Το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης ενέκρινε τη χρονική επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα κατά δύο έτη, έως το 2016. Η απόφαση διευκολύνει στο επίπεδο κατανομής των βαρών, αλλά επεκτείνει τη διάρκεια του προγράμματος λιτότητας. Προϋποθέτει άλλωστε επιπλέον χρηματοδότηση για τις τρέχουσες ανάγκες του Δημοσίου για δύο ακόμη έτη. Χρονική επιμήκυνση της αδράνειας στο επίπεδο των μεταρρυθμίσεων, διαβλέπει ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης, διδάκτωρ της Οξφόρδης και επίκουρος καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου.

Ads

Τι συνεπάγεται η εισήγηση του Eurogroup για χρονική επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής;

Ουσιαστικά, η επιμήκυνση αποτελεί μία διευκόλυνση αφενός στην κατανομή των βαρών, αφετέρου στο συντονισμό της προσπάθειας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Θα μετριαστεί το κοινωνικό βάρος ανά έτος ή ανά κοινωνική ομάδα, ωστόσο, θα επεκταθεί η περίοδος διάρκειας των επιβαρύνσεων.  

Με άλλα λόγια δεν θα «πέσουν» όλα τα μέτρα μαζί;

Ads

Ακριβώς. Θα μετριαστούν οι επιβαρύνσεις, αλλά θα επιμηκυνθεί το διάστημα εφαρμογής αυτών των… ελαφρυμένων επιβαρύνσεων. 

Και μέσα από αυτή τη διαδικασία υπολογίζεται ότι προκύπτει για το ελληνικό δημόσιο ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 32,5 δις.

Πράγματι. Το οποίο αντιστοιχεί στις τρέχουσες ανάγκες του Δημοσίου για αυτό το επιπλέον διάστημα το οποίο θα διαρκέσει η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής.

Πώς μπορεί να καλυφθεί αυτό το κενό;

Μόνο με την εισφορά των κρατών – μελών της ΕΕ και του ΔΣ του ΔΝΤ.

Ειδάλλως; Έντοκα γραμμάτια;

Τα έντοκα γραμμάτια αφορούν στη βραχυχρόνια χρηματοδότηση των «ανοιγμάτων». Το κενό αυτό μπορεί να καλυφθεί μόνο με επιπλέον χρηματοδότηση της τρόικας ή μέσω της ενδεχόμενης δικής μας αυτοδύναμης ανάκαμψης, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν ταχύτερα αποτελέσματα σε επίπεδο εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την προώθηση των αποκρατικοποιήσεων κ.ο.κ.

Παράλληλα, η Ευρωζώνη κάνει λόγο για επέκταση του στόχου για το χρέος: 120% του ΑΕΠ το 2022, αντί του 2020.

Πρακτικά, αυτή η μετατόπιση του στόχου είναι απόρροια της προηγούμενης διευθέτησης. Από τη στιγμή που εισέρχεται κανείς σε μια διαδικασία επιμήκυνσης της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής, προκύπτουν επιπλέον χρηματοδοτικές ανάγκες, οι οποίες με τη σειρά τους μετατρέπονται σε δάνεια και επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά. Άρα, μεταθέτουν το χρόνο περιορισμού του χρέους, εν προκειμένω, στο περιβόητο 120% του ΑΕΠ.

Εν τέλει, είναι κατά τη γνώμη σας θετική εξέλιξη η 2ετής επιμήκυνση;

Θα ήταν θετική εξέλιξη αν είχε κανείς απόλυτη εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα ότι θα προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις με εντιμότητα και ειλικρίνεια. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος για την ικανότητα αυτού του πολιτικού συστήματος και φοβάμαι ότι μια επιμήκυνση δεν θα είναι απλώς η ελάφρυνση των βαρών προς τον ελληνικό λαό, αλλά θα είναι η ελάφρυνση του πολιτικού συστήματος σε σχέση με τις ευθύνες του και η δυνατότητα συνέχισης όλων αυτών των γνωστών πελατειακών πολιτικών που διατηρούν το υφιστάμενο καθεστώς στη σημερινή του μορφή. Είμαι επιφυλακτικός.

Και τι συμβαίνει με την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ευρωζώνη και το ΔΝΤ;

Αυτή η αντιπαράθεση έχει μεγάλη σχέση με το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας των δύο φορέων. Η καταβολή της δόσης από το ΔΝΤ προϋποθέτει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ο «γερμανικός», σύμφωνα με τον οποίο οφείλουν να παραχθούν γρήγορα πρωτογενή πλεονάσματα. Ο άλλος τρόπος, τον οποίο πρεσβεύει το ΔΝΤ, είναι η απομείωση του χρέους που κατέχουν οι ευρωπαϊκές χώρες και η ΕΚΤ. Εδώ όμως είναι που υπεισέρχεται ο κανονισμός λειτουργίας της ΕΚΤ, ο οποίος δεν επιτρέπει τη διευθέτηση αυτού του χρέους, καθώς θα ισοδυναμούσε με νομισματικό γεγονός, δηλαδή κυκλοφορία χρήματος. Βαθύτερα, υποκρύπτεται μία φιλοσοφική διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων οργανισμών: Το ΔΝΤ διαπνέεται από τις αρχές της πλήρους ευελιξίας των πολιτικών για την αντιμετώπιση της κρίσης, μεταξύ αυτών και της νομισματικής πολιτικής. Ενώ η ΕΚΤ και το οικοδόμημα της ΕΕ δεν υιοθετεί καμία νομισματική πολιτική ως μέσο αντιμετώπισης τις κρίσης, απολύτως καμία, με το φόβο του πληθωρισμού που «ακουμπάει» στη δημοκρατία της Βαϊμάρης κ.ο.κ.

Συνεπώς, ποια είναι η πιθανή εξέλιξη σε αυτό το αδιέξοδο;

Είναι η συνήθης για τις διεργασίες σε διεθνές επίπεδο: Διαπραγματεύσεις και συμφωνίες οι οποίες θα ικανοποιούν και τις δυο πλευρές και που σίγουρα δεν θα τερματιστούν σε μία ή δύο εβδομάδες. Είναι δυνατό να έχουμε διαπραγματεύσεις οι οποίες θα υπερβούν τις απαιτήσεις της χώρας. Προς το συμφέρον μας είναι να παραμείνουμε στο πλαίσιο αυτών των διεθνών διεργασιών, στο πλαίσιο της καλής θέλησης όλων και της διευθέτησης των προβλημάτων. Και για να ελπίζουμε ότι θα ευοδωθούν αυτές οι διαπραγματεύσεις, οφείλουμε να συνεισφέρουμε αναδιαρθρώνοντας την ελληνική οικονομία, υλοποιώντας τις μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε επιτέλους να αρχίσουμε να λειτουργούμε όχι με ελλείμματα αλλά με πλεονάσματα.

Όπως το περιγράφετε όμως, έως ότου ευοδωθούν αυτές οι διαπραγματεύσεις ενδεχομένως να έχουμε «μείνει» από ρευστό.

Όχι. Αυτό αποκλείεται και το υπογραμμίζω κατηγορηματικά. Αυτοί που διαπραγματεύονται ξέρουν πολύ καλά ότι διαπραγματεύονται διατηρώντας την πλήρη ζωτικότητα του ελληνικού οικονομικού χώρου. Δεν πρόκειται ποτέ να έχουμε πρόβλημα ρευστότητας. Απλώς, μην περιμένετε ότι αυτό θα γίνει σε δύο μέρες ή σε μια εβδομάδα. Διότι ελέγχονται κανονισμοί μεγάλων οργανισμών οι οποίοι αλλάζουν μετά από διαδικασίες. Έτσι είναι οι θεσμικά συγκροτημένες δημοκρατίες. Υπάρχουν όργανα τα οποία συνέρχονται και αποφασίζουν. Πρέπει να αρχίσουμε κι εμείς να ξεπερνάμε τα μοναχικά πρωθυπουργικά καθεστώτα της μεταπολιτευτικής περιόδου.