Μια έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου του Έλληνα πολίτη (μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος τουλάχιστον κατά 55% σε ευρώ), πλήττοντας περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους, μέσω της σημαντικής υποτίμησης του νέου νομίσματος (65% σε ονομαστικούς όρους), της βαθύτερης ύφεσης ( -22% σε σταθερές τιμές, επιπλέον της συρρίκνωσης κατά 14% την περίοδο 2009-2011) και της αύξησης της ανεργίας στο 34%, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα, σε ειδική έκδοση για την ελληνική οικονομία με θέμα «Περιγράφοντας τις συνιστώσες του κρίσιμου διλήμματος».
 

Ads

Όπως αναφέρει η Τράπεζα, «ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν αποτελεί πια μια θεωρητική υπόθεση εργασίας, ή μία εξέλιξη με μηδενική πιθανότητα, αλλά αντικείμενο καθημερινής συζήτησης και ένα σενάριο που συζητείται πλέον έντονα, ειδικά στο εξωτερικό.
 
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μια τέτοια απευκταία εξέλιξη μπορεί να προκληθεί, μέσα σε ένα τόσο εύφλεκτο περιβάλλον, και από ένα μεμονωμένο γεγονός ή άστοχο χειρισμό με αυτοεκπληρούμενη, οδυνηρή κατάληξη, ανεξαρτήτως της ισχυρής πολιτικής βούλησης περί του αντιθέτου».
 
Κατά την ειδική αυτή έκδοση της Εθνικής Τράπεζας, σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ, το κράτος θα εξαναγκαζόταν σε νομισματική χρηματοδότηση των αναγκών του, δημιουργώντας έναν πληθωριστικό φαύλο κύκλο (πληθωρισμός άνω του 30% αρχικά, με ισχυρή ανοδική τάση στη συνέχεια, καθώς θα αυτοτροφοδοτείται από αυξήσεις τιμών εισαγόμενων αγαθών και ονομαστικών μισθών), που θα ακύρωνε σταδιακά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την υποτίμηση.
 
Εξαιτίας της δυσκολίας πρόσβασης σε συνάλλαγμα, η χώρα θα αθετούσε το μεγαλύτερο τμήμα των υποχρεώσεων προς τους δανειστές της από το εξωτερικό (325 δισ. ευρώ), με προφανείς δυσμενείς επιδράσεις σε διακρατικό επίπεδο και στις συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με το εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επίπεδου και δυσκολία πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ειδικά σε καύσιμα, φάρμακα και αναγκαίες πρώτες ύλες. Οι προαναφερόμενες επιπτώσεις θα ήταν πολύ πιο δυσμενείς υπό ένα σενάριο μίας μη ομαλής μετάβασης στο νέο νόμισμα.
 
Σύμφωνα με τη μελέτη της τράπεζας, το οικονομικό πρόγραμμα που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση εξασφαλίζει χρόνο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας ένα πρωτόγνωρο επίπεδο χρηματοδότησης (σχεδόν 150 δισ. ευρώ έως σήμερα και άλλα 90 δισ. ευρώ ως το 2014), με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Παράλληλα, εξασφαλίζεται η στήριξη της ρευστότητας για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα άνω των 130 δισ. ευρώ, μέσω του Ευρωσυστήματος.
 
Περιλαμβάνει τρεις άξονες μέτρων (διαρθρωτικές αλλαγές, χρηματοπιστωτικό σύστημα, δημοσιονομική εξυγίανση) που καλύπτουν από αυτονόητες μεταρρυθμίσεις έως και μεταβολές που προκαλούν έντονες αντιδράσεις. Μεταξύ των αυτονόητων αλλαγών περιλαμβάνονται: Η πάταξη της φοροδιαφυγής, η εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της προσαρμογής με βασικό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας.
 
Αλλαγές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την κοινωνική στήριξη στο Πρόγραμμα περιλαμβάνουν την επέκταση της χρονικής διάρκειας προσαρμογής και την αυξημένη πρόνοια για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες που δοκιμάζονται από την κρίση.
 
Οι εταίροι μας πιθανόν να αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευελιξία τις προαναφερόμενες προσαρμογές και την επιπρόσθετη χρηματοδότηση που απαιτείται στο βαθμό που εξασφαλιζόταν μια αξιόπιστη πολιτική δέσμευση για αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και επίτευξη των αναπροσαρμοσμένων δημοσιονομικών στόχων, εκτιμά τέλος η Εθνική Τράπεζα.