Δεν πρόλαβε, την 1η Νοεμβρίου, να αναλάβει τα καθήκοντα του και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρέθηκε στη θέση του κατηγορούμενου. Ήδη το πρακτορείο οικονομικών ειδήσεων Bloomberg ζήτησε την παραίτηση του Ζαν Κλοντ Γιούνγκερ, ενώ και ισχυρά γερμανικά μέσα ενημέρωσης αναρωτιούνται αν μπορεί να διατηρήσει την θέση του, μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις.

Ads

Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, για την ακρίβεια τις Βρυξέλλες, οι αποκαλύψεις αυτές δεν αποτελούν είδηση. Ήταν γνωστό ότι ως πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών του Λουξεμβούργου, ο Γιούνγκερ είχε μετατρέψει το Δουκάτο σε παράδεισο φοροδιαφυγής, ένα είδος νησιών Καιμάν στην καρδιά της Ευρώπης. Με την βοήθεια των φορολογικών αρχών της λιλιπούτειας χώρας, μεγάλες ευρωπαϊκές και πολυεθνικές εταιρείες απέφευγαν να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούσαν στην χώρα τους ή σε εκείνη όπου σημειώνουν το βασικό κύκλο εργασιών τους. Πλήρωναν στο Λουξεμβούργο πολύ μικρότερο φόρο, που όμως επέτρεψε στο μισό εκατομμύριο των κατοίκων του να αποκτήσει το μεγαλύτερο κατά κεφαλή εισόδημα στον κόσμο.

Ήταν επίσης γνωστό εδώ και χρόνια ότι ο ίδιος ο Γιούνγκερ είχε προσπαθήσει να περιορίσει τις σχετικές έρευνες, οι οποίες είχαν ξεκινήσει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Νωρίτερα, το 1997, όταν το Λουξεμβούργο προήδρευε της ΕΕ, ο Γιούνγκερ είχε καταφέρει ο σχετικός “κώδικας ηθικής” των κρατών μελών να μην γίνει και νόμος. Έκτοτε το Λουξεμβούργο λειτουργούσε σύμφωνα με το δόγμα ..Βουλγαράκη: ότι είναι νόμιμο,ή δεν είναι ακριβώς παράνομο, είναι και ηθικό. Μεγάλες επιχειρήσεις κατέφευγαν στο φιλόξενο Δουκάτο και επειδή και στις Βρυξέλλες είναι το χρήμα και τα lobby που βασιλεύουν, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια. Και θα συνέχιζαν να το κάνουν αν ο Γιούνγκερ δεν είχε διεκδικήσει και τελικώς αναλάβει την προεδρία της ΕΕ, γεγονός που τον εκτόξευσε στο επίκεντρο των παιχνιδιών εξουσίας, στρέφοντας τα φώτα επάνω του. Και τον ανέδειξε ως στόχο των Βρετανών ή και κάποιων Γερμανών συντηρητικών και φυσικά των δημοσιογράφων που έκαναν τις πρόσφατες αποκαλύψεις.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου, ο Γιούνγκερ δεν ρωτήθηκε καθόλου για όλα αυτά. Ο βασικός του αντίπαλος, ο σοσιαλδημοκράτης Μάρτιν Σουλτς απέφυγε να θίξει το θέμα συνάπτοντας αντίθετα μια άτυπη συμμαχία μαζί του, αφού και οι δύο συμμετέχουν από κοινού, αν και σε διαφορετικές “συνιστώσες”, στο “κόμμα της αγοράς”: στην ιερή συμμαχία Συντηρητικών- Σοσιαλδημοκρατικών, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αγορών και του μεγάλου κεφάλαιου.

Ads

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, απ’ όπου μας ήρθε η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, η μετατροπή της δημοκρατίας σε ολιγαρχία έχει ολοκληρωθεί: στις πρόσφατες εκλογές για το αμερικανικό Κογκρέσο, δαπανήθηκαν τα περισσότερα χρήματα(4 δις $) στην ιστορία. Από αυτά το 1 δις προέρχεται από ανώνυμα, σκοτεινά group οικονομικών συμφερόντων που η νέα αμερικανική νομοθεσία επιτρέπει να συμμετέχουν και να κερδίζουν τις εκλογές: σχεδόν σε όλες τις εκλογικές “κούρσες” επικράτησαν οι υποψήφιοι βουλευτές, γερουσιαστές  ή κυβερνήτες με τα περισσότερα χρήματα, βασικά για αρνητικές τηλεοπτικές διαφημίσεις. Και ενώ οι εκλογικές δαπάνες απογειώθηκαν, η συμμετοχή στις εκλογές σημείωσε νέο αρνητικό ρεκόρ, λιγότερο από 40%! Προς ανάλογο ολιγαρχικό καθεστώς βαδίζει και η Ευρώπη και η μακρόχρονη ανοχή στον φορολογικό παράδεισο του Λουξεμβούργου συμβολίζει ακριβώς την πλήρη υποταγή της πολιτικής στα οικονομικά συμφέροντα.

Απομένει να δούμε αν ο βαλλόμενος Γιούνγκερ -που παρόλα αυτά αποτελούσε την πιο καλή εκδοχή συντηρητικού πολιτικού καθώς διαφωνούσε με τον εθνικό εγωισμό και τις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας του Βερολίνου- θα διατηρήσει την θέση του. Αν οι επίσημες έρευνες επιβεβαιώσουν τις δημοσιογραφικές, αν δηλαδή αποδειχθεί ότι το Λουξεμβούργο δεν κινείτο απλώς στην γκρίζα περιοχή νόμιμου και ηθικού αλλά παραβίαζε τους κανόνες της ΕΕ βοηθώντας μεγάλες εταιρίες όπως η Fiat-Chrysler ή η Amazon να φοροδιαφεύγουν, τότε ο Γιούνγκερ ίσως αναγκαστεί να παραιτηθεί, αφού βρεθεί για μήνες στην άμυνα, απολογούμενος. Δεν είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η παραπαίουσα ευρωζώνη, όπου το φάντασμα της κρίσης έκανε ξανά την εμφάνιση του, παρά τα ξόρκια της μαντάμ Μέρκελ.