Πριν από έναν χρόνο θα ήταν αδιανόητο, πριν από έξι μήνες πολιτικά «ύποπτο» – σήμερα, όμως, μοιάζει με αναπόδραστη πολιτική αναγκαιότητα. Το δεδομένο είναι πως Άνγκελα Μέρκελ και Φρανσουά Ολάντ στηρίζουν ανοιχτά και, μετ’ επιτάσεως, την κυβέρνηση Τσίπρα και το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει κομβικό κρίκο στο εγχώριο πολιτικό παιχνίδι των επόμενων μηνών.

Ads

Η χθεσινή «ψήφος εμπιστοσύνης» που έδωσαν προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας και της Γαλλίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Μισέλ Σαπέν, και κυρίως η αιτιολόγησή της, αποτυπώνει και το νέο κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη έναντι της Αθήνας – ένα κλίμα νέων συμμαχιών και συσχετισμών που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να γίνει όπλο ή νάρκη στα χέρια του Έλληνα πρωθυπουργού.

Το πρώτο βήμα που οδήγησε στην αλλαγή αυτή ήταν η στροφή – αναγκαστική ή μη – του Αλέξη Τσίπρα στη realpolitik το περασμένο καλοκαίρι. Το δεύτερο ήταν το προσφυγικό. Η άτυπη «ρήτρα» του προσφυγικού στην διαχείριση της ελληνικής οικονομικής κρίσης λειτούργησε σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον και, κατόπιν τούτου, η Άνγκελα Μέρκελ έκανε τη δική της τελική στροφή – μια στροφή καθαρού συμφέροντος και όχι πολιτικής ευαισθησίας.

Η Μέρκελ θέλει σταθερότητα

Για την Μέρκελ και τη Γερμανία το μείζον ζήτημα σ’ αυτή τη συγκυρία είναι το προσφυγικό και για να το αντιμετωπίσει χρειάζεται πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα. Κι ο μόνος προφανής πόλος σταθερότητας αυτή τη στιγμή στην Αθήνα δείχνει η κυβέρνηση Τσίπρα. 

Ads

Τα σενάρια της οικουμενικής κάηκαν νωρίς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει ακόμη να ελέγχει την κεντροδεξιά με προοπτική συμπαγούς σχήματος εξουσίας κι η άρνησή του να στηρίξει μέτρα φιλελεύθερης κατεύθυνσης έχει προκαλέσει, αν μη τι άλλο, σύγχυση και ερωτήματα στους ομογάλακτους ιδεολογικά ευρωπαίους συνομιλητές του. 

Επιπροσθέτως, και στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι μια αριστερή κυβέρνηση, με ισχυρά ακόμη ηθικά αποθέματα, έχει περισσότερες πιθανότητες να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις κοινωνικές προκλήσεις που συνεπάγεται η προσφυγική κρίση.

Το ρίσκο της «συμμαχίας συμφέροντος»

Το στοίχημα για τον έλληνα πρωθυπουργό είναι εάν θα καταφέρει να αξιοποιήσει μέχρι τέλους αυτή τη γερμανική «συμμαχία συμφέροντος» στο πλαίσιο και του τρίτου Μνημονίου – ήτοι, εάν θα πείσει το Βερολίνο να βάλει στην άκρη, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, τη σκληρή ατζέντα του ΔΝΤ στην εν εξελίξει αξιολόγηση.

Η πλήρης αποχώρηση του Ταμείου από το πρόγραμμα δεν συζητείται από την Ανγκελα Μέρκελ, η οποία έχει καταστήσει το ΔΝΤ εγγυητή στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Στο τραπέζι, όμως, βρίσκονται ήδη σενάρια είτε για προσωρινή απενεργοποίηση του Ταμείου, είτε για συμμετοχή του σε ρόλο μόνον «τεχνικού συμβούλου».

Εάν επικρατήσει κάποιο εξ αυτών, ή εάν οι ευρωπαίοι – με τις όποιες εγγυήσεις για το χρέος – πείσουν το ΔΝΤ να αμβλύνει τις, εξωφρενικές, αξιώσεις του σε φορολογικό και ασφαλιστικό, τότε ο Αλέξης Τσίπρας θα έχει πετύχει ίσως το μέγιστο δυνατό. Εάν όχι, απλώς θα μείνει στην Ελλάδα το, «ηράκλειο» κατά Γιούνκερ, έργο της αντιμετώπισης του προσφυγικού με την τεχνική συνδρομή και τη… συμπάθεια της Γερμανίας.

Ο Ολάντ και οι ευρωσοσιαλιστές

Για τον Φρανσουά Ολάντ το προσφυγικό είναι επίσης ο πρώτος λόγος της ανανέωσης των μηνυμάτων στήριξης προς τον Αλέξη Τσίπρα. Μετά την 13η Νοεμβρίου, ο Γάλλος πρόεδρος θέλει πάσει θυσία να κρατήσει πρόσφυγες και μετανάστες μακριά από τα γαλλικά σύνορα, ακόμη κι εάν χρειαστεί να στείλει τους μισούς τεχνοκράτες και «ειδικούς ασύλου» της Γαλλίας στα ελληνικά νησιά.

Ο δεύτερος λόγος είναι η ανάγκη πολιτικής επιβίωσης του ίδιου, και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας επίσης. Οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές βγήκαν βαθιά τραυματισμένοι από την διαχείριση της κρίσης χρέους και την, σχεδόν άνευ όρων, υποταγή τους στο γερμανικό δόγμα της λιτότητας. Τα ποσοστά δημοτικότητας όχι μόνον του Ολάντ, αλλά και του Ρέντσι στην Ιταλία, κάθε άλλο παρά εγγυώνται το πολιτικό τους μέλλον και η σύμπραξη με τον αριστερό Αλέξη Τσίπρα μοιάζει με μονόδρομο αναβάπτισης και «κάθαρσης» της σοσιαλδημοκρατίας. Εξ ου και το «φλερτ» των ευρωσοσιαλιστών με τον Έλληνα πρωθυπουργό εντείνεται σταθερά.

Σ’ αυτό το «φλερτ», ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να ανταποδώσει με ακόμη πιο ευκρινή βήματα προς τον δρόμο της κεντροαριστεράς. Οι πληροφορίες φέρουν τον Ολάντ να του έχει ζητήσει διεύρυνση της ελληνικής κυβέρνησης με συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, ή τουλάχιστον προσώπων προερχόμενων από την κεντροαριστερά, ο δε πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς ουδέποτε έκρυψε την επιδίωξή του για συγκυβέρνηση με το Ποτάμι.

Στο Μαξίμου τα μηνύματα αυτά «διαβάζονται» μεν, αλλά είναι σαφής και πάγια η θέση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς και δεν έχει καμία πρόθεση προσχώρησης στους ευρω – σοσιαλιστές. 

Το άνοιγμα στην κεντροαριστερά σε κυβερνητικό επίπεδο είναι μεν μια ισχυρή εισήγηση, αλλά με πολύ προσεκτικά βήματα και επιλογές και χωρίς να δοκιμαστούν ισορροπίες που μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις στην «αριστερότερη» πτέρυγα του κόμματος. 

Ο δε Αλέξης Τσίπρας φέρεται να θέλει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων σ’ αυτό το επίπεδο, στον χρόνο που εκείνος θα επιλέξει, κι αυτός ο χρόνος τελεί σε απόλυτη συνάρτηση με το κλείσιμο της αξιολόγησης αλλά και το επικείμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ…