Tο πρώτο και υπέρτατο στοίχημα για την κυβέρνηση ενώπιον της απειλής του κορονοϊού είναι η προστασία της δημόσιας υγείας. Και επ’ αυτού θα κριθεί και θα δοκιμαστεί το επόμενο δίμηνο. Όπως θα κριθεί σύσσωμο το πολιτικό σύστημα και η ίδια η κοινωνία για την υπευθυνότητά τους.

Ads

Το δεύτερο μεγάλο στοίχημα είναι η προστασία της οικονομίας και του εισοδήματος των πολιτών που ήδη έχουν εξουθενωθεί από μια δεκαετία τριών Μνημονίων. Εδώ, τα πρώτα δείγματα εμφανίζουν ήδη σημαντικό έλλειμμα, απουσία συνολικού και στρατηγικού σχεδιασμού και διστακτικότητα.

Σήμερα, και μετά από ολονύχτιες συσκέψεις στα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να ανακοινώσει την πρώτη δέσμη μέτρων για την διευκόλυνση των εργαζόμενων γονέων και την στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων που πλήττονται, σ’ αυτή την φάση τουλάχιστον, από τον κορονοϊό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, στο σκέλος που αφορά την διευκόλυνση των εργαζόμενων γονέων μετά το κλείσιμο των σχολείων το βασικό σενάριο προβλέπει χορήγηση αδειών «ειδικού σκοπού» 15 ημερών για όσους έχουν παιδιά ηλικίας έως 15 ετών. Παράλληλα, θα προσφέρονται οι εναλλακτικές του ευέλικτου ωραρίου και της τηλεεργασίας, όπου αυτό είναι εφικτό.

Ο σχεδιασμός προβλέπει ένα μικτό σύστημα με βάση το οποίο ένα μέρος της άδειας θα καλύπτεται από την κανονική άδεια που δικαιούται κάθε εργαζόμενος και ένα άλλο θα επιβαρύνει τον εργοδότη και το κράτος. Το μοντέλο όμως έχει πολλές ασάφειες και κενά και δημιουργεί εργαζόμενους δύο ταχυτήτων, καθώς στον δημόσιο τομέα θα καλύπτεται το σύνολο των αποδοχών ενώ για όσους απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν βάσιμοι φόβοι για σοβαρή απώλεια εισοδήματος.

Ads

Η εισήγηση που προκρινόταν έως χθες το βράδυ ήταν η χορήγηση επιδόματος «ανυπαίτιου κωλύματος» για τους εργαζόμενους επιχειρήσεων που κλείνουν λόγω ανωτέρας βίας για την αποφυγή διάδοσης του κοροναϊού. Πρόκειται για ένα επίδομα 718 ευρώ που καλύπτει 45 ημέρες – ενός επιδόματος που αποτελεί, προφανώς, ασπιρίνη εάν η διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης παραταθεί.

Την ίδια ώρα, στελέχη της αντιπολίτευσης διαπιστώνουν παγίδες και στα μέτρα που ήδη ανακοίνωσε το υπουργείο Εργασίας για την δυνατότητα ευέλικτων ωραρίων, και κυρίως στην απόφαση να μην υποχρεούνται πλέον οι επιχειρήσεις να καταχωρούν στο σύστημα «Εργάνη» τις μεταβολές στα ωράρια εργασίας. Όπως επισημαίνεται, η απόφαση αυτή δείχνει ότι, με άλλοθι την απειλή του κορονοϊού, επιχειρείται να δοθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να μην καταβάλλουν υπερωρίες και δεδουλευμένα και να αλλάζουν καταχρηστικά ωράρια και χρόνο εργασίας.

Στο μέτωπο των προσλήψεων που επιβάλλει στην δημόσια υγεία η αύξηση των κρουσμάτων του κορονοϊού, εκκρεμεί η τροπολογία που υποσχέθηκε ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας για τις άμεσες προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού για τις ΜΕΘ. Το πενιχρό ποσό όμως των μόλις 15 εκατομμυρίων που διατέθηκε ως πρόσθετες δαπάνες στο υπουργείο Υγείας δείχνει ότι δεν υπάρχει σοβαρή πρόθεση για δραστικές παρεμβάσεις ενίσχυσης των δημόσιων νοσοκομείων. Και τούτο την ώρα που – με βάση τα στοιχεία της ΠΟΕΔΗΝ – σε όλη την Ελλάδα λειτουργούν μόνον 557 κλίνες ΜΕΘ αντί για τις 3500, που προβλέπονται από τα διεθνή standarts. Στα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου της Αττικής μάλιστα, που εξυπηρετούν πληθυσμού περίπου 5 εκατομμυρίων υπάρχουν μόλις 224 κλίνες ΜΕΘ.

Είναι προφανές πως για να υπάρξουν ουσιαστικές και ριζικές παρεμβάσεις στις έκτακτες συνθήκες που δημιουργούνται στην δημόσια υγεία και την οικονομία απαιτείται αλλαγή και των δημοσιονομικών δεδομένων και δεσμεύσεων. Ο πρωθυπουργός όμως, παρ’ ότι στην χθεσινή τηλεδιάσκεψη με τους ηγέτες της ΕΕ, μίλησε για την ανάγκη «πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου» δεν ζήτησε ευθέως την άμεση μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και σύμφωνα με τις πληροφορίες δεν πρόκειται να το ζητήσει ούτε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταικούρας στο Eurogroup της επόμενης Δευτέρας, με την κυβέρνηση να αρκείται στην εξαίρεση των έκτακτων δαπανών για τον κορονοϊό από τον προϋπολογισμό. Και να εναποθέτει τις όποιες προσδοκίες για μείωση του πλεονάσματος κάτω από το 3,5% στο «ρεύμα» που θα δημιουργήσει η δεδομένη πίεση της Ιταλίας προς τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο για γενική χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων.