Η ώρα των αποφάσεων πλησιάζει επιτακτικά στο ελληνικό δράμα μέσα από μάχες διαρροών και εντυπώσεων, σκληρών πολιτικών ισορροπιών και εκατέρωθεν κινήσεων υψηλού κινδύνου.

Ads

Μετά και τη νέα χθεσινοβραδυνή τηλεδιάσκεψη Τσίπρα – Μέρκελ – Ολάντ και πίσω και πέρα από την πολεμική δημόσια ρητορική, οι θέσεις και τα στρατόπεδα είναι δεδομένα: Η Αθήνα, παρά την κάθετη απόρριψη του σχεδίου των δανειστών, επιζητά έντιμη διέξοδο από τη ρήξη κι ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ παρά τα διπλωματικά… νάζια εξακολουθεί να δουλεύει πάνω σε νέο σχέδιο συμβιβασμού και η γερμανική καγκελαρία εξακολουθεί να «ξορκίζει» το Grexit. To μείζον θέμα και εμπόδιο όμως είναι ότι ταυτόχρονα, το Βερολίνο και η Ανγκελα Μέρκελ δεν έχουν ούτε την πολιτική βούληση – ούτε ενδεχομένως τα εσωτερικά πολιτικά περιθώρια – για να ανακόψουν την «τυφλή» λογιστική προσέγγιση του ΔΝΤ που εξακολουθεί να τα ζητά όλα και να τα ζητά τώρα.

Σ’ αυτό το σκηνικό το ερώτημα είναι ποιος θα κάνει – εάν το κάνει – πρώτος το μεγάλο βήμα, είτε πίσω, είτε μπροστά. Και το πόσο πιθανό επίσης είναι πλέον το ατύχημα, με δεδομένο ότι αμφότερες οι πλευρές έχουν βάλει πια πολύ ψηλά τον πήχη, πολιτικά και επικοινωνιακά.

«Ο πρωθυπουργός το είπε στη Βουλή και είναι αλήθεια: Κανείς δεν θέλει τη ρήξη. Είπε όμως κι ότι ο χρόνος λιγοστεύει για όλους. Και ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα φθάσουμε σύντομα στο σημείο που δεν θα υπάρχει επιστροφή», σχολίαζε χαρακτηριστικά χθες κυβερνητικό στέλεχος.

Ads

Στην ελληνική πλευρά, είναι πλέον δεδομένο άλλωστε ότι τα περιθώρια περαιτέρω υπαναχωρήσεων είναι ελάχιστα. «Δεν είναι θέμα αντοχών της κυβέρνησης, είναι θέμα… μη αντοχών της ίδιας της κοινωνίας», έλεγε ο ίδιος κυβερνητικός παράγοντας. Την ίδια ώρα, κορυφαία στελέχη, όπως ο υπουργός Νίκος Βούτσης και ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Τάσος Κορωνάκης δείχνουν ανοιχτά, σε σημερινές συνεντεύξεις τους την διέξοδο των εκλογών.

Στην άλλη όχθη, αρκούντως περιορισμένα μοιάζουν και τα περιθώρια εσωτερικών πολιτικών ελιγμών στη Γερμανία. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παραμένει «σημαιοφόρος» του κλίματος κατά της Αθήνας τόσο στις κοινοβουλευτικές τάξεις των Χριστιανοδημοκρατών όσο και στην γερμανική κοινή γνώμη και η Ανγκελα Μέρκελ δεν δείχνει να έχει την πρόθεση για μια ευθεία εσωτερική πολιτική αναμέτρηση υπέρ της Ελλάδας. Εξ ου και η ανοχή της, εάν όχι στήριξη, στις σκληρές απαιτήσεις του ΔΝΤ.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η γερμανίδα καγκελάριος έσπευσε να υποβαθμίσει χθες την θέση που θα έχει το «ελληνικό ζήτημα» και στη σημερινή σύνοδο κορυφής της G7, παρ’ ότι η ίδια αναμένεται να γίνει δέκτης μιας ακόμη αμερικανικής παρέμβασης για «αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων στην ευρωζώνη».

Τα δεδομένα αυτά, και πλην θεαματικού απροόπτου, μάλλον περιορίζουν και τις πιθανότητες για μια άμεση, ενιαία και καθαρή λύση όπως επιζητά παγίως η ελληνική κυβέρνηση. Και με την Ανγκελα Μέρκελ να… φημίζεται για το παρελθόν της αναποφασιστικότητάς της και της μετάθεσης των μεγάλων πολιτικών διλημμάτων έως την έσχατη ώρα, ξαναβγαίνει στο προσκήνιο το ενδεχόμενο μιας νέας παράτασης: Παράτασης του «προγράμματος» και του μαρτυρίου της σταγόνας για την Ελλάδα, έως τον Σεπτέμβριο. Με άπαντες να γνωρίζουν, αλλά να υποκρίνονται ότι δεν βλέπουν, πως το μόνον που μπορούν να προσφέρουν άλλοι τέσσερις μήνες αβεβαιότητας στον ελληνικό «γόρδιο δεσμό» είναι μια ακόμη δυσκολότερη λύση…