Έκθεση – ντοκουμέντο του αντιπροέδρου του ΣτΕ που εντοπίζει πειθαρχικές ευθύνες ανώτατων δικαστικών λειτουργών στον χειρισμό της υπόθεσης Βγενόπουλου με τα θαλασσοδάνεια της Marfin φέρνει στο φως η «Εφημερίδα των Συντακτών». Πρόκειται για την υπόθεση που απασχόλησε τα ΜΜΕ, την ελληνική και την κυπριακή Δικαιοσύνη ενώ αποτέλεσε ακόμα και αιτία πολιτικής διαμάχης ειδικά όταν δύο φορές, το 2012 και το 2016, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Ads

Σήμερα, με αφορμή την έκθεση που βασίστηκε σε μία εισαγγελική αναφορά και φτάνει να διαπιστώσει πειθαρχικές ευθύνες δικαστών και εισαγγελέων, γίνεται σαφές ότι και στον δικαστικό χώρο υπάρχουν έντονες αντιπαραθέσεις και διαφωνίες σε υποθέσεις μεγάλου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Σε κάθε περίπτωση αρμόδια να κρίνει τη βασιμότητα της έκθεσης είναι πλέον η ίδια η Δικαιοσύνη.

Στο αρχείο

Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας αλλά και υπεράσπισης μεγάλων οικονομικών συμφερόντων συχνά «αποκαλύπτουν» παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ανάμειξη υπουργών σε δικαστικές αποφάσεις, «μπούλινγκ» σε εισαγγελείς, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα «αποκαλύπτουν» δικαστικές σκευωρίες, αμφίβολων κινήτρων εισαγγελικές διώξεις, ύποπτους πειθαρχικούς ελέγχους κ.λπ.

Ads

Ανάλογα δημοσιεύματα περί δήθεν παρεμβάσεων είχαν αφετηρία τη θύελλα αντιδράσεων που ξεσηκώθηκε όταν διά χειρός της εισαγγελέως Γ. Τσατάνη η χιλιοσέλιδη δικογραφία Βγενόπουλου (MIG, Marfin, Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου) πήγε στο αρχείο, ενώ η απόφασή της ανακοινώθηκε ταυτόχρονα και από τον ίδιο τον Α. Βγενόπουλο.

Αφωνοι έμειναν τότε για ακόμη μία φορά οι πολίτες που, αφού διάβασαν αναλυτικά ρεπορτάζ και δημοσιεύματα για το «σκάνδαλο» Βγενόπουλου, τη «μόλυνση της κυπριακής οικονομίας» και «τα θαλασσοδάνεια της MIG», είδαν στη συνέχεια τα ίδια ΜΜΕ να σωπαίνουν και να επαναλαμβάνεται το γνωστό έργο αθώωσης (χωρίς δίκη) μεγαλόσχημων επιχειρηματιών με ανεξήγητες δικαστικές αποφάσεις.

Στην περίπτωση αυτή έμεινε άφωνη και η Κύπρος, που ζητούσε με αγωνία βοήθεια από την ελληνική Δικαιοσύνη προκειμένου να διαλευκάνει το πώς και γιατί κατέρρευσε η οικονομία της λόγω και των επισφαλών δανείων και της τραπεζικής κατάρρευσης της Λαϊκής Τράπεζας το 2011.

Το σκάνδαλο των επισφαλών δανείων και εκ των έσω δανειοδοτήσεων μεταξύ των εταιρειών της MIG από ελληνικής πλευράς τέθηκε από τον εισαγγελέα στο αρχείο το 2012 κυρίως χάρη στη μαρτυρία του τότε διοικητή της ΤτΕ. Λίγο αργότερα, κι ενώ ο ισχυρισμός ήταν ότι η τράπεζα είναι υγιής, η οικονομία (και) της Κύπρου καταρρέει. Η υπόθεση ανασύρεται το 2014 και μπαίνει οριστικά στο αρχείο το 2016 διά χειρός Γ. Τσατάνη.

Πολιτική θύελλα

Οι σφοδρές αντιδράσεις περί παρεμβάσεων της κυβέρνησης -αμέσως μετά την απόφαση να κλείσει οριστικά η υπόθεση Βγενόπουλου- ακολουθούσαν κάθε δήλωση ή διαμαρτυρία της εισαγγελέως Τσατάνη, με αποκορύφωμα τις θυελλώδεις συνεδριάσεις της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, όπου κλήθηκε η ίδια να καταθέσει. Χύθηκε πολύ μελάνι όχι απλά για την υποστήριξη της διαμαρτυρόμενης δημόσιας εισαγγελέως και του μακαρίτη πλέον Βγενόπουλου.

Ο πολιτικός στόχος ήταν να εδραιωθεί η πεποίθηση ότι η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνει στη Δικαιοσύνη. Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε τότε τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου με βάση την αναφορά του εισαγγελέα Εφετών Ι. Αγγελή (νυν αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου) που άγνωστο (;) πώς, από ποιους και γιατί τέθηκε ο ίδιος εκτός στην υπόθεση Βγενόπουλου.

Πειθαρχικά ελέγχθηκε και η Γ. Τσατάνη για τον τρόπο που αποφάσισε να χειριστεί την υπόθεση, έως ότου την θέσει στο αρχείο. Τιμωρήθηκε από το Ανώτατο Επταμελές Συμβούλιο, ποινή που επικυρώθηκε στη συνέχεια και από το αρμόδιο συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Χωρίς πρωτοσέλιδα, της επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή με πρόστιμο (από τις καθαρές αποδοχές της) 60 ημερών, λόγω τέλεσης από βαριά αμέλεια των πειθαρχικών παραπτωμάτων που της αποδόθηκαν.

Η Γ. Τσατάνη είχε υποβάλει ταυτόχρονα μήνυση εναντίον της προέδρου του Αρείου Πάγου και δικαστών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ είχε προσφύγει και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλούμενη την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας επειδή εκτός από την παραπομπή της στο Επταμελές Συμβούλιο του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε (κλήθηκε να καταθέσει) και ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Η «μη» υπόθεση Βγενόπουλου ήταν μια καλή αφορμή και για να τρίξει το παλιό σύστημα τα δόντια του σε όποιον διαμαρτύρεται για τις χαριστικές πρακτικές των διακρίσεων. Τα επισφαλή δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα και την Κύπρο σε θυγατρικές εταιρείες MIG αλλά και σε άλλους επιχειρηματικούς ομίλους και οι χρεοκοπημένες τράπεζες δεν ήταν απλώς «οπτικά φαινόμενα»!

Αυτά συνέβησαν, άσχετα αν η ελληνική Δικαιοσύνη αποφάσισε ότι δεν θεμελιώνονται κατηγορίες για τους επικεφαλής. Γεγονός είναι ότι την περιουσία Βγενόπουλου και τα καράβια κληρονόμησαν οι συγγενείς του, ενώ τα «κόκκινα» δάνεια της δικής του τράπεζας προς εφοπλιστές και επιχειρηματίες τα κληρονόμησε η ελληνική οικονομία. Μόλις την περασμένη Πέμπτη η εφημερίδα «Ποντίκι» είχε σχετικό ρεπορτάζ ειδικά για τα «κόκκινα» δάνεια από τη MIG στον εφοπλιστή Βενιάμη.

Μια έκθεση-φωτιά

Η υπόθεση αποκτά σήμερα άλλη μία επίκαιρη διάσταση που αφορά την εξέλιξη της πειθαρχικής έρευνας. Η έκθεση του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, αντιπροέδρου του ΣτΕ, αποδεικνύει ότι πράγματι υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για ευθύνες εισαγγελέων στον χειρισμό της συγκεκριμένης δικογραφίας. Αποκαλύπτει σωρεία ανεξήγητων δικαστικών παρεμβάσεων στην «υπόθεση Βγενόπουλου». Ηδη διαβιβάστηκε στον (πρώην πλέον) πρόεδρο του ΣτΕ στις 9/5/2018.

Η αναλυτική και πολυσέλιδη έκθεση εντοπίζει ευθύνες σε λειτουργούς των υψηλότερων θέσεων της δικαστικής ιεραρχίας, κραυγαλέες αντιφάσεις στις καταθέσεις τους, μεγάλες καθυστερήσεις ενδεχομένως σκόπιμες αλλά και υπόνοιες στον τρόπο έκβασης της υπόθεσης που χαρακτηρίστηκε -και από λειτουργούς της Δικαιοσύνης- «μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος». Στην επόμενη φάση αναμένεται με ενδιαφέρον να διαπιστωθεί αν σε βάρος όσων κρίθηκαν ύποπτοι για τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων θα ασκηθούν πειθαρχικές αγωγές.

Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως αναδεικνύεται πράγματι η σοβαρή υπόνοια ότι κατά τους χειρισμούς από τη Δικαιοσύνη των ποινικών υποθέσεων Βγενόπουλου, Marfin κ.λπ., επιχειρήθηκε από εισαγγελικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του βασικού καθήκοντός τους να κρίνουν αμερόληπτα και σύμφωνα με τον νόμο, η ευνοϊκή υπέρ των φερομένων ως δραστών έκβαση των υποθέσεων αυτών (στο σημείο αυτό παραπέμπει σε σχετική κατάθεση-καταγγελία για τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος από την τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Δ. Τσιρώνη αλλά και του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας περί πολιτικών παρεμβάσεων από την τότε ελληνική κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου υπέρ του Α. Βγενόπουλου).

Από τους εννέα συνολικά λειτουργούς που ελέγχθηκαν, οι δύο έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί και επομένως γι’ αυτούς δεν προβλέπονται πειθαρχικές διώξεις, οι τρεις κρίθηκαν αμέτοχοι ενώ: «Αντιθέτως θεωρούμε ότι για τους άλλους τρεις εισαγγελικούς λειτουργούς κατά τα εκτεθέντα ως άνω αναλυτικά για καθένα από αυτούς προέκυψαν υπόνοιες και πρέπει να ερευνηθεί ως προς αυτούς περαιτέρω η υπόθεση με την άσκηση πειθαρχικής αγωγής». Ενας δικαστικός λειτουργός δεν μπορεί να καταδικαστεί δύο φορές για την ίδια υπόθεση και αυτός είναι ο λόγος που δεν περιλαμβάνεται στους εισαγγελικούς λειτουργούς για τους οποίους προκύπτουν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα και η εισαγγελέας Γ. Τσατάνη.

Στοιχεία και ευρήματα

● Η έκθεση καταγράφει την αναφορά του εισαγγελέα για το πώς «αυτομηνύθηκαν» οι υπεύθυνοι της Marfin Investment Group (MIG) προκειμένου να ανοίξει ξανά η υπόθεση στην Ελλάδα (είχε τεθεί το 2012 στο αρχείο), να «τελειώσει» γρήγορα και με τον τρόπο αυτόν να εμποδιστούν τα αιτήματα έκδοσης και δικαστικής συνδρομής και τελικά να μη δικαστεί ο μακαρίτης πλέον επιχειρηματίας και οι συνεργάτες του στην Κύπρο. Οπως σημειώνει ο εισαγγελέας, χάρη στη δική του αναφορά στον Αρειο Πάγο ο φάκελος ανοίγει ξανά το 2014 για νέα έρευνα από την Εισαγγελία Διαφθοράς.

● Στις 4/9/2014 πραγματοποιείται Συντονιστική Συνάντηση σε αίθουσα του υπουργείου Δικαιοσύνης με αίτημα των κυπριακών δικαστικών αρχών στην Eurojust. Συμμετέχουν πέντε Κύπριοι δικαστές συν το μέλος των Κυπρίων στην Eurojust, ο εισαγγελέας προϊστάμενος του τμήματος δικαστικών συνδρομών, ο Ελληνας δικαστικός μέλος της Eurojust, η ανακρίτρια που χειριζόταν τα αιτήματα των κυπριακών αρχών, η εφέτης που ήταν αποσπασμένη στο υπουργείο Δικαιοσύνης και η ειδική επιστήμονας της Αρχής του Ν. 3691/2008. Η εκπρόσωπος του υπουργείου επικαλέστηκε, προκειμένου να συμμετάσχει, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του τότε υπουργού (Χ. Αθανασίου) για την υπόθεση.

Στη συνάντηση οι Κύπριοι παρουσίασαν όλα τα στοιχεία στην ελληνική πλευρά με power points (διαφάνειες) και στη συνέχεια έδωσαν δύο στικάκια στους δύο αρμόδιους εισαγγελείς αλλά και τυπωμένα αντίτυπα. Από δω και πέρα -σύμφωνα με την έκθεση- οι καταθέσεις διαφέρουν ως προς το ποιος παρέλαβε τελικά τα στικάκια και πώς τα αξιολόγησε, αλλά και στο θέμα της δέσμευσης ή μη των δύο πλευρών για συνεργασία με κοινή ομάδα. Ο εισαγγελέας αμέσως μετά δίνει όλα τα στοιχεία στην Εισαγγελέα Διαφθοράς, αλλά όπως ισχυρίζεται δέχεται σφοδρή κριτική από την τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

● Στο μεταξύ οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση (Βγενόπουλος, Μπουλούτας, Μάγειρας και Ζολώτας) τον Οκτώβριο του 2014 υποβάλλουν δικές τους αναφορές στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου και έχουν συναντήσεις με ανώτατους δικαστές. Οι αναφορές τους κοινοποιούνται τότε στον Χ. Αθανασίου, στον Ευάγγ. Βενιζέλο, στην εισαγγελέα Διαφθοράς κ.λπ. Κάνουν λόγο για άρνηση (;) των κυπριακών αρχών να προσκομίσουν στοιχεία της υπόθεσης και παράλληλα ζητούν να μη γίνουν δεκτά τα κυπριακά αιτήματα για έρευνες σε λογαριασμούς, σπίτια και εταιρείες στην Ελλάδα.

Ακολουθεί μία συνάντηση μεταξύ του εισαγγελέα (που έχει κάνει την αναφορά) και της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με διαφορετικές όμως περιγραφές. Πάντως, όπως επισημαίνει η έκθεση, η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου αμέσως μετά (την επόμενη ημέρα) τις διαμαρτυρίες των εμπλεκομένων για έρευνες στα σπίτια τους. Στη συνέχεια, οι διαμετρικά αντίθετες καταθέσεις των δύο εισαγγελέων δίνουν διαφορετικές εκδοχές για το πώς και το αν τελικά χειραγωγήθηκε στη φάση εκείνη η Δικαιοσύνη.

● Ο εισαγγελέας συντάσσει και υποβάλλει αναφορά για όλα τα παραπάνω, παρουσιάζοντας και νέα στοιχεία από τις κυπριακές αρχές στην εισαγγελέα Διαφθοράς, η οποία -όπως σημειώνει η έκθεση- αρνείται να τα εκτιμήσει με το επιχείρημα ότι η αναφορά υποβλήθηκε από ανώτερό της δικαστικό λειτουργό και επομένως δεν δικαιούται να την εξετάσει. Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν στην αναφορά νέα στοιχεία.

Η σημερινή έκθεση θεωρεί αβάσιμο τον ισχυρισμό και δεν δικαιολογεί τη δήλωση «αποχής» -και μάλιστα με υπαινιγμούς για το περιεχόμενο- από μία έμπειρη εισαγγελέα. Σημειώνει δε ότι ο ισχυρισμός της εισαγγελέως Διαφθοράς για δήθεν υπέρμετρο ενδιαφέρον του ανώτερού της εισαγγελέα, που υπέβαλε την αναφορά, θέτει πολλά ερωτήματα εφόσον σε καμία από τις προηγούμενες καταθέσεις της δεν είχε ισχυριστεί κάτι παρόμοιο.

● Ενώ όμως το επιχείρημα της «αποχής» λόγω ιεραρχίας γίνεται δεκτό από την πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον διευθύνοντα την Εισαγγελία Εφετών, χρεώνεται η αναφορά σε άλλη εισαγγελέα κι όχι στον προϊστάμενο. Δεν μπορεί -σύμφωνα με την έκθεση- να θεμελιωθεί το αν υπήρχε σκοπιμότητα στην κίνηση αυτή.

Δημιούργησε όμως έκπληξη στον αντιπρόεδρο του ΣτΕ που συνέταξε την έκθεση το ότι η εισαγγελέας που χρεώθηκε την αναφορά έσπευσε να την εκλάβει ως μήνυση και να καταστήσει μάρτυρα τον συντάκτη της, ζητώντας κατάθεση από τον ίδιο και από τον εισαγγελέα της Eurojust για την υπόθεση με τα στικάκια. Αυτό σήμαινε, σύμφωνα πάλι με τη δική της άποψη, ότι αυτομάτως ο εισαγγελέας δεν θα μπορούσε πλέον να ασχολείται με την υπόθεση. Ο συντάκτης της έκθεσης σημειώνει εδώ για ποιους νομικούς λόγους αυτό δεν ήταν ορθό. Την απόφαση αυτή ωστόσο αποδέχτηκε και ο τότε προϊστάμενος της εισαγγελίας.

● Γίνεται η δεύτερη συντονιστική συνάντηση στις 10/7/2015 από την οποία αποκλείεται πλέον ο εισαγγελέας προϊστάμενος του τμήματος Δικαστικών Συνδρομών, ενώ εμποδίζεται τώρα (χωρίς εξηγήσεις) να παραστεί και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Δικαιοσύνης. Στο σημείο αυτό οι περισσότερες καταθέσεις μιλούν για συμμόρφωση και αποχώρηση χωρίς εντάσεις του αν. υπουργού Δικαιοσύνης (Δ. Παπαγγελόπουλου) και της εκπροσώπου του από τη συνεδρίαση.

● Η εισαγγελέας που χρεώθηκε την αναφορά ζητά τον Σεπτέμβριο του 2015 ολόκληρη τη δικογραφία Βγενόπουλου από την τότε εισαγγελέα Διαφθοράς προκειμένου να σχηματίσει εικόνα. Η εισαγγελέας Διαφθοράς παρατηρεί στην κατάθεσή της ότι «στο στάδιο της περαίωσης δεν είθισται να αφαιρείται δικογραφία, ωστόσο με τη σύμφωνη γνώμη και του προϊσταμένου την παρέδωσα». Ηταν έκδηλη η απογοήτευση μεταξύ των εισαγγελέων Διαφθοράς για το γεγονός ότι τους αφαιρέθηκε αναίτια η δικογραφία.

Η έκθεση παρατηρεί εδώ ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς θα μπορούσε να αποστείλει μόνο τα επίμαχα στοιχεία και όχι ολόκληρη την υπόθεση, σημειώνοντας ότι μόνο ως προς αυτό είναι ενδεχομένως έκθετη η εισαγγελέας Διαφθοράς κι όχι για το κλείσιμο της υπόθεσης.

● Με δύο αιτήματα (Ιούνιο και Σεπτέμβριο του 2015) ζητείται από την Κύπρο η δικαστική συνδρομή της Ελλάδας. Στη συνέχεια οι συνήγοροι των εμπλεκομένων Βγενόπουλου, Μπουλούτα, Μάγειρα και Φόρου με αίτησή τους που απευθύνουν στο Συμβούλιο Εφετών ζητούν να μη γίνουν δεκτά τα αιτήματα των κυπριακών αρχών. Τα αιτήματα των εμπλεκομένων εισάγονται στο Συμβούλιο Εφετών, αναφέρονται ως «δυσχερές ζήτημα», χωρίς να τεθεί όμως σε γνώση του αρμόδιου προϊσταμένου Δικαστικών Συνδρομών.

Ολο αυτό δημιούργησε μεγάλη καθυστέρηση οπότε -σύμφωνα με την έκθεση- προκύπτει η υπόνοια ότι οι εμπλεκόμενοι ανέμεναν την οριστική απόφαση της εισαγγελέως. Ο ίδιος ο Βγενόπουλος ισχυρίστηκε στις 22/2/2016, σύμφωνα με την κατάθεση πρωτοδίκη, ότι «αν εκδοθεί απόφαση στην Ελλάδα που θέτει την υπόθεση στο αρχείο θα έχουμε ευρωπαϊκό δεδικασμένο και επομένως δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκη στην Κύπρο». Την ίδια ημέρα η Γ. Τσατάνη έθεσε με δήλωσή της την υπόθεση στο αρχείο.

Σύμφωνα με την έκθεση, ενόψει των ανωτέρω, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα σχετικά με το εάν κάποιοι σχεδίασαν έτσι τα πράγματα ώστε να καθυστερήσει η πλήρης ικανοποίηση των αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και να μη ληφθούν εξηγήσεις από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και αν, τέλος, στον σχεδιασμό αυτόν συμμετείχαν και δικαστικοί λειτουργοί.

(Ενδο)δικαστικό κουβάρι

Η έρευνα από τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ και τους συνεργάτες του ξεκίνησε με την αξιολόγηση της αναφοράς τού τότε εισαγγελέα Εφετών Ι.Α. Η αναφορά αυτή είχε τεθεί μεν στο αρχείο από την πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά στη συνέχεια ανασύρθηκε και ζητήθηκε η συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης από τη νυν εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ζητήθηκαν όλες οι σχετικές πειθαρχικές και ποινικές δικογραφίες σε όποιο στάδιο κι αν βρίσκονταν προκειμένου να διαμορφώσει ο αντιπρόεδρος συνολική εικόνα για την εξέλιξη της υπόθεσης και τις τυχόν ευθύνες εισαγγελικών λειτουργών.

Στη συνέχεια κλήθηκαν να καταθέσουν όλοι όσοι χειρίστηκαν την υπόθεση. Τέλος, ζητήθηκαν συμπληρωματικές πληροφορίες και στοιχεία για τα οποία έλαβαν γνώση όλοι όσοι κατέθεσαν ενόρκως.

Η αρχική αναφορά του εισαγγελέα Ι. Α. που ανασύρθηκε στις 25/4/2016 σχετιζόταν με την ποινική διερεύνηση αδικημάτων που τελέστηκαν σε Ελλάδα και Κύπρο και αφορούσαν τη δραστηριότητα της Marfin Egnatia Bank και συγκεκριμένα: την υπόθεση διαφθοράς δωροδοκίας ύψους 1 εκατ. ευρώ του πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου εκ μέρους του Α. Βγενόπουλου και του Μ. Ζολώτα και την παράνομη χορήγηση δανείων από τη συγκεκριμένη τράπεζα επί ελληνικής διοικήσεως σε φυσικά πρόσωπα και εταιρείες που ήταν συνδεδεμένες με τη Marfin Investment Group (MIG).

Ο εισαγγελέας ξεκίνησε να ασχολείται με την υπόθεση Βγενόπουλου διότι τότε είχε τοποθετηθεί ως διευθύνων τις εργασίες του Τμήματος Δικαστικής Συνδρομής και Εκδόσεων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών (16/9/2013-19/10/2015).

Ηταν ex officio ο εθνικός ανταποκριτής στο πλαίσιο της μονάδας ευρωπαϊκής δικαστικής συνεργασίας και αυτονόητα παρίστατο και στη διάρκεια της πρώτης συνάντησης της συντονιστικής επιτροπής μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας (4/9/2014), που στόχο είχε τη δημιουργία κοινής ομάδας και συχνές συναντήσεις ώστε να περαιωθεί το συντομότερο δυνατό η διερεύνηση της υπόθεσης.

Οπως όμως αναφέρει στην αναφορά του, η τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν έδειξε ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον συντονισμό, στάση που υιοθέτησε και ο εισαγγελέας που είχε οριστεί ως μέλος της Eurojust.

Μεσολάβησε ένα ολόκληρο δικαστικό «μυθιστόρημα» που αποτυπώνει το πώς ένα σύνολο δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, που διαδοχικά αναλαμβάνουν την υπόθεση, οδηγούνται σε καθοριστικές καθυστερήσεις, ενώ κρατείται εκτός, με διάφορες μεθόδους, ο καθ’ ύλην και εξ αρχής αρμόδιος που τελικά εξωθήθηκε στη σύνταξη της αναφοράς. Σημειώνεται εδώ ότι η υπόθεση ξεκίνησε δικαστικά επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και συνεχίστηκε επί κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου μέχρι να τεθεί ξανά στο αρχείο.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών