Στις 13 Αυγούστου του 1968 ο Αλέκος Παναγούλης, μια από τις εμβληματικότερες μορφές του αντιδικτατορικού αγώνα, αποπειράται να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η επίθεση με τα εκρηκτικά στη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου απέτυχε.

Ads

Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται, οδηγείται στο κέντρο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ και στη συνέχεια, μεταφέρεται στις στρατιωτικές φυλακές της Αίγινας και κατόπιν στις φυλακές Μπογιατίου, από όπου δραπετεύει στις 5 Ιουνίου 1969, με τη βοήθεια ενός φαντάρου, του 19χρονου τότε Γιώργου Μωράκη. 

Στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για την δικτατορία και την αντίσταση» (εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ») περιλαμβάνεται η – ιστορικής σημασίας – μαρτυρία του Γιώργου Μωράκη για την απόδραση του Παναγούλη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Λευτέρης Βερυβάκης: Γιατί αποφασίσαμε να δολοφονήσουμε τον Γ. Παπαδόπουλο
Κλωνιζάκης: Πώς οργανώσαμε τη δολοφονία του Παπαδόπουλου

Ads

Ακολουθεί ολόκληρη η μαρτυρία του Γιώργου Μωράκη

Για τον Αλέκο είχα ακούσει πολύ λίγα πράγματα. Ήμουν στρατιώτης όταν το 1968 έγινε η απόπειρα κατά του δικτάτορα. Υπηρετούσα σε μια Σχολή Υπαξιωματικών στα Σέρβια της Κοζάνης. Μας κάλεσε ο Διοικητής της Σχολής εκείνη την ημέρα, μας είπε ότι κάποιος επίορκος προσπάθησε να δολοφονήσει τον εθνοσωτήρα της Ελλάδος.

Στα τέλη του 1968, μετατέθηκα στο Μπογιάτι. Εκεί εκτός των άλλων κρατουμένων που ήταν στρατιώτες, ήταν και φυλακισμένος ο Αλέκος Παναγούλης ο οποίος  ήταν θανατοποινίτης.

Είχα τρεις, τέσσερις ημέρες στο Μπογιάτι, οι συνάδελφοι είπαν θα κάνουμε πλάκα στον νεοσύλλεκτο, στο στραβάδι όπως τους λέγαμε τότε. Στην άκρη της φυλακής ήταν ένα απομονωμένο κελί και εκεί ήταν ερμητικά κλειστός ο Αλέκος. Υπήρχε μια τρύπα στο ενδιάμεσο ανάμεσα στον προθάλαμο και το κελί του, και πήγα να βάλω το μάτι μου για να δω ποιος είναι, γιατί μου παρουσιάσανε ότι είναι ένας εγκληματίας, σκληρός εγκληματίας. Δεν μου είπαν ότι ήταν ο Αλέκος. Εκείνη την ώρα λοιπόν μου έβγαλε ο Αλέκος το δάχτυλό του, όχι βέβαια για να μου βγάλει το μάτι αλλά για να με τρομοκρατήσει. Ήταν 6 Ιανουαρίου μετά τα Θεοφάνια, και μέχρι τις 5 Ιουνίου του 1969 που έγινε η απόδραση, ζήσαμε πολύ στενά και οι άλλοι συνάδελφοι, αλλά και εγώ που είχα τον έλεγχο του Αλέκου.

Οι συνθήκες κράτησής του, απίστευτα σκληρές. Ζούσε σε ένα σκοτεινό κελί, υγρό χωρίς παράθυρα, χωρίς κρεβάτι, σε ένα στρώμα κοιμόταν και καμιά φορά όταν τον τιμωρούσαν του παίρνανε και το στρώμα. Δεν είχε τουαλέτα, είχε μια τρύπα και εκεί πήγαινε και έκανε όλη την σωματική ανάγκη. Η οποία βέβαια είχε μια φοβερή αποφορά που δεν μπορούσε να πλησιάσει άνθρωπος
Αυτός ήταν ιδιαίτερα σκληρός και προκλητικός όχι βέβαια στους ανθρώπους οι οποίοι τον φροντίζανε ή με τους στρατιώτες. Ήταν σκληρός απέναντι των αξιωματικών οι οποίοι είχαν εντολές από την χούντα να είναι ιδιαίτερα σκληροί μαζί του. Γιατί συχνά και ξύλο έπεφτε και με χειροπέδες ήταν μέρα, νύχτα δεμένος πισθάγκωνα. Και βέβαια, ο Αλέκος επειδή ήταν επαναστάτης δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να τον βασανίζουν, να τον τιμωρούνε, να τον βρίζουν χωρίς να αντιδρά με κάθε τρόπο.

Μέχρι επιθέσεις έκανε επάνω τους, τους έβριζε, «Παπαδοπουλάκια και φασιστάκια», χωρίς να φοβάται ποτέ τίποτα. Και βέβαια όλα αυτά είχαν σκληρότερες συνέπεια, τον τσαλακώνανε άγρια. Και ξύλο πολύ και χωρίς φαγητό αρκετό πολλές φορές. Δεν άνοιγαν το κελί του για πολλές ημέρες. Δεν νομίζω ότι άλλος άνθρωπος θα άντεχε. Άντεξε γιατί ήταν ο Αλέκος Παναγούλης.

Βέβαια, εμείς οι στρατιώτες που είχαμε το κλειδί του κελιού του, όταν έφευγαν οι αξιωματικοί, του ανοίγαμε. Και είχε τουλάχιστον μία επαφή με κάποιους ανθρώπους, ένα, δύο στρατιώτες που του μιλάγαμε. Είχε φοβερή θέληση, πολύ δύναμη, φοβερή αγωνιστικότητα, εγώ τον παρομοιάζω με τον Τσε Γκεβάρα. Άντεξε μέχρι τέλους και για 5 χρόνια, γιατί μετά από την απόδραση που κάναμε μαζί, η διαβίωσή του ήταν ακόμη πιο σκληρή, του έσκαψαν ένα κελί μέσα στο χώμα και εκεί τον είχανε τέσσερα χρόνια φυλακισμένο.

Δεκαεννιά χρονών τότε, εμένα με συγκίνησε, ήμουνα και από μία δημοκρατική οικογένεια. Τον βοηθούσα αλλά ήθελα να τον βοηθήσω ακόμα περισσότερο. Και κάποτε κατάλαβε ότι μπορεί να μου έχει εμπιστοσύνη, να ανοίξουμε το κελί και να τον βγάλω στην ελευθερία.

Αυτά τα πράγματα γίνονται και ξαφνικά, δεν το συζητάς πολύ, είναι της στιγμής. Δεν έγινε λοιπόν πολύ συζήτηση. Μου λέει, «ρε δεκανέα δεν ανοίγεις το κελί που έχεις τα κλειδιά να φύγουμε;» Δεν χρειάστηκε και πολλή σκέψη, γιατί όταν αρχίζεις και σκέφτεσαι κάτι τέτοιο, μπαίνουν πια άλλοι παράμετροι που μπορούν να σε επηρεάσουνε αρνητικά. Θα πεις ότι αν μας πιάσουν, τελειώσαμε, χαθήκαμε, έγινε λοιπόν γρήγορα η συζήτηση αυτή και έτσι ένα βράδυ αποφασίσαμε να φύγουμε. Δεν υπήρχε σχέδιο καν, γιατί αν υπήρχε σχέδιο αυτό προϋποθέτει ότι θα έπρεπε να υπήρχε μία οργάνωση, θα έπρεπε εγώ να είχα έρθει σε επαφή με κάποιους φίλους, για να μας περιμένουν κάποιοι έξω. Έγινε στο τσακ – μπαμ.
Πέντε Ιουνίου, πολλή ζέστη, θυμάμαι, βρόμαγε πάρα πολύ το κελί του εκείνο το βράδυ, μου λέει, «δεκανέα, απόψε πως το βλέπεις;». Εγώ βέβαια από νωρίς που ήταν να βγω έξοδο στην Αθήνα, έστειλα έναν συνάδελφό μου να βγει και έμεινα για να προχωρήσουμε το σχέδιο.

Γεμίσαμε το στρώμα του με κουβέρτες ώστε να φαίνεται ότι είναι μέσα και κοιμάται, κλειδώσαμε το κελί, φορέσαμε από μία στολή, την εκστρατείας εγώ, και την κανονική μου ο Αλέκος, και με την αρμαθιά των κλειδιών βγήκαμε από τον προθάλαμο του κελιού του, όπου μέναμε εμείς οι στρατιώτες. Κατεβήκαμε στην εσωτερική πόρτα της φυλακής, η φυλακή είχε δύο μάντρες, η εξωτερική και η εσωτερική που ήτανε τα κελιά. Εκείνη την περίοδο οι φρουροί στις μάντρες τη νύχτα ήτανε νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι δεν μας ξέρανε. Του λέω, «ρε συ νεοσύλλεκτε, άνοιξέ μας την πόρτα γιατί θα βγούμε έξω». Κατέβηκε το παιδί, μας άνοιξε την πόρτα, χωρίς να ξέρει ποιος είναι αυτός που κουβαλάω μαζί μου.

Έτσι λοιπόν χωρίς σχέδιο διασχίσαμε την φυλακή, περάσαμε πίσω από το Διοικητήριο που μπροστά ήτανε οι αξιωματικοί, πήγαμε στη μάντρα την εξωτερική, πάρα πολλή ψηλή, σκαρφαλώσαμε και πέσαμε από κάτω. Ήτανε γύρω στα δέκα μέτρα το ύψος της μάντρας. Εκείνη τη στιγμή υπήρχανε κάποια τσοπανόσκυλα, μας κυνηγήσανε, φοβηθήκαμε, το ξεπεράσαμε, και σιγά – σιγά  προχωρήσαμε προς το Μπογιάτι. Και από εκεί αρχίζει πλέον το οδοιπορικό μας.

Μπήκαμε στο πρώτο λεωφορείο του Μπογιατίου, κατεβήκαμε στην Κηφισιά, αλλάξαμε τις στολές γιατί είχαμε και πολιτικά μαζί σε μία τσάντα, και πήραμε ένα ταξί. Κατεβήκαμε στην Κυψέλη σε διάφορους φίλους, άλλους τους βρήκαμε, άλλους δεν τους βρήκαμε, άλλοι μας βοηθήσανε, άλλοι δεν μας βοηθήσανε. Καταλήξαμε εν πάση περιπτώσει σε κάποιο σπίτι το πρώτο βράδυ και μάλιστα ήτανε και συγγενικό του Αλέκου. Ήτανε οι άνθρωποι που τελικά μας καταδώσανε.

Καθίσαμε ένα βράδυ εκεί γιατί δεν μπορούσαμε να καθίσουμε παραπάνω, πήγαμε την δεύτερη μέρα σε άλλο σπίτι και εκεί δεν μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν, μέχρι σε οικοδομή χαλασμένη μείναμε. Και επειδή το τελευταίο βράδυ δεν είχαμε να πάμε πουθενά, πήγαμε στο ίδιο σπίτι, των συγγενών του Αλέκου, που είχαμε πάει την πρώτη βραδιά. Αυτοί μας κατέδωσαν για να πάρουν την επικήρυξη, παραδίδοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας
Εγώ είχα βγει εκείνη την ημέρα για να στείλω κάποιο γράμμα στον Στάθη, το οποίο βέβαια δεν μπορούσα να το στείλω με ταχυδρομείο, έπρεπε να βρω ένα σύνδεσμο. Ήτανε μία ξαδέρφη τους που μας φιλοξένησε ένα βράδυ, δεν μπορούσε η κοπέλα να μας φιλοξενήσει άλλο γιατί ήταν σταμπαρισμένη από την χούντα και τους κυνηγάγανε.

Και περίμενα να την βρω την ώρα που επέστρεφε από την δουλειά της για να της δώσω το γράμμα, με το οποίο ζητούσαμε βοήθεια από το εξωτερικό. Γιατί στο εσωτερικό ήτανε αδύνατον να βοηθηθούμε, ο κόσμος φοβότανε, ο κόσμος είχε χαθεί, δεν βρίσκαμε φίλους.  Δυστυχώς όμως η κοπέλα που μας είχε βοηθήσει πάρα πολύ το δεύτερο βράδυ, δεν επέστρεψε από την δουλειά. Γυρνώντας, λοιπόν, πίσω είδα όλο το τετράγωνο μπλοκαρισμένο, και τον Αλέκο να είναι δεμένος με χειροπέδες και να τον κρατάνε δύο τεράστιοι της ασφάλειας.

Έτσι ξέφυγα από την πρώτη έφοδο αλλά δεν ήξερα που να πάω, και που να κρυφτώ, δεν είχα την πείρα ανθρώπων οι οποίοι δουλεύανε στην παρανομία επί χούντας. Και αντί να με βοηθήσουν κάποιοι δικοί μου άνθρωποι στους οποίους κατέφυγα, με παραδώσαν στην χούντα. Κι έτσι αρχίζει άλλο οδοιπορικό, πιο σκληρό. Με μεγάλες ταλαιπωρίες και για τους δυο μας, ο Αλέκος τις είχε συνηθίσει, εγώ τις ζούσα για πρώτη φορά. Έκανα στο ΕΑΤ – ΕΣΑ του Πειραιά στον Ρέντη, γύρω στους δυο μήνες, αρκετές μέρες στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας και μετά στο Μπογιάτι. Τέλεια απομόνωση.

Καταδικάστηκα σε 36 χρόνια φυλακή. Δόθηκε μία αμνηστία από τον Παπαδόπουλο τον Αύγουστο του 1973, με την οποία βγήκε ο Αλέκος. Εγώ είχα τρία αδικήματα, αλλά το τρίτο δεν αμνηστεύτηκε. Το 1974 όταν έπεσε η χούντα είμαστε εννιά με δέκα πολιτικοί κρατούμενοι που δεν μας είχε πιάσει η αμνηστία. Και μας έδωσε χάρη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και βγήκαμε.