Δύο ρήτρες και ένας πολιτικός φόβος χωρίζουν το ΔΝΤ και το Βερολίνο στο ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους και της τελικής συμφωνίας για την έξοδο από το Μνημόνιο.

Ads

Η «αυτοδύναμη έξοδος», ήτοι η λήξη του προγράμματος χωρίς πιστοληπτική γραμμή, αποτελεί κοινό τόπο και ουσιαστικά ειλημμένη απόφαση για όλες τις πλευρές, όπως επιβεβαιώθηκε και στις διαδοχικές συναντήσεις που είχε το τελευταίο διήμερο στην Ουάσιγκτον ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ.
Το κλειδί όμως για να είναι επιτυχής αυτή η αυτοδύναμη έξοδος – για να είναι «καλή έξοδος», όπως είπε χαρακτηριστικά ο Πολ Τόμσεν – είναι το μοντέλο ρύθμισης του χρέους, κι εκεί δεν έχει επέλθει ακόμη ο συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Το γαλλικό και το γερμανικό μοντέλο

Ο συμβιβασμός αυτός, όπως αναφέρουν κοινοτικές πηγές με γνώση των συζητήσεων της Ουάσιγκτον, αναζητείται ανάμεσα στο γαλλικό και το γερμανικό μοντέλο – δηλαδή, ανάμεσα στο μοντέλο ρύθμισης του χρέους με «ρήτρα ανάπτυξης» που έχει προτείνει το Παρίσι και στην παραλλαγή που προκρίνει το Βερολίνο και η οποία περιλαμβάνει «ρήτρα αιρεσιμότητας».

Ads

Το γαλλικό μοντέλο, στην πράξη, προβλέπει έναν αυτοματοποιημένο μηχανισμό, με βάση τον οποίο η Αθήνα θα προχωρά σε αποπληρωμές του χρέους μόνον εάν το ΑΕΠ κινείται πάνω από ένα επίπεδο (στην Ουάσιγκτον φέρεται να συζητήθηκε ένα επίπεδο κοντά στο 2,5%), ενώ εάν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος θα τίθενται αυτόματα σε εφαρμογή τα μέτρα ελάφρυνσης και αναστολής πληρωμών.

Με το μοντέλο αυτό συντάσσεται και το ΔΝΤ, το Βερολίνο όμως δεν επιθυμεί την αυτοματοποιημένη διαδικασία, κινούμενο από τον πάγιο φόβο του συντηρητικού πολιτικού συστήματος της Γερμανίας: θεωρεί ότι μια τέτοια λύση θα δημιουργήσει δεδικασμένο στο σύνολο της ευρωζώνης, θα άρει την πίεση των μεταρρυθμίσεων από την Αθήνα και θα εκληφθεί ως απόφαση που ζημιώνει τους γερμανούς φοροολογούμενους. Με αυτό το σκεπτικό, αντιπροτείνει στη ρήτρα ανάπτυξης να προστεθεί και ρήτρα αιρεσιμότητας – δηλαδή, ο μηχανισμός ελάφρυνσης του χρέους να ενεργοποιείται όχι μόνον με βάση το ΑΕΠ, αλλά και υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα υλοποιεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις εν είδει προαπαιτούμενων.

Το ΔΝΤ αντιτείνει ότι η «αιρεσιμότητα» ακυρώνει στην πράξη την αυτοδύναμη έξοδο, αποτελεί λάθος σήμα προς τις αγορές σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία και, κυρίως, δεν του δίνει την  δυνατότητα να παρουσιάσει θετική έκθεση για την βιωσιμότητα του χρέους από την στιγμή που δεν θα υπάρχει αυτοματοποιημένη διαδικασία ελάφρυνσης.

Τα μέτρα του 2019 – 2020

Με δεδομένο, δε, ότι το Ταμείο δείχνει πλέον καθαρά ότι επιθυμεί να παραμείνει στο πρόγραμμα – και δη με χρηματοδότηση -, στην Ουάσιγκτον έγινε σαφές ότι η διαπραγμάτευση των επόμενων εβδομάδων θα εστιάσει ακριβώς στην γεφύρωση αυτής της διαφοράς. Τα χρονικά περιθώρια όμως είναι στενά, ο Πολ Τόμσεν είπε ευθέως ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ προϋποθέτει τουλάχιστον μία αξιολόγηση και τούτο απαιτεί χρόνο, κι ο κίνδυνος για την Αθήνα είναι να βρεθεί ξανά ενώπιον ενός συμβιβασμού, στον οποίο θα καλείται να «πληρώσει» εκείνη την διαφορά δια της δημοσιονομικής οδού. Ενας τέτοιος συμβιβασμός θα μπορούσε να είναι η «βίαιη» εφαρμογή των ψηφισμένων μέτρων του 2019-2020, δηλαδή είτε η επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου, είτε η μείωση των συντάξεων χωρίς θετικά αντίμετρα.

Επ’ αυτού, ο Πολ Τόμσεν επέμεινε στην Ουάσιγκτον να τονίζει την νέα, «ήπια» προσέγγιση του Ταμείου, δηλώνοντας μάλιστα ότι ορισμένα μέτρα θα μπορούσαν να μην εφαρμοστούν άμεσα και να μετατεθούν σε μεταγενέστερο χρόνο – γεγονός, που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και αναβολής της μείωσης των συντάξεων, την οποία εξακολουθεί να επιδιώκει η κυβέρνηση.

Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει το Βερολίνο να συναινέσει σε πιο ριζικά βήματα απομείωσης του χρέους, προοπτική που αυτή την στιγμή δείχνει δύσκολη πολιτικά για τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Ολαφ Σολτς. Οι εσωτερικές αντιδράσεις στην κυβέρνηση συνασπισμού άλλωστε – προερχόμενες κυρίως από την πλευρά των Χριστιανοκοινωνιστών – ήταν και ο βασικός λόγος που ο΄Ολαφ Σολτς έδειξε αναμονή τουλάχιστον έως τον Ιούνιο, δηλώνοντας ότι η επίτευξη συμφωνίας για την Ελλάδα θα απαιτήσει «αρκετές εβδομάδες»…