“Κόλαφος” για την κυβέρνηση είναι η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για το πολυσυζητημένο Νομοσχέδιο για τις δημόσιες συναθροίσεις.

Ads

Από την Έκθεση προκύπτει ότι τόσο σε γενικό επίπεδο για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι όσο και τις ειδικότερες επίμαχες διατάξεις για τη διοργάνωση, την απαγόρευση αλλά και τις ευθύνες των διοργανωτών δημόσιων συναθροίσεων, το νομοσχέδιο δεν τηρεί τις συνταγματικές αρχές για την προστασία του δικαιώματος όσο και διεθνείς συμβάσεις και αποφάσεις δικαστηρίων. 
 
Mάλιστα, η Έκθεση εστιάζει και ζητά αλλαγές στις 4 συγκεκριμένες διατάξεις, που προέρχονται αυτούσιες από το χουντικό διάταγμα του 1971, όπως έχει επισημάνει εξαρχής η αξιωματική αντιπολίτευση.

Νωρίτερα στη Βουλή, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης, γνωστοποίησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει αίτημα αντισυνταγματικότητας του Νομοσχεδίου. 

Η τοποθέτηση του Γιάννη Ραγκούση

Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι

Ως προς τις γενικές παρατηρήσεις για το νομοσχέδιο και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, τόσο σε συνταγματικό επίπεδο όσο και ως αγαθό διεθνούς προστασίας, η έκθεση κρίνει υπερβολικές περιοριστικές διατάξεις του Νομοσχεδίου και αναφέρει:”Επομένως, η απαγόρευση δημόσιας συνάθροισης πρέπει να αιτιολογείται βάσει σοβαρού κινδύνου, ενώ δεν είναι ανεκτή, αν οι επικείμενοι κίνδυνοι μπορούν να αποτραπούν με άλλα, ηπιότερα, μέσα, η μη τήρηση των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε διάλυση της συνάθροισης. Όπως, μάλιστα, έχει επιβεβαιώσει συναφώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαίωμα σε ειρηνική συνάθροιση είναι θεμελιώδες δικαίωμα σε μία δημοκρατική κοινωνία, και, κατά τούτο, δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, ως επιτρεπτό, οi δε περιορισμοί νοούνται μόνο οι αναγκαίοι για τη λειτουργία μίας δημοκρατικής κοινωνίας.”

Ads

Ως προς την έγκαιρη γνωστοποίηση (αρ.6), το επίρρημα “εγκαίρως” που μεταχειρίζεται ο νόμος, σύμφωνα με την Έκθεση θα πρέπει να αποσαφηνιστεί με ακρίβεια προκειμένου να προκύπτει το ακριβές χρονικό πλαίσιο τόσο για τη γνωστοποίηση όσο και για το χρόνο έγκαιρης κοινοποίησης τυχόν απαγόρευσης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης.     

Η μη γνωστοποίηση δε νομιμοποιεί τη διάλυση συνάθροισης

Ειδικότερα επί των άρθρων, σε σχέση με το άρθρο 3, παρ 1 και 2 του Νομοσχεδίου για την υποχρέωση γνωστοποίησης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων κρίνει μεν συμβατό το καθεστώς της προηγούμενης γνωστοποίησης ωστόσο σημειώνει ότι “μόνη η παράλειψη της γνωστοποίησης δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της συνάθροισης, ούτε διαφοροποιεί τη συνταγματική προστασία της μη γνωστοποιηθείσας συνάθροισης.” Παράλληλα σημειώνει ότι σχετική απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών το 1986 έχει κρίνει ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν θέτει ως “προϋπόθεση” την προηγούμενη άδεια ενώ σημειώνει ότι και οι “αυθόρμητες συναθροίσεις” απολαμβάνουν συνταγματικής προστασίας καθώς το Σύνταγμα δεν διακρίνει τις διαδηλώσεις ανάλογα με το αν έχουν προηγουμένως γνωστοποιηθεί. 

Άρα σύμφωνα με την έκθεση “Μόνη η μηγνωστοποίηση συνάθροισης δεν μπορεί να αποτελεί νόμιμο έρεισμα για τη διάλυσή της.”

Το κείμενο της έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας

Έσχατο μέτρο η απαγόρευση αντι-διαδήλωσης

Το άρθρο 7 δίνει τη δυνατότητα που δίνει στις αρχές να απαγορεύσουν δημόσιες συναθροίσεις αν κρίνουν ότι προκύπτει κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής ή αν πρόκειται για αντι-διαδήλωση. Σύμφωνα με την Επιστημονική Υπηρεσία, και μόνο το γεγονός ότι σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο οι αρχές έχουν θετική υποχρέωση να προστατεύσουν την ελευθερία και των δύο ομάδων να διαδηλώσουν και να λάβουν μέτρα για αυτό. Σε σχέση και μια σειρά γνωμοδοτήσεων και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου η Έκθεση αποσαφηνίζει ότι η η απαγόρευση αντιδιαδήλωσης  δικαιολογείται «μόνο στην περίπτωση που επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή». Και μάλιστα καθώς κρίνει ως “έσχατο μέτρο” την απαγόρευση ζητά να τροποποιηθεί η σχετική διάταξη για την υπόδειξη εναλλακτικών επιλογών από τις αρχές προς τους διοργανωτές αντιδιαδήλωσης. 

Αναδιατύπωση για την πρόβλεψη “αστικής ευθύνης” των διοργανωτών

Ιδιαίτερα αρνητική είναι η Έκθεση για το άρθρο 13 και την πρόβλεψη αναγνώρισης αστικών ευθυνών και υποχρέωσης αποζημίωσης στο διοργανωτή “όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση.”  Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει “όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας”

Σύμφωνα με την Επιστημονική Υπηρεσία, η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους και το Σύνταγμα ορίζει τις αρμοδιότητες της αστυνομικής αρχής, επομένως μπορεί να υπάρχουν υποχρεώσεις αλλά σε καμία περίπτωση οι διοργανωτές δεν υποκαθιστούν τα όργανα της πολιτείας. Εξάλλου το δικαίωμα του συνέρχεσθαι αποτελεί ατομικό δικαίωμα κάθε προσώπου το οποίο ασκείται από κοινού και δεν τελεί υπό τη διαχειριστική εξουσία όσων ο νόμος τους προσδίδει την ιδιότητα του οργανωτή .

Ειδικότερα η Έκθεση σημειώνει ότι “μόνη η πρόσκληση για συμμετοχή σε συνάθροιση, που μπορεί να απευθυνθεί εκ παραλλήλου από πολλούς φορείς και σε ευρύτατο κύκλο προσώπων, και οι θεμιτά απορρέουσες από αυτήν ευθύνες μέριμνας, δεν συνεπάγονται αναγκαία και ανάληψη γενικής οργανωτικής ευθύνης ούτε, πολύ λιγότερο, καθοδήγηση της όλης συνάθροισης. Αντίστοιχα, η άσκηση του δικαιώματος συνάθροισης δεν εξαρτάται από την αναγκαία αναγνώριση στον προσκαλούντα αντίστοιχων γενικών οργανωτικών ή καθοδηγητικών εξουσιών”.

Εκφράζοντας σοβαρούς προβληματισμού για το γεγονός ότι το νομοσχέδιο εγείρει αστική ευθύνη στους διοργανωτές μιας διαδήλωσης η Υπηρεσία ζητά να αναδιατυπωθεί η φράση για τη λήψη “αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας” σε απόδειξη ότι ο διοργανωτής “ότι έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του”. Όπως είναι προφανές το άρθρο αυτό, επιχειρεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την ανάληψη ευθύνης του διοργανωτή ενώ “φορτώνει” την αστική ευθύνη μιας πιθανής προβοκάτσιας, από οποιονδήποτε που δρα υπό καθεστώς ανωνυμίας, στον διοργανωτή μιας ειρηνικής διαδήλωσης.