Οι λόγοι για τους οποίους νίκησε η Νέα Δημοκρατία στις πρώτες εκλογές, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και τα λάθη του, η «αποϊδεολογικοποίηση» της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και η συζήτηση περί συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας είναι μεταξύ άλλων τα θέματα που θέσαμε και αναλύει στο Tvxs.gr ο Κώστας Ελευθερίου, επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ και Συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ.

Ads

Οι λόγοι που οδήγησαν στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας

«Η Νέα Δημοκρατία παρουσίασε το δικό της πολιτικό μήνυμα με τρόπο και συγκεκριμένο περιεχόμενο, που ανταποκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που όπως φάνηκε αποδεχόταν ως διακύβευμα των εκλογών το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Και αυτό ήταν η πολιτική σταθερότητα.

Τι είπε δηλαδή η Νέα Δημοκρατία; Είπε ότι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται την κατάσταση διασφαλίζει σταθερότητα. Ότι αντιμετωπίζει τα προβλήματα με βάση μια κοινή λογική. Και ότι πρέπει να διατηρηθεί μια κατάσταση κανονικότητας με την οικονομική κατάσταση των πολιτών να βελτιώνεται μέρα με τη μέρα. Και όλα αυτά τα συνέδεσε το οικονομικό σκέλος της πρότερης κυβερνητικής της διαχείρισης. Αυτό, προφανώς, είχε σχέση με τις οικονομικές ενισχύσεις που είχε αρχίσει να δίνει από τις απαρχές της πανδημίας, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίες κατευθύνθηκαν σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού».

Ads

Η «αποϊδεολογικοποίηση» της αντιπαράθεσης

«Η προεκλογική αναμέτρηση έγινε σε ένα πλαίσιο «αποϊδεολογικοποίησης» της προεκλογικής περιόδου. Η Νέα Δημοκρατία προσπάθησε να κατεβάσει τους τόνους και να μην εμπλέκεται σε πολύ πολωτικές αντιπαραθέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, έδωσε έμφαση στο να εκφράσει την πρότασή της με απτούς και σαφείς όρους, δεν την παρουσίασε ως μεγαλεπήβολη, αλλά ως γειωμένη στην καθημερινότητα. Και αυτό ήταν που έγινε αντιληπτό ως “κανονικότητα” από τους ψηφοφόρους.

Σε ό,τι αφορά τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην κυβερνητική της πορεία, τις φωτιές στην Εύβοια, τις ύστερες φάσεις διαχείρισης της πανδημίας, τις υποκλοπές, τα Τέμπη, φαίνεται πως δε λειτούργησαν ως κριτήρια υπερψήφισης ή καταψήφισης της ΝΔ είτε γιατί μπόρεσε να διαχειριστεί επικοινωνιακά διαμέσου της μιντιακής υπεροπλίας της είτε γιατί επικράτησε και μια λογική οικονομικής ψήφου σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος».

Τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ

«Η επιτυχία της ΝΔ, βέβαια, είναι απόρροια της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ και το αντίστροφο. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε αδυναμία να εκφράσει ένα ξεκάθαρο προγραμματικό στίγμα, επέλεξε μια καθολική απεύθυνση σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες με αποτέλεσμα οι προεκλογικές του παρεμβάσεις να μην έχουν σαφή κοινωνική αναφορά. Επέλεξε μια ρητορική κρισιακής πλαισίωσης που παρέμεινε σε συνθηματολογικό επίπεδο και δεν ήρθε σε αποτελεσματική αντιπαράθεση με το αφήγημα της “κανονικότητας”.

Και πάνω απ’ όλα εμφάνισε μια συγκεχυμένη στρατηγική σχετικά με το τι είδους κυβέρνηση ήθελε να συγκροτήσει μετά τις εκλογές στη βάση της απλής αναλογικής. Και αυτό τον κατέστησε στην αντίληψη πολλών ψηφοφόρων ως δυνητικό πρόξενο πολιτικής αστάθειας ή έστω ως απρόθυμο υποψήφιο κυβερνήτη».

Η επικράτηση της «μοναδικής οπτικής» της ΝΔ

«Όταν λέμε «αποϊδεολογικοποίηση» δεν σημαίνει ότι στην πρόταση της ΝΔ δεν υπάρχει ιδεολογικό περιεχόμενο. Υπάρχει σαφές και αδιαπραγμάτευτο νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό πρόσημο, το οποίο μάλιστα η Νέα Δημοκρατία το αντιλαμβάνεται και παρουσιάζει ως μονόδρομο και το διαχέει στην κοινή γνώμη ως “κοινή λογική”. Ως τη μόνη λογική απάντηση στα δημόσια προβλήματα, την οποία προσδιορίζουν τεχνοκράτες, οι οποίοι με τη σειρά τους αξιωματικά γνωρίζουν καλύτερα τι πρέπει να γίνει. Και άρα με αυτόν τον τρόπο, τα δημόσια προβλήματα δεν υπάρχει λόγος να καταστούν επίδικα πολιτικο-ιδεολογικού ανταγωνισμού ή συζήτησης.

Αυτή η αντίληψη “αποχυμώνει” τις θεματικές που απασχολούν τον διάλογο από την αξιακή τους ουσία και αποτρέπει τη συζήτηση, προεκλογικά εν προκειμένω, σε ιδεολογική βάση, ευνοώντας την επικράτηση της μίας και μοναδικής οπτικής». 

Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο

«Αν θέλει κάποιος να ανιχνεύσει την πρόσφατη γενεαλογία αυτής της στρατηγικής στην Ελλάδα πρέπει να ανατρέξει στη συγκυρία της εσωκομματικής εκλογής του 2016 στη ΝΔ, όπου ο Μητσοτάκης εκλέγεται ως ο κύριος εκφραστής μιας αντι-ΣΥΡΙΖΑ λογικής. Διαμορφώνεται έτσι η ΝΔ, υπό την ηγεσία ως η κύρια έκφραση ενός μετώπου δυνάμεων – κομμάτων, οικονομικών συμφερόντων, ιδρυμάτων και δεξαμενών σκέψης, τμημάτων της διανόησης, μίντια – που εκτείνεται από τα δεξιά έως το κέντρο, εκκινεί από το μπλοκ του “ΝΑΙ” στο δημοψήφισμα και διαμορφώνει ως το 2019 μια στρατηγική εξουσίας στη βάση της άρνησης της οποιαδήποτε μορφής αριστερής κυβέρνησης, με ειδικότερη αναφορά προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό το μπλοκ επαναφέρει την ΝΔ στην κυβέρνηση με μεγάλο ποσοστό το 2019 και αυτό το μπλοκ συνεχίζει να διασφαλίζει ισχυρή συσπείρωση στο κόμμα με αποκορύφωμα τις εκλογές του 2023. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΝΔ αναδεικνύεται σε κατεξοχήν κόμμα της άρχουσας τάξης, που διεκδικεί ωστόσο όρους πολιτικής ηγεμονίας και σε κατεξοχήν πια κόμμα του κράτους».

Τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ

«Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατόρθωσε να πολιτικοποιήσει επαρκώς τα δικά του προτάγματαΤο πρόγραμμά του και γενικά η παρέμβασή του ήταν ασαφής. Άλλοτε εμφανιζόταν με αριστερές εμφάσεις, άλλοτε εξέπεμπε περισσότερο μετριοπαθή και “κεντρώα” μηνύματα, άλλοτε εγκαλούσε τα λαϊκά στρώματα και άλλοτε πλεόναζε σε αναφορές στη “μεσαία τάξη”, την οποία επίσης δεν προσδιόριζε ξεκάθαρα. Όλα αυτά φανέρωναν μια σύγχυση.

Στον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από την περίοδο της αντιπολίτευσης, εμφανιζόταν πολύ μεγάλη πολιτική αντίθεση απέναντι στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε μεγάλο βαθμό, θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι η λογική της παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αντιδεξιά ή αντι-νεοφιλελεύθερη, αλλά κυρίως αντι-μητσοτακική. Και αυτό το αντι- δεν συνοδευόταν από κάποια θετική προγραμματική ατζέντα. Αυτού του είδους η πόλωση ήταν εμφανές ότι δεν ακολουθούσε την τάση που υπήρχε στην κοινή γνώμη και στο εκλογικό σώμα.

Με αλλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε ως δεδομένο ότι υπήρχε ένα έντονα αρνητικό προς την κυβέρνηση πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, το οποίο βαθμιαία θα στρεφόταν στον ίδιο σαν εναλλακτική. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη, κυρίως γιατί ποτέ δεν κατόρθωσε ο ΣΥΡΙΖΑ να καλλιεργήσει την ιδέα στην κοινωνία ότι συνιστά ισχυρή εναλλακτική προς τη ΝΔ.»

Το ζήτημα της συντηρητικοποίησης και η δεξιά μετατόπιση

«Είναι σαφές ότι στις εκλογές προέκυψε μια ισχυρή δεξιά μετατόπιση στο ελληνικό κομματικό σύστημα – μια τάση που βλέπουμε και σε άλλες χώρες στην Ευρώπη, όπως π.χ. στην Ιταλία. Το βασικό κόμμα της Δεξιάς, η ΝΔ, έχει πλέον ένα ποσοστό άνω του 40%, το οποίο μας θυμίζει εποχές προ κρίσης, εντός Βουλής βρέθηκε και η Ελληνική Λύση ελαφρώς ενισχυμένο ποσοστό, και οριακά βρέθηκε κάτω από το εκλογικό κατώφλι η υπερσυντηρητική, ακροδεξιά ΝΙΚΗ.

Αυτή η δεξιά μετατόπιση, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποδοθεί μονοσήμαντα σε μια υπόθεση συντηρητικοποίησης της κοινωνίας. Αλλιώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για να δικαιολογηθεί η ήττα της Αριστεράς. Εδώ και δεκαετίες και όχι μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν τάσεις εξατομίκευσης, υποχώρησης συλλογικών αφηγήσεων και συγκροτήσεων, ελλείμματος κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης και εναγκαλισμού παραδοσιακών θεσμών και αξιών που συνδέονται με την εθνική ταυτότητα και την οργανωμένη θρησκεία. Ωστόσο, στο επίπεδο του πολιτικού ανταγωνισμού, οι συντηρητικές ή οι προοδευτικές στάσεις είναι αποτέλεσμα του πώς τα κόμματα, μεταξύ άλλων, επιχειρούν να πολιτικοποιήσουν την κοινωνία.

Εάν επικρατεί συντηρητικοποίηση, υπάρχει ταυτόχρονα και μια Αριστερά που δεν κατάφερε να “ζυμώσει” τις ιδέες της στην κοινωνία. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές δεν ήταν μια συγκροτημένη αριστερή πρόταση και κατ’ επέκταση δεν απορρίφθηκαν κατ’ ανάγκην τα αριστερά προτάγματα. Απορρίφθηκε η αδύναμη εναλλακτική που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ».

Γιατί υπερψηφίστηκε τελικά η Νέα Δημοκρατία 

«Εδώ πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί. Η ΝΔ σε αυτές τις εκλογές, υπερψηφίστηκε γιατί θεωρήθηκε ότι είναι το μοναδικό “mainstream” της ελληνικής πολιτικής σήμερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε από μια κάπως αντι-mainstream θέση, μετατοπίστηκε ως κυβέρνηση και πλέον βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, όταν τα επίδικα στις εκλογές δεν είναι αυτά της πολιτικής ή της κοινωνικής αλλαγής και υπάρχει και μια προεκλογική αντιπαράθεση χαμηλής έντασης, το πιθανότερο είναι να υπερψηφιστεί αυτός που θεωρείται ότι εκπροσωπεί το mainstream.

Αυτού του είδους ο συντηρητισμός του εκλογικού σώματος δεν είναι προς το παρόν αξιακός ή ιδεολογικός. Είναι πιο πολύ ένας συντηρητισμός ύφους, που σχετίζεται με την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να εμπλέκεται η κοινωνία στην πολιτική. Το εκλογικό σώμα δεν προσήλθε στις κάλπες για να ψηφίσει με υψηλές προσδοκίες. Πήγε να επιλέξει εκείνο το κόμμα που θα του διασφάλιζε μια ανεκτή διαχείριση της κατάστασης, κατανοώντας την επόμενη μέρα από τις εκλογές με όρους κανονικότητας και όχι με όρους κρίσης.

Δεν υποστηρίζουμε ότι δεν είναι πιθανό να βρίσκεται εν εξελίξει μια διαδικασία συντηρητικοποίησης της κοινωνίας με βάθος στις περασμένες δεκαετίες, αλλά είναι νωρίς για να το χρησιμοποιήσουμε σαν την κύρια ερμηνευτική παράμετρο για το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου».

Η εκλογική – πολιτική συμπεριφορά των νέων και τα ερωτήματα

«Ενίοτε διατυπώνονται κάποιες στερεοτυπικές αφηγήσεις για την πολιτική συμπεριφορά των νέων, όπου γίνεται επίκληση κάποιας εγγενούς ριζοσπαστικότητας αυτής της συμπεριφοράς. Στις τελευταίες εκλογές, οι νεότερες ηλικίες έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, που τις εκπροσωπούσε περισσότερο στις προηγούμενες εκλογές και κινήθηκαν προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ, την αποχή. Η δε Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να εκπροσωπεί παραπάνω από το ένα τρίτο της νεανικής ψήφου.

Εάν δεχθούμε την υπόθεση της συντηρητικοποίησης, είτε ως αξιακή μεταβολή είτε ως υιοθέτηση της πολιτικής σαν ρουτίνα χαμηλών προσδοκιών, η τάση αυτή φαίνεται πως επιδρά και στις νεότερες ηλικίες. Και αυτό αφήνει ανοικτά ερωτήματα για το μέλλον».