκης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το άνοιγμα του θέματος εκλογής μουφτήδων στο μέλλον χωρίς δικαστικές αρμοδιότητες.  (Αυτό που κανείς δεν υπενθύμισε σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ που αντέδρασαν είναι ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ήδη από το 2011 ολοκληρώσει νομοθετική ρύθμιση για την ανάδειξη μουφτήδων,  που απετράπη από την πτώση της κυβέρνησης ενώ η ΝΔ μετείχε το 2012 στη σχετική επιτροπή παρότι φρόντισε να τη δυναμιτίσει). Κυρίως, με την αλλαγή αντίληψης που αντιμετωπίζει ως εσωτερικό ζήτημα τη Θράκη και όχι διμερή διαφορά και αφαιρεί από το κάδρο ακραίους και των δύο πλευρών που συχνά ταυτίζονται και χρηματοδοτούνται από τις ίδιες πηγές.

Το πλέγμα των ζητημάτων της Θράκης είναι αρκετά περίπλοκο για να περιγραφεί σε λίγες γραμμές και να καταλάβει κάποιος γιατί Ελλάδα και Τουρκία μιλούν συνεχώς για τη Συνθήκη της Λωζάνης αλλά την παραβιάζουν αμφότερες συστηματικά. Για παράδειγμα  θα αναρωτιόταν κανείς γιατί π.χ. ένα ευρωπαϊκό κράτος σαν την Ελλάδα στήριζε ένα παρωχημένο καθεστώς ιεροδικείων με την εφαρμογή της Σαρία; Προφανώς γιατί είναι ένα εργαλείο επικυριαρχίας στη μειονότητα αλλά και γιατί ο θεσμός συνδέεται με τον κρατικό έλεγχο στις βακουφικές περιουσίες (οι επιτροπές των οποίων παραμένουν χωρίς εκλογές επί 50 χρόνια) τις οποίες εκμεταλλεύονται συγκεκριμένοι κύκλοι του «βαθέως κράτους» με την επίκληση «εθνικών λόγων», το πιο σύνηθες επιχείρημα για  κάθε ανομία στην Θράκη. Αν αναζητήσει κανείς τα ΜΜΕ και τους ανθρώπους που επικροτούσαν κάποτε το πογκρόμ και τη βία σε βάρος της μειονότητας ίσους τους βρει να σχετίζονται με βακουφικά ακίνητα… Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό γιατί μια μεγάλη μάζα πλειονοτικών και μειονοτικών παραγόντων στη Θράκη πολεμά κάθε μεταρρύθμιση και συντηρεί την ένταση.

Το νοσηρό κλίμα πιστοποιήθηκε πολύ πρόσφατα κατά την επίσκεψη Ερντογάν, από απειλητικά φειγ-βολάν σε μειονοτικά χωριά και «σημάδεμα» κατοικιών που θύμισε ναζιστική «νύχτα των κρυστάλλων». Παράλληλα, επανέρχονται αιτήματα για μια νέα «διακομματική επιτροπή» που προφανώς δεν έχει λόγο ύπαρξης παρά μόνο για να ανανεώσει τη διγλωσσία του πολιτικού συστήματος και να ενισχύσει τους υπόγειους μηχανισμούς και όσους τους εκμεταλλεύονται για οικονομικούς αλλά και πολιτικούς λόγους.  «Στην πολιτική, όπως και στην γραμματική, το λάθος που κάνουν όλοι ανακηρύσσεται σε κανόνα», είχε πει ο Αντρέ Μαλρώ.

Σε αυτό το κλίμα, που θυμίζει όλο και εντονότερα το κακό παρελθόν, το πρόσφατο έγγραφο που με άκομψο τρόπο εξέθεσε τη δικαστική εξουσία, δεν είναι καθόλου ασήμαντο ούτε το πρώτο, πολύ περισσότερο όταν την ταυτίζει με το εξτρεμιστικό κύκλωμα και τη Χ.Α.  Η  αποκάλυψη της υπόθεσης απελευθέρωσε ισχυρές φωνές σε όλο το πολιτικό φάσμα που ζητούν να ερευνήσει ο Άρειος Πάγος και να πάρει ανοιχτά θέση για όσα συμβαίνουν με τη Δικαιοσύνη στη Θράκη.

Και καθώς όλες αυτές οι κινήσεις απαντούν ευθέως στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, είναι πολύ ξεκάθαρη και η ευθύνη του παλιού πολιτικού συστήματος, που καλύπτει ή ανέχεται διαχρονικά τους ακροδεξιούς μηχανισμούς στη Θράκη, να αναθεωρήσει τη στάση του. «Πρέπει οι πολίτες να μάχονται για τους νόμους, όπως για τα τείχη της πόλης τους» είχε πει ο  Ηράκλειτος.

Η νεότερη γενιά και οι άνθρωποι στη Θράκη μοιάζουν κουρασμένοι από την ένταση και έτοιμοι για  αλλαγές και κατάργηση μηχανισμών και προνομίων στις δύο πλευρές,  ακόμη και αν συνεχίζουν να εκφοβίζουν με τα βολικά στερεότυπα του περασμένου αιώνα, κόντρα στην πραγματική ισονομία και δημιουργική συμβίωση. Η μπάλα λοιπόν στην κυβέρνηση για πραγματικές και δίχως πισωγυρίσματα μεταρρυθμίσεις  εκδημοκρατισμού στην Θράκη.

Οι διμερείς σχέσεις είναι ζήτημα της διπλωματίας,  ενώ τα εσωτερικά ζητήματα είναι υπόθεση της πολιτικής ηγεσίας. Η Δικαιοσύνη δεν έχει λόγο να  εμπλέκεται σε αυτή τη συνάρτηση  και να διαταράσσει την ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών. «Ο νόμος είναι λογική απαλλαγμένη από εμπάθεια»  έλεγε ο Αριστοτέλης.  «Δεν υπάρχει σκληρότερη τυραννία από εκείνη που διενεργείται κάτω από τη σκιά των νόμων και τα προσχήματα της δικαιοσύνης «είχε πει ο   Σαρλ Ντε Μοντεσκιέ . «Μην περιμένεις την Ημέρα της Κρίσης. Έρχεται κάθε μέρα» είχε πει ο νομπελίστας Γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ…