Η πρώτη – ηχηρή και πρόωρη – αυτοακύρωση των προεκλογικών και μετεκλογικών δεσμεύσεων Μητσοτάκη έρχεται δια των… τιμολογίων της ΔΕΗ.

Ads

Ήταν τον Ιούλιο, αμέσως μετά τις εκλογές, όταν ο υπουργός Ενέργειας Κωστής Χατζηδακης, παρά την εκστρατεία καταστροφολογίας που είχε εξαπολύσει για την επιχείρηση, διαβεβαίωνε πως το τελικό κόστος για τους καταναλωτές δεν θα αυξηθεί, ανεξαρτήτως του σχεδίου αναδιάρθρωσης που θα τεθεί σε ισχύ. Και ήταν επίσης μόλις χθες που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας διαμήνυσε πως «σε ό,τι αφορά την ΔΕΗ, εμείς θα μείνουμε στη δέσμευση του πρωθυπουργού στις προγραμματικές δηλώσεις και του αρμόδιου Υπουργού, ότι δεν θα υπάρξουν αυξήσεις στα τιμολόγια».

Το μήνυμα αυτό δεν εμπόδισε τον νέο πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΔΕΗ, Γιώργο Στάσση να συγκαλέσει έκτακτο διοικητικό συμβούλιο για τις 30 Αυγούστου με μοναδικό θέμα τις αυξήσεις στα τιμολόγια. Και κυρίως, δεν τον εμπόδισε να δηλώσει ότι «θα γίνει προσπάθεια ώστε να είναι όσο το δυνατό μικρότερη η επιβάρυνση στους λογαριασμούς».

Κοινώς, από την πρωθυπουργική και υπουργική δέσμευση για «καμία αύξηση στους λογαριασμούς της ΔΕΗ» φθάσαμε σε λιγότερο από δυο μήνες στην «προσπάθεια για την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση». Κατά τις πληροφορίες, δε, η – μικρότερη ή μεγαλύτερη – επιβάρυνση θα γίνει ορατή από την 1η Σεπτεμβρίου κιόλας, ημερομηνία κατά την οποία θα ισχύσει η νέα τιμολογιακή πολιτική, με την ηγεσία της ΔΕΗ να επικαλείται το «επείγον» των προβλημάτων ρευστότητας της επιχείρησης και με τον κ. Στάσση να υποστηρίζει ότι το ταμειακό έλλειμμα έχει ξεπεράσει ήδη τα 750 εκατ. ευρώ και να υπαινίσσεται ότι αγγίζει τα 800 έως 900 εκατ. ευρώ.

Ads

Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο το έλλειμμα αυτό οφείλεται στην «ωρολογιακή βόμβα που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση» και στο γεγονός ότι – επίσης η προηγούμενη κυβέρνηση -. «δεν υιοθέτησε το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ».

Ακόμη κι εάν αυτό ισχύει όμως, προφανώς και ο κ. Πέτσας, και ο κ.Χατζηδακης, και κυρίως ο κ. Μητσοτάκης, το γνώριζαν από τον Ιούλιο όταν δεσμεύονταν πως δεν θα υπάρξουν αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ. Και θα έχει ενδιαφέρον να εξηγήσει τον Σεπτέμβριο ο πρωθυπουργός, πέραν των αφορισμών για την «καμένη γη» του ΣΥΡΙΖΑ, πως και γιατί ακυρώνει τόσο σύντομα μια από τις προγραμματικές του δεσμεύσεις.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως απειλείται ήδη και με δεύτερη, εξίσου ηχηρή αυτοακύρωση – αυτή την φορά σε ό,τι αφορά την εμβληματική του δέσμευση περί μείωσης της φορολογίας των φυσικών προσώπων. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα φυσικά υπήρξε προεκλογική σημαία της ΝΔ (μαζί με τα δάκρυα για «την μεσαία τάξη που κατέστρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ»), όπως υπήρξε και κεντρική εξαγγελία του πρωθυπουργού στις προγραμματικές δηλώσεις.

Ουδείς όμως από το κυβερνητικό επιτελείο, και κυρίως από το οικονομικό επιτελείο, διαβεβαιώνει αυτή την στιγμή πως η εν λόγω εμβληματική υπόσχεση θα συμπεριληφθεί στο φορολογικό νομοσχέδιο του φθινοπώρου και δη με άμεση ισχύ. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη του στην Figaro περιορίστηκε να επαναλάβει μόνον την εξαγγελία για άμεση μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 28% στο 24%. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας επανέλαβε χθες πως «σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, η πρώτη μείωση αφορά τον εισαγωγικό φορολογικό συντελεστή, στο 9%». Δεν είπε τίποτα όμως ούτε για το ποτέ θα ισχύσει αυτή η «πρώτη μείωση», ούτε για το τι θα γίνει με τα υπόλοιπα φορολογικά κλιμάκια.

Αντιθέτως στελέχη του οικονομικού επιτελείου λένε, και τονίζουν επίμονα, πως τίποτα δεν θα κλείσει πριν την διαβούλευση με τους επικεφαλής των θεσμών στο τέλος Σεπτεμβρίου – μια διαβούλευση, στην οποία η κυβέρνηση για να προχωρήσει στοιχειωδώς έστω το φορολογικό πρόγραμμα της θα πρέπει να πείσει τους εταίρους ότι έχει αξιόπιστους τρόπους για να καλύψει το δημοσιονομικό κενό των 2 δις του 2020.

Το πρώτο πρόβλημα εδώ για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πως πρέπει να ανασκευάσει το δικό του αφήγημα περί «νέου κεφαλαίου στην οικονομία» και «ενισχυμένης αξιοπιστίας» της χώρας μετά την εκλογή του.

«Αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές γιατί να μην μας εμπιστευτούν οι εταίροι μας;», δήλωνε ο ίδιος στο τέλος Ιουλίου προεξοφλώντας την θετική στάση των δανειστών στο αίτημα του για δημοσιονομική ευελιξία και για χαμηλότερα πλεονάσματα. Οι πληροφορίες λένε πως μετά την συνάντηση του με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν αντελήφθη πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Και μάλλον θα το αντιληφθεί ακόμη πιο καθαρά μετά την συνάντηση του και με την Άνγκελα Μέρκελ στις 29 Αυγούστου.

Το δεύτερο πρόβλημα για τον πρωθυπουργό είναι πως στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να επικαλεστεί την «καμένη γη του ΣΥΡΙΖΑ». Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσιπρας του άφησαν ρευστό 37 δις στα δημόσια ταμεία, ρυθμό ανάπτυξης που αγγίζει το 2% και πλεόνασμα 1,7 δις στο πρώτο επτάμηνο του 2029. Άρα ο δημοσιονομικός χώρος που λείπει στον Κυριάκο Μητσοτάκη για να προχωρήσει στην «ανακούφιση της μεσαίας τάξης» δεν οφείλεται στον «καταστροφέα ΣΥΡΙΖΑ» αλλά στην δική του πολιτική ατζέντα – μια ατζέντα, που έχει ως πρώτη επιλογή και προτεραιότητα την αποφορολόγηση των επιχειρήσεων και της οικονομικής ελίτ.