Ερευνητική Έκθεση που αποτυπώνει τα ευρήματα έρευνας για τον τρόπο κάλυψης της σεξουαλικής (διαδικτυακής) παρενόχλησης και βίας από τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PRESS, από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ads

Στο πλαίσιο της έρευνας στα ΜΜΕ, η οποία διήρκεσε 4 μήνες (Νοέμβριο 2022 – Φεβρουάριο 2023), η ερευνητική ομάδα του ΕΚΠΑ παρακολούθησε πέντε μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια (ΕΡΤ, Σκάι, Mega, Ant1, Open) και έξι μεγάλες ψηφιακές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες (Καθημερινή, ΕφΣυν, Πρώτο Θέμα, Lifo, Zougla και in.gr), με στόχο τη συγκέντρωση αρχείων ειδήσεων που αναφέρουν σεξουαλική (διαδικτυακή) παρενόχληση και βία κατά α) ενηλίκων γυναικών, β) ενηλίκων ανδρών, γ) ανηλίκων, και δ) μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Οι κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν οι εξής:

  • Να χαρτογραφηθεί ο τρόπος με τον οποίο η σεξουαλική παρενόχληση και έμφυλη βία, συμπεριλαμβανόμενης της διαδικτυακής/ ψηφιακά υποβοηθούμενης βίας (cyber violence) παρουσιάζεται στα ελληνικά Μέσα μαζικής ενημέρωσης, και να αναδειχθούν βασικές τάσεις, κεντρικές αναπαραστάσεις και κυρίαρχα θέματα.
  • Να καταγραφούν προτάσεις και συστάσεις για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο  τα ελληνικά Μέσα ενημέρωσης καλύπτουν/αναμεταδίδουν ειδήσεις που αφορούν περιστατικά σεξουαλικής (διαδικτυακής) παρενόχλησης και έμφυλης βίας.
  • Να αξιοποιηθούν ευρήματα και συμπεράσματα της έρευνας σχετικά με τον τρόπο παρουσίασης ειδήσεων που αφορούν περιστατικά σεξουαλικής (διαδικτυακής) παρενόχλησης και έμφυλης βίας στην ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού για δημοσιογράφους και επαγγελματίες των Μέσων ενημέρωσης / επικοινωνίας.

Τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:

Ads
  • Η σεξουαλική παρενόχληση και βία δεν θεωρείται σημαντική μορφή παραβίασης των δικαιωμάτων των επιζώντων ατόμων από τα ΜΜΕ, και δεν γίνεται κατανοητό ότι η απειλητική και παραβιαστική συμπεριφορά αφενός συνιστούν μορφές έμφυλης βίας και αφετέρου μπορούν να κλιμακωθούν οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση  της βίας.
  • Η συμπεριφορά θυτών σεξουαλικής παρενόχλησης και έμφυλης βίας συχνά «ψυχολογοποιείται» από τα ΜΜΕ, και αυτό συχνά λειτουργεί ως προσπάθεια αιτιολόγησης της απειλητικής στάσης τους.
  • Οι αφηγήσεις/ ιστορίες των θυμάτων της σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης, διαδικτυακής και μη, παραγκωνίζονται στις παρουσιάσεις των γεγονότων από τα ΜΜΕ, ενώ προκρίνονται οι αφηγήσεις των θυτών. Επίσης στους θύτες δίνεται «φωνή» και βήμα και μέσω των δικηγόρων τους και μέσω ατόμων που τους γνωρίζουν, με απώτερο στόχο να διαμορφωθεί η εικόνα ενός «καλού παιδιού» το οποίο «δεν είχε δώσει δικαιώματα» και ως εκ τούτου να δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι η παραβιαστική συμπεριφορά συνιστά εξαίρεση, είτε να σχετικοποιηθεί η αξιοπιστία και ο λόγος των θυμάτων.
  • Η ταυτότητα του θύτη συχνά προστατεύεται από τα ΜΜΕ, αλλά όχι και η ταυτότητα του θύματος, και τα ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα.
  • Εξαιτίας οικονομικών και χρονικών περιορισμών συχνά δεν επιλέγεται η δημοσιογραφική πρόσβαση σε εξειδικευμένους επαγγελματίες (ψυχολόγους, κ.λπ.), οι οποίες/οποίοι θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν για τον τρόπο απεύθυνσης και προσέγγισης των θυμάτων σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας / παρενόχλησης. Παράλληλα δεν τηρείται το πλαίσιο δημοσιογραφικής δεοντολογίας για τον τρόπο μετάδοσης και αναφοράς σχετικών ειδήσεων.
  • Η διά ζώσης σεξουαλική παρενόχληση και βία συνδέεται άρρηκτα με την διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση και βία – τα ΜΜΕ όμως συχνά δεν είναι σε θέση ή και κάποτε δεν ενδιαφέρονται να ελέγξουν την βία που (ανα)παράγεται στις διαδικτυακές τους σελίδες μέσω των σχολίων των αναγνωστών/τριών τους.
  • Λόγω μίας ηδονοβλεπτικής θεώρησης κάποιων ΜΜΕ που προκρίνει ειδήσεις για την προσωπική ζωή των θυμάτων και των θυτών, παραμελείται ή αγνοείται η σωστή πρακτική να παρέχονται ενημερωτικές πληροφορίες για την υποστήριξη και προστασία των επιζωσών έμφυλης βίας (π.χ. για τη Γραμμή ΣΟΣ/15900, τα συμβουλευτικά κέντρα και τους ξενώνες φιλοξενίας).
  • Η ελλιπής πληροφόρηση εκ μέρους των ΜΜΕ του κοινού/ αναγνωστριών και αναγνωστών για θεσμούς στήριξης των επιζωσών, μπορεί να δημιουργεί την εντύπωση ότι η σεξουαλική (διαδικτυακή) παρενόχληση και βία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τρόπο που θα έχει θετική έκβαση για τα επιζώντα άτομα.

Τα αποτελέσματα της ποιοτικής ανάλυσης ανέδειξαν προβληματικές/κακές πρακτικές που αναπαράγουν σεξιστικά στερεότυπα, κανονικοποιούν μύθους περί βιασμού, και αναισθητοποιούν το κοινό σε σχέση με θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας, ενώ παράλληλα το παραπληροφορούν για τη σημασία και την επίδραση του φαινομένου της έμφυλης βίας. Σύμφωνα με την έρευνα η σεξουαλική παρενόχληση κατά των γυναικών φαίνεται να είναι αφανής στα ελληνικά ΜΜΕ αν δεν υπάρχει σωματικό πλήγμα ή απειλή κατά της ζωής του θύματος – μία πρακτική επικίνδυνη γιατί η παρενόχληση που δεν σημειώνεται ή τιμωρείται μπορεί να αποτελεί ένα βήμα προς την ξεκάθαρη βία.

Η προσοχή των ΜΜΕ συχνά επικεντρώνεται σε σεξουαλικά εγκλήματα στα οποία εμπλέκονται παιδιά/ανήλικα άτομα ως θύματα ή/και θύτες με απαράδεκτο ηδονοβλεπτικό τρόπο, και σε περιπτώσεις γυναικοκτονίας, που παρουσιάζονται κυρίως ως «οικογενειακά δράματα», «εγκλήματα πάθους», κ.τ.λ. Επιπλέον, η φωνή των επιζωσών δεν ακούγεται, ή τίθεται υπό αμφισβήτηση, ενώ στο κέντρο της αφήγησης υπάρχει το σώμα των επιζωσών – και όχι ολόκληρη η προσωπικότητά τους.

Αυτό που κυρίως έγινε σαφές από την έρευνα είναι η ανάγκη ευαισθητοποίησης και επιμόρφωσης των επαγγελματιών των ΜΜΕ για τον τρόπο κάλυψης ειδήσεων που αφορούν περιστατικά σεξουαλικής (διαδικτυακής) παρενόχλησης και βίας. Χρειάζεται για παράδειγμα επιμόρφωση για ζητήματα έμφυλης βίας (μορφές, είδη, ορολογίες, δομές στήριξης, νομοθεσία, κ.λπ.), για την ψυχολογική κατάσταση των επιζώντων και επιζωσών, για το πώς θα πρέπει να προσεγγίζονται τα άτομα για να διασφαλίζεται η προστασία και ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς τους, πώς να καλύπτονται ειδήσεις που αφορούν ανήλικα άτομα ή άτομα που είναι γνωστά στο κοινό. 

Επίσης, σύμφωνα με την έρευνα υπάρχει μία εμφανής και συστημική ανάγκη οι επαγγελματίες των ΜΜΕ να ενθαρρύνονται προκειμένου να ακολουθούν ειδικές ηθικές κατευθύνσεις και δεοντολογία χωρίς να διστάζουν. Για να επιτευχθεί αυτό, κανονικοποιημένες ιδέες περί του τί είναι άξιο ειδησεογραφίας και τί προσελκύει περισσότερους χρήστες/τριες πρέπει να αναμορφωθούν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κυνήγι της (τηλε)θέασης που ανάγει σε θέαμα τέτοιες ειδήσεις και επαναθυματοποιεί τις επιζώσες, πλήττοντας ταυτοχρόνως τις θετικές πρακτικές της δημοσιογραφίας που υπηρετούν το κοινό.

Η απάντηση της «Εφ.Συν.»

«Στα 10 χρόνια λειτουργίας της η εφημερίδα μας πολλές φορές έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από επιστήμονες τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα πανεπιστήμια. Υποδεχόμαστε πάντα τους ερευνητές με χαρά και θέτουμε στη διάθεσή τους ό,τι χρειάζεται ώστε να υποστηριχτεί η έρευνά τους, από προσωπικές συνεντεύξεις των συνεταιριστών μέχρι πρόσβαση στο αρχείο μας, όπως και πρόθυμα συμμετέχουμε –είτε ως εκπαιδευτές είτε ως εκπαιδευόμενοι– σε δράσεις των ελληνικών πανεπιστημίων. Πολύ συχνά δε, ακόμα και σε επετειακές εκδόσεις για τα γενέθλια της εφημερίδας, δημοσιεύουμε τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Κι όλα αυτά, γιατί πιστεύουμε βαθιά πως η επιστημονική ματιά εμπλουτίζει τη δημοσιογραφική πρακτική, βελτιώνει το προϊόν μας και, εντέλει, την αποστολή μας: τη δική σας έγκυρη ενημέρωση.

Επομένως, με πραγματικό ενδιαφέρον διαβάσαμε την έρευνα για την «κάλυψη ειδήσεων που αφορούν σεξουαλική παρενόχληση/βία και σεξουαλική βία στο διαδίκτυο από τα ελληνικά ΜΜΕ» του Προγράμματος PRESS, με συντονιστή το Κέντρο για τα Εμφυλα Δικαιώματα και την Ισότητα «Διοτίμα» και εταίρους το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ – και το Genderhood. Την έρευνα υπογράφουν οι Πατρίτσια Γερακοπούλου και Σοφία Καναούτη. Επιπλέον, ο Συνήγορος του Πολίτη και η Ελληνική Ενωση Κοινωνικών Λειτουργών συμμετέχουν ως φορείς υποστήριξης. Πολύ σύντομα, ωστόσο, το ενδιαφέρον μας μετατράπηκε σε σοκ και οργή. Και εξηγούμαστε.

Οι συγγραφείς της έρευνας ισχυρίζονται πως έκαναν «ερευνητική παρακολούθηση των μέσων ενημέρωσης» επί 4 μήνες (Νοέμβριος 2022-Φεβρουάριος 2023) καταγράφοντας την κάλυψη έμφυλης βίας και ειδικότερα σεξουαλικής παρενόχλησης/βίας, διαδικτυακής και μη κατά α) ενηλίκων γυναικών, β) ενηλίκων ανδρών, γ) ανηλίκων και δ) μελών της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ από 5 «μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια» (ΕΡΤ, ΣΚΑΪ, Mega, Ant1, Open) και 6 «μεγάλες ψηφιακές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες» («Καθημερινή», efsyn.gr, Πρώτο Θέμα, Lifo, Zougla και in.gr).
Τι διαπίστωσαν για όλα τα υπό μελέτη ΜΜΕ – επομένως και την εφημερίδα μας; Σταχυολογούμε ενδεικτικά:

● Η πλειονότητα των ειδήσεων που συλλέχθηκαν περιείχαν αρκετές ακατάλληλες ή/και ανήθικες δημοσιογραφικές πρακτικές.

● Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης σπάνια ακολουθούν τις δεοντολογικές οδηγίες.

● Είναι χαρακτηριστική η κυρίαρχη αναφορά ενός μικρού αριθμού σεξουαλικών εγκλημάτων που προσελκύουν έντονο δημόσιο ενδιαφέρον με ηδονοβλεπτικό χαρακτήρα, ειδικά όταν οι ειδήσεις αφορούν γυναικοκτονία και παιδεραστία.

● Οι φωνές των δραστών ακούγονται πολύ περισσότερο από αυτές των επιζωσών.

Θα παρακάμψουμε την έλλειψη πηγών και το πλήθος των συντακτικών λαθών και τα κάκιστα ελληνικά στα οποία είναι γραμμένη η μελέτη, θα προσπεράσουμε τα μεθοδολογικά και επιστημολογικά λάθη (ενδεικτικά: η αναιτιολόγητη επιλογή του δείγματος, η σύγκριση ΜΜΕ που ελάχιστη σχέση έχουν μεταξύ τους, η προκατειλημμένη στάση απέναντι στα ΜΜΕ και τη λειτουργία τους, οι… συμβουλές για το πώς πρέπει να εργάζονται οι δημοσιογράφοι). Θα μείνουμε μόνο στα «συμπεράσματα» που τσουβαλιάζουν και τη δική μας εφημερίδα, χωρίς προηγουμένως (ως είθισται και ως οφείλουν οι «ερευνήτριες») να παραθέσουν σχετικούς πίνακες με τα ευρήματά τους, παραθέματα από σχετικά άρθρα, ρεπορτάζ ή πρωτοσέλιδά μας για όλα όσα μας καταλογίζουν.

Θα θέλαμε πολύ να δούμε ένα (1) κείμενο της εφημερίδας μας που να ενοχοποιεί το θύμα ή να χρησιμοποιεί σεξιστικό λεξιλόγιο ή να λειτουργεί ηδονοβλεπτικά ή να ξεπλένει τους θύτες. Αντιθέτως, θα είχαμε να επιδείξουμε αμέτρητα κείμενα και πρωτοσελίδα και άρθρα γνώμης μιας εφημερίδας που είναι στρατευμένη στην υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της χειραφέτησης, που καθιέρωσε ίσως πρώτη στον χώρο του Τύπου τον όρο «γυναικοκτονία», που μάχεται την κουλτούρα του βιασμού, που σταθερά είναι σύμμαχος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Αλλά δεν θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε πως δεν είμαστε ελέφαντες σε ερευνητές που –χωρίς καν την επιβεβλημένη αναστοχαστικότητα– ισχυρίζονται αλαζονικά για τους εαυτούς τους πως «τείνουν να είναι πολύ καλά ενημερωμένοι και η εμπειρία τους με τον έλεγχο των ειδήσεων διαφορετικών ΜΜΕ τους επιτρέπει να αξιολογούν την ακρίβεια και πληρότητα των ιστοριών που εξετάζουν».

Είναι η πρώτη φορά που η εφημερίδα μας δέχεται μια τόσο ανοίκεια και μάλιστα με επιστημονικό μανδύα επίθεση. Δεν είναι μόνο αντιεπιστημονική, είναι βαθιά ανήθικη η επίθεση στην «Εφημερίδα των Συντακτών», παρότι επουσιώδης για τη σχέση με τους αναγνώστες μας. Κρίμα, ωστόσο, γιατί χάθηκε μια ευκαιρία τόσο για τα ΜΜΕ να αποκτήσουν μια εικόνα για τις πρακτικές τους όσο και για την ακαδημαϊκή κοινότητα να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τη δημοσιογραφική κοινότητα ώστε να αντιμετωπίσουμε από κοινού ζητήματα ζωής και –κυριολεκτικά– θανάτου.

Κρίμα επίσης γιατί η «έρευνα» φέρει τη σφραγίδα ενός σοβαρού Πανεπιστημίου όπως το ΕΚΠΑ και του τμήματος ΜΜΕ (του οποίου συχνά διδάσκοντες συνεργάζονται μαζί μας στην κάλυψη θεμάτων), αλλά και της «Διοτίμα» (με την οποία η εφημερίδα μας συστηματικά συνεργάζεται στην κάλυψη σχετικών ειδήσεων, ενώ έχει συνδιοργανώσει εκδήλωση για τη γυναικοκτονία).

Κρίμα, τέλος, γιατί δείχνει πώς κατασπαταλώνται οι ευρωπαϊκοί πόροι στο όνομα της επιστήμης, καθώς είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη «έρευνα» αποτελεί στην κυριολεξία ένα «γονατογράφημα». Ποτέ στο παρελθόν δεν έχουμε κρίνει οποιαδήποτε έρευνα αφορά την εφημερίδα μας, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση αισθανόμαστε βαθύτατα προσβεβλημένοι. Για τον λόγο αυτό, λυπούμαστε πολύ που αναγκαζόμαστε να προβούμε στις παραπάνω διαπιστώσεις, αλλά ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ, αν μη τι άλλο, μια επανόρθωση από τους επιβλέποντες την έρευνα και αναμένουμε με ενδιαφέρον την τοποθέτηση του ΕΚΠΑ και της ΔΙΟΤΙΜΑ».