Το παιχνίδι άνοιξε παρά τους συγκρατημένους τόνους εκατέρωθεν, οι βασικές προτάσεις για το ποια θα είναι η μετα – μνηνονιακή Ελλάδα βρίσκονται ήδη στο τραπέζι, κι από το επόμενο Σαββατοκύριακο και τη σύνοδο του ΔΝΤ έως την 21η Ιουνίου και την καθοριστική συνεδρίαση του Eurogroup θα πρέπει να απαντηθούν δύο δομικά ερωτήματα.

Ads

Το πρώτο εξ αυτών είναι με ποιο μοντέλο θα γίνει η – δεδομένη – ελάφρυνση του ελληνικού χρέους: Με το «αυτοματοποιημένο» γαλλικό ή με το γερμανικό που βασίζεται στο conditionality, ήτοι στην αιρεσιμότητα και στην υλοποίηση συγκεκριμένων προαπαιτούμενων. Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα θα καθορίσει και τον βαθμό της – επίσης δεδομένης – εποπτείας της Ελλάδας μετά την έξοδο από το Μνημόνιο.

Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν το λεγόμενο «ολιστικό πρόγραμμα» – το μεταμνημονιακό σχέδιο made in Greece – θα είναι όντως ένα πρόγραμμα αναπτυξιακό και στοχευμένο στις επενδύσεις και την απασχόληση ή θα περιοριστεί (με ευθύνη των δανειστών) σε ένα ακόμη σύμφωνο ανακύκλωσης της λιτότητας και της ύφεσης.

Και τα δύο ερωτήματα προέκυψαν με απόλυτη σαφήνεια το τελευταίο διήμερο, μετά τις πρώτες, αναγνωριστικές έστω, συζητήσεις για το κλείσιμο του ελληνικού ζητήματος – συζητήσεις που έγιναν τόσο σε επίπεδο EuroWorkingGroup και Washington Club, όσο και κατά την συνάντηση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου με τον νέο ομόλογό του της Γερμανίας Ολαφ Σολτς. 

Ads

Οι συναντήσεις αυτές, όπως μεταδίδεται τόσο από ελληνικές όσο και από κοινοτικές πηγές, δεν ήταν συγκρουσιακές ούτε έδωσαν οιωνούς δραματοποίησης της διαπραγμάτευσης ανάλογους με εκείνους περασμένων ετών. Εν ολίγοις, τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Βερολίνο επαναβεβαιώθηκε η πολιτική πρόθεση των δανειστών και εταίρων να κλείσουν οριστικά αυτό το καλοκαίρι το ελληνικό ζήτημα και, κυρίως, να το κλείσουν «επιτυχώς». Οι διαφωνίες όμως πιστοποιήθηκαν και το ζητούμενο είναι πως θα οριστεί αυτή η «επιτυχία» η οποία, όπως λέει χαρακτηριστικά πηγή με μακρά εμπειρία πλέον στην διαπραγμάτευση, δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν ενός ακόμη «παραδοσιακά ευρωπαϊκού, άρα και made in Berlin, συμβιβασμού».

Η εικόνα που διαμορφώνεται επ’ αυτού μέχρι στιγμής είναι πως η Άνγκελα Μέρκελ και ο Ολαφ Σολτς πιέζονται πολιτικά. Πιέζονται από τον σκληρό βορειο – ευρωπαϊκό άξονα και, κυρίως, από την σκληροπυρηνική πλευρά του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Εξ ου και το Βερολίνο εγείρει ενστάσεις μέχρι στιγμής και στα δύο μέτωπα: Αφ’ ενός κρίνει ως ασταθές το προσχέδιο του ελληνικού ολιστικού προγράμματος και αμφισβητεί το λεγόμενο κοινωνικό πακέτο του – δηλαδή, μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μείωση της φορολογίας και η ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων – και, αφ’ ετέρου σε ό,τι αφορά το χρέος δεν αποδέχεται την γαλλική ρήτρα ανάπτυξης ως μοναδική εγγύηση. Διαφωνεί, δηλαδή, με την αυτοματοποιημένη σύνδεση των αποπληρωμών του χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και αντιπροτείνει κι έναν δεύτερο πυλώνα – την σύνδεση κάθε φάσης ελάφρυνσης του χρέους με ένα μηχανισμό αιρεσιμότητας που θα περιλαμβάνει την υλοποίηση συγκεκριμένων προαπαιτούμενων και μεταρρυθμίσεων. Με την θέση της Γερμανίας συντάσσονται η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φινλανδία και οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης.

Στο γαλλικό «στρατόπεδο», από την άλλη πλευρά, βρίσκεται το γνωστό τόξο των χωρών του Νότου. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ, το οποίο όμως περιπλέκει περαιτέρω τα δεδομένα, είναι πως στους υπέρμαχους της «αυτόματης» ελάφρυνσης του χρέους, και δη με στόχο μείωσής του σε ποσοστό έως και 30% κατά τις πληροφορίες, βρίσκεται και το ΔΝΤ. Το Ταμείο, όπως κατέστησε σαφές στις Βρυξέλλες αυτή την εβδομάδα και ο Πολ Τόμσεν, θεωρεί πως ένα σύστημα «αιρεσιμότητας» θα ακυρώσει κάθε βεβαιότητα για την βιωσιμότητα του χρέους και θα θέσει υπό αμφισβήτηση την εμπιστοσύνη των αγορών.

Το πρόβλημα όμως είναι πως το ΔΝΤ, εάν όντως έχει αποφασίσει – για πολιτικούς λόγους – να μείνει πάσει θυσία στο ελληνικό πρόγραμμα, θα επιχειρήσει να «πουλήσει» και πάλι ακριβά τον ρόλο του. Κοινώς, εάν δεν γίνει δεκτή η πρόταση για καθαρό και δυναμικό μοντέλο ελάφρυνσης του χρέους θα ζητήσει να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του με δημοσιονομικές παρεμβάσεις οι οποίες, σε πρώτο χρόνο, δεν θα είναι άλλες από την επίσπευση εφαρμογής των ψηφισμένων μέτρων του 2019 – 2020. Είναι προφανές πως οι απαντήσεις και οι τελικές αποφάσεις επ’ αυτών των διλημμάτων δεν μπορούν παρά να είναι πολιτικές. Και βεβαίως θα έχουν την «σφραγίδα» της Γερμανίας – είτε διά χειρός Σολτς, είτε διά του συστήματος Σόιμπλε…