Φωτογραφία του Παναγιώτη Τζάμαρου από το FosPhotos

Ads

«Ένα πολιτικό μόρφωμα που όχι μόνο προπαγανδίζει, αλλά και ασκεί οργανωμένα βία ως μέθοδο πολιτικής παρέμβασης δεν είναι νοητό ως νόμιμο κόμμα σε μια σύγχρονη δημοκρατία», διαμηνύει με συνέντευξη στο tvxs.gr ο δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής»*, Δημήτρης Ψαρράς. Ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «το καλύτερο συγχωροχάρτι για τους ναζιστές της Χρυσής Αυγής» τη θεωρία των δύο άκρων, αναφέρεται στις ευθύνες του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ και συμπεραίνει: «Η ίδια η βία φαίνεται ότι εκφράζει το αίσθημα απελπισίας και τη διάθεση εκδίκησης από μερίδα του πληθυσμού».

Ποιο είναι το πιο δραματικό στοιχείο της υπόθεσης: «Χρυσή Αυγή»; Η δράση της ακροδεξιάς αυτή καθ’ αυτήν ή ο τρόπος με τον οποίο τη διαχειρίζεται η ελληνική πολιτεία;
 
Δεν μπορώ να διαχωρίσω τα δύο. Για την ακρίβεια, επί δυο δεκαετίες η Χρυσή Αυγή λειτουργούσε ως παρακολούθημα των δυνάμεων καταστολής, επιφορτισμένη με τη «βρομοδουλειά» στην αντιμετώπιση των διαδηλώσεων. Και την κρίσιμη διετία 2009-2010 αποτέλεσε το όχημα με το οποίο επιχειρούσε η επίσημη πολιτεία να δημιουργήσει ένα είδος κλειστού στρατόπεδου συγκέντρωσης μεταναστών μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Σημειώνω τον ιδιαίτερο ρόλο του νεοϊδρυθέντος αστυνομικού τμήματος Αγίου Παντελεήμονα και τη στενή του σχέση με τα στελέχη της οργάνωσης. Ο στενός αυτός εναγκαλισμός ναζιστών και δυνάμεων καταστολής κατέληξε στο οργανωμένο πογκρόμ κατά μεταναστών μετά τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη, τον Μάιο του 2011. Στη συνέχεια βέβαια η ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής της επέτρεψε να αυτονομηθεί. Αλλά δυστυχώς το αυγό του φιδιού επωάστηκε στους φιλόξενους κόλπους του κρατικού μηχανισμού.
 
Αναρωτιέται κανείς, αναλογιζόμενος το περιβάλλον το οποίο διαμορφώνει η δεινή οικονομική κρίση, αν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αυτό το φαινόμενο έξαρσης του ακραίου εθνικισμού στην Ελλάδα.
 
Δεν θεωρώ νομοτελειακή τη σημερινή σκοτεινή εξέλιξη. Δεν παρατηρούμε κάτι ανάλογο σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου με παρόμοια οικονομικά προβλήματα. Ας όψεται ο εφησυχασμός του πολιτικού συστήματος που επί χρόνια αδιαφορούσε για τα κρούσματα βίας των ναζιστών, καθώς και ο καιροσκοπισμός ορισμένων κρατικών μηχανισμών που επέτρεψαν τη γιγάντωση του φαινομένου. Δυστυχώς υπήρχε επί χρόνια στη χώρα και ένα υπόστρωμα ρατσισμού και ξενοφοβίας, το οποίο παρέμενε σε κατάσταση αδράνειας προτού ξεσπάσει η κρίση, αλλά τώρα έχει γίνει ανεξέλεγκτο. Το τελευταίο δώρο προς τη Χρυσή Αυγή ήταν η ενθουσιώδης υποδοχή του ΛΑΟΣ στην τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου. Η υποστήριξη του Μνημονίου από τον Καρατζαφέρη εξαέρωσε το κόμμα του και ταυτόχρονα άνοιξε το δρόμο για τη Χρυσή Αυγή.
 
Θα ήταν θεμιτή, αν όχι απαιτούμενη, μία πιο δραστική παρέμβαση των διεθνών θεσμών; Ή πρόκειται για ένα καθαρά εσωτερικό ζήτημα;
 
Ασφαλώς δεν πρόκειται για ένα εσωτερικό ζήτημα. Και η ενεργοποίηση των διεθνών θεσμών που έχει ήδη εκδηλωθεί (ΟΗΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης) είναι ευπρόσδεκτη. Όμως το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με έξωθεν παρέμβαση. Αν δεν αναλάβουν οι ίδιοι οι πολίτες στα χέρια τους την υπόθεση υπεράσπισης της δημοκρατίας, το παιχνίδι έχει χαθεί. Και η Χρυσή Αυγή θα κερδίζει, εμφανίζοντας τους «ξένους που ευθύνονται για όλα τα δεινά του τόπου» να απειλούν «τη μόνη εθνική δύναμη».
 
Οι υποστηρικτές της γνωρίζουν ποιον υποστηρίζουν; Τους ενδιαφέρει;
 
Δεν έχουμε ακόμα πλήρη εικόνα για την ανθρωπογεωγραφία των υποστηρικτών της οργάνωσης. Όπως αποδείχτηκε, όμως, από τη διατήρηση της εκλογικής της δύναμης στις δεύτερες εκλογές, παρά το επεισόδιο Κασσιδιάρη-Δούρου-Κανέλλη, οι περισσότεροι εγκρίνουν τη βίαιη δράση της, τουλάχιστον εναντίον ορισμένων στόχων (απαξιωμένο πολιτικό σύστημα, μετανάστες). Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί η δημοσκοπική της άνοδος μετά τις οργανωμένες επιθέσεις σε μικροπωλητές. Η ίδια η βία, δηλαδή, φαίνεται ότι εκφράζει το αίσθημα απελπισίας και τη διάθεση εκδίκησης από μερίδα του πληθυσμού.
 
Μήπως οι συνεχείς ιδεολογικές επιθέσεις σε βάρος της πεισμώνουν και συγχρόνως ενδυναμώνουν τη διαβόητη οργάνωση; Η οποία, σημειωτέον, επιδιώκει να χρησιμοποιεί πιο πρακτικά επιχειρήματα τα οποία αφορούν στη σημερινή καθημερινότητα.
 
Οι ατομικές «ιδεολογικές» αντιπαραθέσεις ασφαλώς την ενδυναμώνουν. Ειδικά όταν προέρχονται από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για την ιστορία και τη σημερινή δράση της οργάνωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μένει στο απυρόβλητο. Υποστηρίζω το ακριβώς αντίθετο. Όσο για την ενασχόληση της οργάνωσης με την καθημερινότητα, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για προπαγάνδα της οργάνωσης, η οποία δυστυχώς βρίσκει διαμορφωτές της κοινής γνώμης πρόθυμους να την αναπαραγάγουν.
 
Ποιο είναι το μερίδιο ευθύνης των ΜΜΕ για την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα -σε σχέση με την προσέγγιση και την προβολή της Χρυσής Αυγής;
 
Πολύ μεγάλο. Τα μέσα ενημέρωσης ήταν που από την αρχή της δεκαετίας του 1990, με την εισαγωγή κυρίως της ιδιωτικής τηλεόρασης, διέσπειραν την ξενοφοβία, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό στην ελληνική κοινωνία, με τη διόγκωση των στοιχείων για την εγκληματικότητα των αλλοδαπών και με την υστερική ενασχόληση με το Μακεδονικό. Αλλά και σήμερα υπάρχουν μέσα ενημέρωσης που εμπνέονται από τα συνθήματα της οργάνωσης ή αναπαράγουν με κυνισμό την προπαγάνδα της.
 
Συχνά αντιπροβάλλεται το επιχείρημα του άλλου «άκρου», ως παράδειγμα άνισης μεταχείρισης της Χρυσής Αυγής από το σύστημα. Μάλιστα, τελευταία μερικοί ισχυρίζονται ότι η γενικότερη κουλτούρα και στρατηγική της αριστεράς είναι αυτή που κατά βάθος ευθύνεται για τη σημερινή άνοδο της ακροδεξιάς.
 
Δεν υπάρχει καλύτερο συγχωροχάρτι για τους ναζιστές της Χρυσής Αυγής από τη θεωρία των δύο άκρων που ανασύρθηκε για μια ακόμα φορά από τη συντηρητική παράταξη –όπως έχει γίνει και σε άλλες κρίσιμες πολιτικές περιόδους- με μοναδικό στόχο να συκοφαντήσει αυτό που παρουσιάζει ως το άλλο άκρο, δηλαδή την Αριστερά και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όταν ταυτίζεις τη βίαιη δράση των ναζιστών με τις θέσεις της Αριστεράς, όσο οξείες και αν είναι αυτές, στην πραγματικότητα δικαιολογείς τις αρχές που μένουν απαθείς στην έκρηξη της χρυσαυγίτικης βίας. Όσοι σπρώχνουν σ’ αυτό το φαντασιακό δίπολο (Αριστερά – Χρυσή Αυγή), με την πονηρή σκέψη να αλληλοεξουδετερωθούν τα «άκρα» και να επιπλεύσει το «κέντρο», φαίνεται να λησμονούν ότι αυτό που πρέπει να επιπλεύσει είναι η δημοκρατία, στην οποία εντάσσεται η Αριστερά, αλλά όχι η τρομοκρατική δράση των ναζιστών.    
 
Να απαγορευτεί η ύπαρξη και λειτουργία της Χρυσής Αυγής;
 
Ένα πολιτικό μόρφωμα που όχι μόνο προπαγανδίζει, αλλά και ασκεί οργανωμένα βία ως μέθοδο πολιτικής παρέμβασης δεν είναι νοητό ως νόμιμο κόμμα σε μια σύγχρονη δημοκρατία. Από την άλλη μεριά δεν είναι δυνατόν με μια δικαστική απόφαση να επιλυθεί ένα ζήτημα που δεν έχει μόνο ποινικές αλλά και πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Προϋπόθεση είναι να ξεκινήσει από σήμερα μια πολιτική καμπάνια, η οποία θα συνενώσει τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις σε ένα μόνο στόχο: την απαγόρευση της δράσης αυτής της ναζιστικής ομάδας. 
 
*Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ

image

Ads

Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής ομάδας
Εκδόσεις Πόλις

Η πιο οδυνηρή συνέπεια της πολύπλευρης ελληνικής κρίσης είναι, αναμφίβολα, η θριαμβευτική είσοδος στη Βουλή ενός ανοιχτά ναζιστικού κόμματος. Στην καταχνιά που έχει σκεπάσει όλη τη χώρα προστίθεται τώρα το μαύρο σύννεφο μιας πολιτικής οργάνωσης που επικαλείται τον Χίτλερ ως πρότυπο και που εφαρμόζει τη βία του πεζοδρομίου ως μέθοδο εθνικής ανάτασης.

Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Και πώς η Ελλάδα, που περηφανευόταν για την ανεκτικότητά της και την παραδοσιακή της φιλοξενία, κατέληξε στην κατώτερη βαθμίδα των πιο ξενό- φοβων ευρωπαϊκών κοινωνιών; Πώς άνοιξε ξαφνικά ο ασκός του Αιόλου και η μέχρι πριν από λίγα χρόνια ανυ- πόληπτη και περιθωριακή ελληνική Ακροδεξιά έφτασε σήμερα να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέ- ντα, επιβάλλοντας με το έτσι θέλω τις ακραίες της επιλογές στο κομματικό σύστημα; Πώς ξεχάσαμε τη δικτα- τορία; Πώς είναι δυνατόν να ψηφίζουν ένα ναζιστικό κόμμα στο Δίστομο και τα Καλάβρυτα; Και πώς ανεχόμα- στε τη χλεύη κατά του Ολοκαυτώματος σε μια χώρα που έχασε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τη συντριπτι- κή πλειονότητα των Εβραίων πολιτών της;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά απαιτεί τη μελέτη της ιστορίας και των ντοκουμέντων της οργάνωσης, από την ίδρυσή της, το μακρινό 1980, μέχρι σήμερα, που διεκδικεί με αξιώσεις να βάλει το δικό της μαύρο αποτύπω- μα στις πολιτικές εξελίξεις. Στα κείμενα, τα σύμβολα και, κυρίως, τη δράση της Χρυσής Αυγής ανιχνεύονται οι λό- γοι που επέτρεψαν την επανεμφάνιση Ταγμάτων Εφόδου σε μια ευρωπαϊκή χώρα, αλλά και οι τρόποι να σταμα- τήσουμε τον κατήφορο στη βαρβαρότητα.

Ο Δημήτρης Ψαρράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Είναι δημοσιογράφος, μέλος της ερευνητικής ομάδας Ιός.
Εργάστηκε στην Ελευθεροτυπία, από το 1990 μέχρι τον Ιούνιο του 2012.
Έχει δημοσιεύσει τη μελέτη Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη. Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής Ακροδεξιάς, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.