Απαντήσεις «εδώ και τώρα» ζητάει η ΓΣΕΕ από τον ΣΕΒ για τις θέσεις του για τα εργασιακά, καθώς τα όσα ανέφερε σε οικονομικό δελτίο, την Πέμπτη, «βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα συνυπέγραψαν οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών» στην πρόσφατη συνάντηση των κοινωνικών εταίρων στο υπουργείο Εργασίας.

Ads

Όπως σημειώνει η ΓΣΕΕ σε ανακοίνωσή της, ο ΣΕΒ πρέπει να διευκρινίσει και να δώσει απαντήσεις εδώ και τώρα, για το ποιες από όλες τελικά είναι οι θέσεις του. «Αυτές που υπέγραψε στις 3/2/2012 στην κοινή μας επιστολή στον τότε πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο, στη Γενεύη το 2014 και στο Ζάππειο το 2015 υπό το ILO, στο υπουργείο Εργασίας πριν από λίγες μέρες ή αυτές που κοινοποιεί τώρα προς τα μέλη του και όχι μόνον;», διερωτάται.

Για τη Συνομοσπονδία «η υπογραφή μιας εθνικής διμερούς συμφωνίας, οφείλει να  έχει  το τεκμήριο της σοβαρότητας στην προώθηση των ζητημάτων που κατ΄ελάχιστον έχουν  συμφωνηθεί με τις εργοδοτικές οργανώσεις (μη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, μη επαναφορά λοκ-άουτ, επαναφορά διαδικασίας, περιεχομένου και καθολικότητας της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, επεκτασιμότητα  κλαδικών ΣΣΕ)». Η ΓΣΕΕ τονίζει ότι όλοι  οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί ως προς τις θέσεις, τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.

Υπενθυμίζεται πως πριν από λίγες ημέρες, οι κοινωνικοί εταίροι (ΓΣΕΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ) και ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα στα εργασιακά, δηλαδή τον κατώτατο μισθό, το όριο των ομαδικών απολύσεων, την επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων αλλά και τη μη εφαρμογή του Lock Out. «Οι κοινωνικοί εταίροι έλαβαν μία σημαντική απόφαση που θα αποτελέσει τον πυρήνα της εθνικής θέσης της κυβέρνησης ενόψει της δύσκολης διαπραγμάτευσης τον Σεπτέμβριο», δήλωσε ο υπουργός Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, υπογραμμίζοντας πως «δεν μπορεί να συνεχιστεί το καθεστώς απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Όσοι ήθελαν καθεστώς Πινοτσέτ στην Ελλάδα έχουν απομονωθεί και θα χάσουν».

Ads

«ΓΣΕΕ και εργοδότες καταλήξαμε με πολύ κόπο σε ένα ελάχιστο σημείο συμφωνίας, την ουσιαστική επικύρωση των δύο συμφωνιών υπό τον ILO», είχε τονίσει από την πλευρά του ο πρόεδρος της συνομοσπονδίας, Γιάννης Παναγόπουλος, και κάλεσε «τους εργοδότες να μην υπαναχωρήσουν, την κυβέρνηση να υπερασπιστεί την συμφωνία και τους εργαζόμενους να βρίσκονται σε εγρήγορση για ένα δύσκολο φθινόπωρο». Όπως σημείωσε είναι δεδομένο το αίτημα της ΓΣΕΕ για στήριξη της συμφωνίας από όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, ενώ σημείωσε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες για τον θεσμό της μεσολάβησης και διαιτησίας μέσω του ΟΜΕΔ, την επεκτασιμότητα, τη μετενέργεια και την συρροή των συλλογικών συμβάσεων».

Η απάντηση του ΣΕΒ στη ΓΣΕΕ

«Προσυπογράφουμε το κείμενο γενικών αρχών και κατευθύνσεων των κοινωνικών εταίρων και, ταυτόχρονα, εξειδικεύουμε στις παρεμβάσεις μας, ως οφείλουμε με υπευθυνότητα, διαφάνεια και εποικοδομητικό πνεύμα τις πάγιες θέσεις μας σε όλα τα κρίσιμα εργασιακά ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης» αναφέρει στην απάντηση του ο ΣΕΒ και προσθέτει: «Στο πεδίο των εργασιακών, το ζητούμενο για τον ΣΕΒ είναι να οικοδομήσουμε ένα σύστημα που θα είναι απαλλαγμένο από τις ατέλειες και τα σφάλματα του παρελθόντος, που θα ευθυγραμμίζεται με τις δυναμικές ευρωπαϊκές οικονομίες ως προς τους στόχους, τις προοπτικές και τα εργαλεία πολιτικής».

Το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ

Ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του, που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, με τίτλο «ελευθερία στις συλλογικές συμβάσεις και στα ΜΜΕ», αναφέρει για τις ομαδικές απολύσεις πως η πρότασή του είναι να εφαρμοσθεί η κοινοτική νομοθεσία, χωρίς δυνατότητα πολιτικών παρεμβάσεων που προβλέπεται σήμερα και να χρησιμοποιηθούν κοινοτικοί πόροι, οι οποίοι μπορούν να ελαφρύνουν μέρος από το πρόβλημα που δημιουργείται στο προσωπικό.

Ακόμη για τον κατώτατο μισθό, τονίζεται ότι οι κοινωνικοί εταίροι επιζητούν να επανέλθει το παλαιό σύστημα καθορισμού, μέσω συλλογικής σύμβασης. «Πιστεύουμε ότι έχουμε πάρει όλοι τα μαθήματά μας από το παρελθόν και μία τέτοια λύση αποτρέπει τον υπαρκτό κίνδυνο με το σημερινό σύστημα, ένας λαϊκιστής υπουργός Εργασίας να δώσει υπερβολικές αυξήσεις, μόλις δει τα πρώτα ίχνη της ανάκαμψης, αγνοώντας τις επιπτώσεις σε μία εύθραυστη οικονομία», σημειώνει ο ΣΕΒ.

Για τις συλλογικές συμβάσεις, επισημαίνεται ότι οι επιχειρησιακές πρέπει να κατισχύουν και ότι πρέπει να αλλάξει το καθεστώς της λεγόμενης «υποχρεωτικής διαιτησίας», όπως εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Για τις απεργίες, να εκλογικευτεί η απεργιακή νομοθεσία, ιδιαίτερα σε τομείς που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ή που εξυπηρετούν το γενικό οικονομικό συμφέρον (εταιρείες που παρέχουν ηλεκτρισμό, ύδρευση, επικοινωνίες, αλλά και μεταφορές, υγεία, κ.λπ). «Οι απεργοί δεν μπορούν να κρατούν “όμηρο” την οικονομία ή να μην παρέχουν ελάχιστες ζωτικής σημασίας υπηρεσίες», αναφέρει ο Σύνδεσμος.

Ολόκληρο το δελτίο του ΣΕΒ

 

Ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του αναφέρεται και στο θέμα των ΜΜΕ. «Το νομοσχέδιο για τη δημιουργία μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας διάθεσης διαφημιστικού χρόνου αποτελεί μία ελληνική πατέντα πάνω σε τεχνολογίες αιχμής, που έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για την αγορά και διανομή διαφημίσεων έναντι τηλεοπτικού περιεχομένου, μέσω μίας τεχνολογικά αυτοματοποιημένης και βασισμένης σε ψηφιακά δεδομένα πλατφόρμας (ProgrammingTV), που διακινούνται, μέσω διαδικτύου, κινητών, τηλεόρασης και καλωδιακών δικτύων», αναφέρει και συνεχίζει:

«Η μεταφορά της στην ελληνική πραγματικότητα και η επιβολή της διά νόμου και όχι μέσα από διεργασίες ιδιωτικοοικονομικού χαρακτήρα είναι προσχηματική και παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας. Όπως και με τον νόμο για την αδειοδότηση περιορισμένου αριθμού τηλεοπτικών σταθμών, λειτουργούντων σε καθεστώς ελεγχόμενου ανταγωνισμού και προκαθορισμένου κόστους, έτσι και με το νομοσχέδιο για τη διάθεση διαφημιστικού χρόνου, πλήττεται η ελευθερία των συναλλαγών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός.

Και ενώ στις ΗΠΑ, η τεχνολογία αυτή δεν έχει αποκτήσει, παρά ελάχιστη αποδοχή, καθώς δημιουργεί ασυνέχειες στην αγορά, η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να την εφαρμόσει υποχρεωτικά στο σύνολο της τηλεοπτικής αγοράς, επιβάλλοντας και πρόσθετη φορολόγηση 10% του διακινούμενου κύκλου εργασιών από διαφημιστικό έσοδο, για να καλύψει τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και άλλων συναφών αναγκών πολιτικού σχεδιασμού της ούτως ελεγχόμενης αγοράς τηλεοπτικών σταθμών. Και οι δύο νόμοι αργά ή γρήγορα είναι πιθανό να κριθούν αντισυνταγματικοί και θα καταπέσουν. Η αναστάτωση, όμως, που προκαλείται στην αγορά είναι ανεπίτρεπτη, ιδίως σε μία περίοδο όπου πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν απλά να επιβιώσουν».