Σε όλες τις περιπτώσεις κοινωνικών απαιτήσεων υπάρχουν κι αυτοί οι οποίοι εύχονται ή προσπαθούν για την αποτυχία τους. Την ευρωπαϊκή κοινωνική απαίτηση για απαλλαγή από την Ευρώπη με τη σημερινή της μορφη και την εγκαθίδρυση μιας Ευρώπης με κοινωνικές και πολιτικές αξίες -τις οποίες το οικονομικό σύστημα θα εξυπηρετεί αντί να καθορίζει- κάποιοι την πολεμούν γιατί βολεύονται με το στάτους κβο. Κάποιοι άλλοι την πολεμούν γιατί ο φόβος, η αδιαφορία ή η απολιτικότητα τούς κάνουν μη διατεθειμένους να συμπορευθούν προς μία τέτοια αλλαγή. Κάποιοι, τέλος, την πολεμούν γιατί γνωρίζουν ότι η επιτυχία μιας τέτοια απαίτησης θα ριζοσπαστικοποιούσε τους εκφραστές της.

Ads

Και οι τρεις κατηγορίες παρερμηνεύουν θελημένα αυτό που ονομάζεται «εσωτερικός ευρωσκεπτικισμός [ή κριτικός ευρωπαϊσμός]», η αμφισβήτηση δηλαδή της σημερινής ΕΕ με την ταυτόχρονη όμως διατήρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο της προάσπισης και προώθησης κοινωνικών μοντέλων και πολιτικών αξιών. Τον ερμηνεύουν και τον καταγγέλλουν ως «εξωτερικό ευρωσκεπτικισμό» που σημαίνει την αποχή/αποχώρηση από οποιαδήποτε ιδέα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την παραμονή/αναδίπλωση στο εθνοκράτος. Στις μέρες μας, ενώ ο εσωτερικός ευρωσκεπτικισμός προτάσσεται από τη βάση όλων των λαών της ευρωπαϊκής κοινωνίας, η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη) αποκόπτεται από αυτή τη βάση, αυτοπεριορίζεται και περιορίζει σε δύο επιλογές. Η πρώτη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση να παραμείνει όπως είναι, με τις οικονομικές ελίτ να συνεχίζουν την ανάπτυξη των κεφαλαίων τους και την υπόσχεση ότι μέσω αυτού του συστήματος οι (ψηφορόροι) φτωχοί θα γίνουν λιγότερο φτωχοί. Η δεύτερη επιλογή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει σε μικρές σταδιακές αλλαγές, με την υπόσχεση ότι οι αρχές που τη διέπουν είναι συμβατές με μια κάποια έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης.

Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, οι νικητές σε επίπεδο διατήρησης εξουσίας ήταν όσοι βρισκόντουσαν στο πρώτο στρατόπεδο. Αυτοί δηλαδή που έλεγαν ότι η μόνη δυνατή Ευρώπη είναι αυτή που υπάρχει με τη μορφή της ΕΕ, με καταστατική της αξία την κοινωνική οικονομία της αγοράς, με βασική της δηλαδή προτεραιότητα την αγορά η οποία μπορεί, με τις κατάλληλες κρατικές ρυθμίσεις κι απορρυθμίσεις, να παράσχει τα κοινωνικά υλικά και μεταϋλικά αγαθά.

Η μεγάλη ευκαιρία αυτών παρουσιάστηκε στην προεκλογική περίοδο του 2012 όταν διάφορες υπεραπλουστευτικές δημοσκοπικές μετρήσεις έδειχναν την προτίμηση της ισχυρότατης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας στην παραμονή στην ΕΕ και στο Ευρώ. Οι μετρήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν επιτυχημένα σε ταχύτατο χρόνο από τη Νέα Δημοκρατία και ισχυρούς μιντιακούς κι επιχειρηματικούς κύκλους με στόχο το εκλογικό πλεονέκτημα απέναντι στον Σύριζα. Ο τελευταίος έδειξε να ξαφνιάζεται από την εισαγωγή αυτού του είδους της συζήτησης για την ΕΕ στην πολιτική ατζέντα κι έτσι δεν κατάφερε ούτε να πείσει επαρκώς για τη δική του αφοσίωση ούτε να διατυπώσει τα εναλλακτικά ευρωπαϊκά του οράματα. Η ΝΔ βέβαια, αν και το απέκρυβε, καταλάβαινε ότι η επιθυμία για παραμονή στο Ευρώ και στην ΕΕ δεν σήμαινε ταυτόχρονα και την επικρότηση των προτεραιοτήτων της τελευταίας. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν ο Σαμαράς εγκατέλειψε την αντιμνημονιακή ρητορική που βοήθησε τη ΝΔ να μην βυθιστεί μαζί με το ΠΑΣΟΚ, κράτησε τη ρητορική της σκληρής διαπραγμάτευσης εντός της ΕΕ βάλλοντας όμως επικοινωνιακά όχι βέβαια κατά των προτεραιοτήτων της ΕΕ αλλά κατά της αυστηρής λιτότητας. Γρήγορα άρχισαν να διαφαίνονται οι προσπάθειες επιπλεόν χειραγώγησης των κοινωνικών αιτημάτων. Το κεντρικό σύνθημα «Ευρώ με μειωμένη λιτότητα» που παρερμήνευε ήδη τις κοινωνικές απαιτήσεις, έγινε ταχύτατα κι έντεχνα «Ευρώ πάση θυσία». Με τον ίδιο τρόπο και ταχύτητα, οι υποσχέσεις επαναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού προγράμματος έγιναν, ήδη από τη νικητήρια ομιλία του Σαμαρά, υποσχέσεις για αυστηρή τήρηση των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις.

Ads

Τα χρόνια της τρικομματικής και αργότερα δικομματικής κυβέρνησης η βάση της «παραμονής στο Ευρώ και εντός της ΕΕ πάση θυσία» χρησιμοποιήθηκε κάθε φορά που τα μέτρα εσωτερικής υποτίμησης κι απελευθέρωσης της αγοράς από τον κοινωνικό έλεγχο είτε έβρισκαν ισχυρές αντιστάσεις από την ελληνική κοινωνία είτε μεταφραζόντουσαν σε εκλογικό κόστος για την κυβέρνηση. Μιας κι η κυβέρνηση έπρεπε να συμβιβάσει την προσκόλλησή της στο μέτωπο του νεοφιλελευθερισμού με την ανάγκη διατήρησης της εκλογικής της βάσης, το δόγμα «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική στον Νεοφιλελευθερισμό» κρύφτηκε πίσω από το δόγμα «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Το δεύτερο σήμαινε ότι όποιο κι αν ήταν το κόστος της υιοθέτησης των προτάσεων/αποφάσεων της ΕΕ το κέρδος ήταν η αποτροπή της εθνικής απομόνωσης κι η παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ. Σαν συνέπεια, η ελληνική κυβέρνηση που κρατούσε στα χέρια της τις τύχες της κοινωνίας, διαπραγματευόταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο μόνο μέσα στα όρια του εκλογικού κόστους το οποίο την ίδια ώρα προσπαθούσε να περιορίσει αναδεικνύοντας την αφοσίωσή της στην παραμονή στην ΕΕ. Μιας λοιπόν και η κυβέρνηση χειραγωγούσε κι ερμήνευε με επικοινωνιακά τεχνάσματα την επιθυμία για παραμονή στην ΕΕ σαν πλήρη αποδοχή της ΕΕ και της συνέχισης της λιτότητας, οι Έλληνες πολιτικοί περιφερόντουσαν στους διαδρόμους των ευρωπαϊκών κτηρίων μόνο και μόνο για να επικυρώσουν τις αποφάσεις που στην ουσία παίρνονταν ερήμην τους. (Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν ήταν συχνές οι περιπτώσεις που η κυβέρνηση έπαιρνε αποφάσεις ακόμα σκληρότερες από τις επιθυμίες των εταίρων.)

Σήμερα, η πτώση της κυβέρνησης και η διαφαινόμενη νίκη του Σύριζα οφείλονται σημαντικά στο γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι κοινωνικές δεσμεύσεις για βελτίωση της θέσης της Ελλάδας εντός ΕΕ και δεν άνοιξε καμία συζήτηση για την αλλαγή της Ευρώπης. Όμως, και τα δύο θέματα συνεχίζουν να έχουν κεντρική σημασία στις κοινωνικές απαιτήσεις. Γι’ αυτό και σε πρώτη φάση οι νικητές σε επίπεδο ανάληψης εξουσίας φαίνεται να είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει αλλαγές προς όφελός της μέσα στο σημερινό μοντέλο της ΕΕ. Η βάση μιας τέτοιας αισιοδοξίας είναι δύο διαπίστωσεις: η λιτότητα όχι μόνο φτωχοποιεί τους πληθυσμούς αλλά καταστρέφει και το κεφάλαιο αυτών που την επιβάλλουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία για την από μεριάς Σύριζα εργαλειακή χρήση της δεύτερης διαπίστωσης προς όφελος της πρώτης. Η διαφωνία έγκειται στο ότι η δεύτερη αυτή διαπίστωση είναι το μόνο εργαλείο κι ότι οι ριζικότερες ελληνικές και ευρωπαϊκές κοινωνικές απαιτήσεις για ακόμα μια φορά δεν εισακούονται. Στην ομιλία του στο Αγρίνιο ο πρόεδρος του Σύριζα υποσχέθηκε ότι δεν θα τηρήσει τη λιτότητα που συμφώνησε ο Σαμαράς αλλά θα τηρήσει τις «θεσμικές υποχρεώσεις της Ελλάδας που προκύπτουν από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη και τους δημοσιονομικούς στόχους σύμφωνα με τους κανονισμούς που ισχύουν». Υποσχέθηκε την προσκόλλησή του στο οικονομικό μοντέλο της ΕΕ και στους κανονισμούς που θεσμοποιούν τον νεοφιλελευθερισμό ελπίζοντας ότι υπάρχει περιθώριο διαφορετικών κοινωνικών αποτελεσμάτων.

Φαίνεται λοιπόν ότι η παρερμηνεία και χειραγώγηση της ανάγκης για ριζοσπαστικές αλλαγές σε επίπεδο πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης της Ευρώπης συνεχίζουν να υπάρχουν. Την ίδια ώρα όμως, οι μετρήσεις στην Ευρώπη δείχνουν πράγματι ότι ο ευρωσκεπτικισμός έχει μετατραπεί από κίνημα με διαθέσεις αποχής/αποχώρησης από την ΕΕ σε κίνημα με διαθέσεις ριζικής αλλαγής. Ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των Ευρωπαίων επιθυμεί Ευρώπη αλλά εννοεί κάτι τελείως διαφορετικό από τον δρόμο που δείχνουν οι «κανονισμοί που ισχύουν». Η βάση της ευρωπαϊκής κοινωνίας θέλει κάτι τελείως διαφορετικό από την Ευρώπη των ελίτ. Ζητάει την εγκαθίδρυση της Ευρώπης των λαών, την πολιτική τους ολοκλήρωση και την κοινωνική -όχι ελάχιστη προστασία αλλά- προτεραιότητα. Τα κινήματά της επιθυμούν την Ευρώπη της εσωτερικής και εξωτερικής συνεργασίας σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά, μεταναστευτικά θέματα που ξεπερνούν τη δύναμη και το ήθος της εξουσίας της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων. Από κάθε γωνιά διατυπώνονται αιτήματα για διατήρηση της Ευρώπης της ελεύθερης κίνησης των ανθρώπων αλλά όχι της αναίσχυντης κίνησης των κεφαλαίων προς όλο κι ευνοϊκότερα φορολογικά συστήματα κι όλο και φθηνότερες κι «ευέλικτες» εργασιακές συνθήκες. Ισχυρά εργατικά ρεύματα απαιτούν την Ευρώπη της πλήρους, σίγουρης κι ανταποδοτικής εργασίας σαν ανάχωμα κι όχι σαν υπηρέτη του κοινωνικά εξοντωτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη. Όλο και περισσότεροι, όλο και πιο επιτακτικά ζητούν τη διάλυση της σημερινής μορφής της ΕΕ των ελίτ και των ηθικών και οικονομικών προτεραιοτήτων τους. Η επιλογή είναι η υποταγή της οικονομίας στις κοινωνικές αξίες κι όχι το αντίστροφο.

Οι παρερμηνείες των παραπάνω, η αλλοίωση και χειραγώγηση των κοινωνικών απαιτήσεων, η εξίσωσή τους με τον νεοφασιστικό αντιευρωπαϊσμό δεν πρέπει να μένουν αναπάντητες. Η αμφισβήτηση της ΕΕ δεν σημαίνει αμφισβήτηση της ιδέας της Ευρώπης, δεν σημαίνει υποχώρηση μπροστά στον νεοφασισμό αλλά το αντίθετο. Δεν σημαίνει αμφισβήτηση της συνεργασίας των λαών σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο αλλά αμφισβήτηση της εξουσίας των ελίτ επάνω τους. Οι κυβερνητικές δηλώσεις περί απομόνωσης των λαών όταν δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις των ελίτ είναι το παράδειγμα της υποτέλειας και το πραγματικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ευρωπαίοι σήμερα δεν θεωρούνται όσοι αποδέχονται κι ενισχύουν το στάτους κβο που αναπαράγει τη φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και τον πλουτισμό της μειοψηφίας. Δεν θεωρούνται όσοι βάζουν την ανάπτυξη του κεφαλαίου πρώτα και πάνω από πολιτειακά ζητήματα, όσοι θεωρούν λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικές μορφές πολιτειακής οργάνωσης μέσα για την ανάπτυξη του κεφαλαίου. Ευρωπαίοι σήμερα είναι όσοι δεν διστάζουν να απαιτήσουν τη ριζική αλλαγή της ΕΕ από μόρφωμα των ελίτ με έωλες κοινωνικές υποσχέσεις σε κοινωνική οργάνωση όχι προς μία εύηχη κοινωνική οικονομία της αγοράς αλλά προς την κοινωνική χειραφέτηση.

Η αναζήτηση της χειραφέτησης εντός Ευρώπης επιτίθεται σε όλα τα εμπόδια του κοινωνικού και συνεπώς πολιτειακού αποκλεισμού. Σε κάθε βήμα προς τη χειραφέτηση, η ριζοσπαστικοποίηση θα εντείνεται μέχρι να αντιμετωπίσει τη βάση της ΕΕ, το ίδιο το δόγμα της οικονομίας της αγοράς. Η μάχη για την ιδέα της Ευρώπης είναι μία όλο και κεντρικότερη μάχη για την ανθρώπινη κοινωνία. Ένα υπόκωφο κοινωνικό ερώτημα, όσο δεν θίγεται θα συνεχίζει να βασανίζει την πολιτική ατζέντα: Πώς θα αλλάξουμε πραγματικά την Ευρώπη;

Δείτε επίσης:

Donatella della Porta (2008), «The Emergence of European Movements? Civil Society and the EU», European Journal of Legal Studies. Ολόκληρο το κείμενο: https://www.ejls.eu/3/40UK.htm
Michael Bruter (2012), «The Difficult Emergence of a European People», στο βιβλίο των Jack Hayward και Rudiger Wurzel, «European Disunion: Between Sovereignty and Solidarity», https://www.palgrave.com/page/detail/european-disunion-jack-hayward/?K=9780230367739.
Δημήτρης Χριστόπουλος (2014), «O ευρωσκεπτικισμός δεν είναι σκεπτικισμός», Ενθέματα, 01.03.2014, https://enthemata.wordpress.com/2014/03/01/xristop/.