Την ώρα που ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, παρουσίαζε μια ειδυλλιακή κατάσταση αναφορικά με το σύστημα υγείας της χώρας, η σκληρή πραγματικότητα στέλνει άλλα μηνύματα ενώπιον της εξάπλωσης του κοροναϊού. Κι αυτή η (σκληρή) πραγματικότητα αναφέρει ότι εκτός από τις σοβαρές «τρύπες» που έχουν να αντιμετωπίσουν νοσοκομειακοί γιατροί και νοσηλευτές όλης της χώρας, στην ουσία εξακολουθούμε να βαδίζουμε «στα τυφλά» αναφορικά με τη διάδοση του φονικού ιού.

Ads

Το πρόβλημα άλλωστε σε σχέση με την αδυναμία διενέργειας μαζικών τεστ στη χώρα μας είναι «ομολογημένο» από τα πλέον αρμόδια χείλη, όπως αυτά του Σωτήρη Τσιόδρα, αλλά και από κυβερνητικούς βουλευτές, οι οποίοι διαπιστώνουν τεράστιες ελλείψεις στον εν λόγω τομέα.

Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που επιστήμονες (εντός και εκτός της χώρας) κάνουν δραματικές εκκλήσεις σε όλους τους τόνους να γίνονται μαζικοί έλεγχοι κατά το μοντέλο της Νότιας Κορέας, με αρκετές ευρωπαϊκές χώρες να δείχνουν διατεθειμένες να το υιοθετήσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αυστριακή κυβέρνηση  ανακοίνωσε επισήμως την πρόθεσή της να αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των διενεργούμενων τεστ διάγνωσης του νέου κορονοϊού μέχρι και σε 15 χιλιάδες την ημέρα.

Στον αντίποδα, στην Ελλάδα τα διενεργούμενα τεστ συνεχίζουν -με ευθύνη του ΕΟΔΥ και της ελληνικής κυβέρνησης- να γίνονται με το «σταγονόμετρο» και αφορούν μόνο τις «πολύ σοβαρές περιπτώσεις», όπως επισημαίνουν κατ’ επανάληψη διάφοροι ιθύνοντες. Αυτό μετατρέπει πιθανότατα εκατοντάδες (ή ακόμη και χιλιάδες) λιγότερο βαριές περιπτώσεις φορέων του ιού ή (ακόμη χειρότερα) τους λεγόμενους «ασυμπτωματικούς» φορείς σε κινητές μονάδες διάδοσής του. Και μπορεί οι κυβερνώντες να θεωρούν ότι με την επιβολή μερικής απαγόρευσης κυκλοφορίας, μειώνουν σε μεγάλο βαθμό τον συγκεκριμένο κίνδυνο, στην πραγματικότητα όμως το ρίσκο παραμένει «θανάσιμα» μεγάλο.

Ads

Όπως επισημαίνουν μάλιστα αρκετοί, ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποιοι θάνατοι να καταγραφούν ως «περίπτωσεις πνευμονίας ή άλλων αιτιών» ή να ανιχνευτούν μετά τον θάνατο του/της ασθενούς, όπως συνέβη στην περίπτωση της  άτυχης 41χρονης  στην Καστοριά.

Ανιχνεύοντας τους λόγους που έχουμε οδηγηθεί σε αυτό το σημείο, φτάνουμε στο γνωστό ζήτημα της έλλειψης αντιδραστηρίων (ή αλλιώς κιτ), τα οποία είναι απαραίτητα για τη διενέργεια του τεστ. Η είδηση «έσκασε» πριν από μια περίπου εβδομάδα, με την κυβέρνηση να βρίσκει «λύση» στη συνεργασία με ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, προκειμένου να  αποστέλλονται και εκεί δείγματα (με το «αζημίωτο» βέβαια). Ακόμη κι έτσι όμως το πρόβλημα δε λύθηκε, καθώς η δυστοκία αναφορικά με τη διενέργεια τεστ παραμένει εμφανής «δια γυμνού οφθαλμού».

Το ακόμη χειρότερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι κανείς ούτε στον ΕΟΔΥ ούτε στην κυβέρνηση δε φαίνεται να έχει κάποιο πλάνο για να αλλάξει η εν λόγω κατάσταση, καθώς ακόμη και οι δεσμεύσεις για δειγματοληπτικό έλεγχο από 500 συνεργεία παραμένουν «στα χαρτιά».

«Δεν υπάρχει πραγματική εικόνα σχετικά με την έλλειψη αντιδραστηρίων»

Στην πραγματικότητα ένα μεγάλο βάρος των προσπαθειών αναφορικά με τον εντοπισμό των κατάλληλων αντιδραστηρίων (όπως και όλων των απαραίτητων υλικών) είχε πέσει εξ αρχής στις πλάτες μόλις 38 εργαζομένων του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ). Πρόκειται -ειρήσθω εν παρόδω- για έναν Οργανισμό, στον οποίο οι μνημονιακές κυβερνήσεις είχαν επιχειρήσει να βάλουν λουκέτο, αφού θεωρήθηκε «περιττός» και το προσωπικό του πλεονάζον.

Όπως επισημαίνουν μιλώντας στο tvxs.gr άνθρωποι που παρακολουθούν από κοντά τη διαδικασία, η όλη προσπάθεια έγινε χωρίς να υπάρχει καμιά ουσιαστική κατεύθυνση εκ μέρους της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι τα «καμπανάκια» από την Κίνα χτυπούσαν εδώ και αρκετό καιρό.

«Υπήρχε ένα παγκόσμια χρηματιστήριο σε σχέση με τον υλικοτεχνικό νοσοκομειακό εξοπλισμό ενώπιον της εξάπλωσης του κοροναϊού, με τις τιμές να χτυπάνε συνεχώς limit up. Μιλάμε για τεράστια αισχροκέρδεια» σημειώνουν, ενώ αναφερόμενοι στα κιτ επισημαίνουν: «Στην αγορά υπήρχαν εταιρείες που μπορούσαν να προμηθεύσουν με αντιδραστήρια αλλά με κόστος τεράστιο. Από την άλλη, αντιδραστήρια σε πιο οικονομικές τιμές κατασκευάζονταν και στην Ινδία, τα οποία όμως δεν ήταν πιστοποιημένα, δεν είχαν τις απαραίτητες προδιαγραφές. Παράλληλα, δείξανε ενδιαφέρον και διάφοροι επιχειρηματίες από τον χώρο του φαρμάκου, χωρίς όμως ούτε αυτοί να τηρούνε τις προδιαγραφές. Για μεγάλο διάστημα δεν υπήρχε εικόνα αναφορικά με την προμήθεια που έπρεπε να γίνει. Κανείς επιδημιολόγος ή άλλος ερευνητής εκ μέρους του κράτους να ενημερώσει αναφορικά με τα ιδιαίτερα στοιχεία».

Σύμφωνα με πληροφορίες, η εταιρεία που προκρίθηκε τελικά είναι γαλλική, αλλά φαίνεται πως το απόθεμά της ήταν ούτως ή άλλως σχετικά περιορισμένο. «Δεν μπορεί να προμηθεύσει τη χώρα μας ούτε με ένα εκατομμύριο, ούτε καν με 50 χιλιάδες αντιδραστήρια» επισημαίνουν στο tvxs.gr οι ίδιες πηγές.

Επιπλέον, ένα ακόμη πρόβλημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάποια αντιδραστήρια βγήκανε «άχρηστα» λόγω του χρόνου διεξαγωγής της εξέτασης. Με άλλα λόγια, με δεδομένο το μεγάλο διάστημα επώασης του ιού, υπήρχαν περιπτώσεις ασθενών, οι οποίοι βρέθηκαν αρνητικοί αρχικά στον ιό, για να διαπιστωθεί μετά από λίγες μέρες ότι ήταν τελικά φορείς. Το συγκεκριμένο πρόβλημα φαίνεται πως προέκυψε σε αρκετές περιπτώσεις, μειώνοντας ακόμη παραπάνω το κρίσιμο απόθεμα στα εργαστήρια της χώρας.

Τη δεδομένη στιγμή πάντως -κι αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό- δεν υπάρχει, σύμφωνα με ασφαλής πληροφορίες, καμιά εικόνα σχετικά με τις ελλείψεις σε αντιδραστήρια, καθώς ο ΕΟΔΥ έχει να στείλει εδώ κι αρκετές μέρες τα σχετικά στοιχεία στον ΙΦΕΤ, εντείνοντας την ανησυχία ότι θα συνεχίζουμε να βαδίζουμε «στα τυφλά» αναφορικά με τη διάδοση του κοροναϊού στη χώρα μας.