Οι παγκόσμιες διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις δεν σταμάτησαν τον καιρό της πανούκλας. Το Black Lives Matter αποτελεί την πιο σημαντική μορφή αντίστασης στον ρατσισμό και την αστυνομική βία. Αν μετά την πανδημία τα κράτη ξαναγυρίσουν στο business as usual, οι αντιδράσεις του κόσμου, κυρίως της νεολαίας, θα γίνουν παντού μαζικές, πολιτικές, ανατρεπτικές. Ο κόσμος δεν εξεγείρεται μόνο όταν η κατάσταση είναι απελπιστική, αλλά όταν ματαιώνονται οι εύλογες προσδοκίες.

Ads

Η καταστροφή της ελπίδας, η πνευματική κατάντια της καπιταλιστικής ιδεολογίας που ανάγει τον κυνισμό και τον μηδενισμό σε ηθικό ορίζοντα της ζωής είναι το περιβάλλον στο οποίο όλοι μας, αλλά κυρίως η νεολαία, καλείται να πάρει τις μεγάλες αποφάσεις για ένταξη σε συλλογικά αιτήματα και αντίσταση ή για εγκατάλειψη της συλλογικότητας και στροφή στον αμυντικό ατομισμό της αναχώρησης. Στην Ελλάδα, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι καταλήψεις των πλατειών αποτέλεσαν βασικό λόγο για την άνοδο της Αριστεράς. Είμαστε παιδιά της Αντιγόνης και η αντίσταση στην αδικία και την εξουσία είναι τόσο ελληνικό όσο και τα σκουριασμένα μάρμαρα. Τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της εργασίας είναι τελείως δυσανάλογα προς το μέγεθος της καταστροφής. Οι αντιστάσεις αποτελούν τον ορίζοντα της επόμενης περιόδου. Εδώ εντάσσεται ο νόμος για τον περιορισμό και την αστυνόμευση των διαδηλώσεων και την τιμωρία των διαμαρτυρόμενων.

Η δημοκρατική ανυπακοή είναι συλλογική. Όταν οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι η δημοκρατική́ διαδικασία δυσλειτουργεί και δεν υπάρχει τρόπος να συμμετάσχουν στις αποφάσεις ή να εισακουστούν τα θεμιτά παράπονά τους, τότε η υποχρέωση να μην υπακούσουν τον «παράνομο» νόμο τούς μετατρέπει από́ υπηκόους σε πραγματικούς πολίτες.

Δημοκρατική ανυπακοή

Την περασμένη εβδομάδα παρουσιάσαμε τη φιλοσοφία της πολιτικής ανυπακοής (civil disobedience). Όμως, ανυπακοή́ δεν είναι μόνο η ατομική και ηθική ασέβεια απέναντι σε αντισυνταγματικούς νόμους ή ανήθικες πολιτικές, αλλά και μια στρατηγική  ριζικής υποκειμενοποίησης και συλλογικής αντίστασης. Η φιλοσοφία της ιστορίας δέχεται ότι η ριζική αλλαγή δεν είναι εγγυημένη από την ιστορική́ αναγκαιότητα. Η προσδοκία της ποντάρει πια στις πιθανότητες ενός απρόβλεπτου συμβάντος, μιας αναπάντεχης ανατροπής που δεν μπορούμε να την προβλέψουμε, αλλά μετά την ολοκλήρωσή της τη θεωρούμε αναγκαία. Πώς συνδέεται η ριζική αλλαγή με τις ηθικές προσταγές και τα ψυχολογικά́ κίνητρα; Μπορούν οι αξίες να προετοιμάσουν το υποκείμενο της αντίστασης που είναι απαραίτητο για την υλοποίησή της;

Ads

Ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς έχει την τάση να παραγνωρίζει τα ερωτήματα αυτά ως δευτερεύοντα, «του εποικοδομήματος». Η αδιαφορία για τις αξίες ή τα κίνητρα δημιουργεί τον κίνδυνο οι Αριστεροί να κηρύττουν μόνο στους προσηλυτισμένους. Πεπεισμένοι ότι η θεωρητική τους ανάλυση διαθέτει επιστημονική αντικειμενικότητα και ιστορικές εγγυήσεις υποτιμούν τις διαφορετικές απόψεις και στρατηγικές και επικεντρώνονται στην τελειοποίηση και την επανάληψη της πιστοποιημένης αλήθειας τους.

Γι’ αυτό το λόγο οι πράξεις ανυπακοής που δεν έχουν πολλές φορές κοινή πολιτική αφετηρία ή μοναδική ιδεολογία είναι τόσο σημαντικές. Η πολιτική ανυπακοή συναρτά την ατομική ηθική στάση με τα δημοκρατικά αιτήματα και συνδέεται άμεσα με τη ριζική αλλαγή. Ο Σάιμον Κρίτσλεϋ έχει υποστηρίξει ότι η ηθική φιλοσοφία πρέπει να μπορεί να εξηγήσει τα κίνητρα που οδηγούν στην ηθική δράση. Χωρίς μια κατανόηση του ηθικού και πολιτικού υποκειμένου, ο ηθικός αναστοχασμός καταλήγει κενή́ θεωρία. Η σχέση ανάμεσα στην κατανόηση του καλού (δηλαδή́ τη ριζοσπαστική́ ιδεολογία) και τη δράση για την επίτευξή του είναι πάντα εύθραυστη. Όπως λέει η Φαίδρα του Ρακίνα, «μπορεί να γνωρίζω το καλό́, εξακολουθώ όμως να πράττω το κακό́». Το σημαντικό́ επομένως δεν είναι η εκπαίδευση στη μαρξιστική́, τη ριζοσπαστική́ ή οποιαδήποτε άλλη θεωρία, αλλά η προετοιμασία ενεργών υποκείμενων αντίστασης που θα καλλιεργήσουν την «τέχνη του να μην κυβερνιόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο και με τέτοιο τίμημα», όπως έλεγε ο Φουκώ. Το ριζοσπαστικό́ δυναμικό́ της ανυπακοής βρίσκεται ακριβώς στη διαδικασία της ηθικοπολιτικής αποσύνδεσης από το παλιό και της δημιουργίας νέας υποκειμενικότητας.

Σε αντίθεση με τις καθαρά́ υποκειμενικές ηθικές αποφάσεις, η δημοκρατική́ ανυπακοή́ είναι συλλογική́. Όταν όλο και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν ότι η δημοκρατική́ διαδικασία δυσλειτουργεί και δεν υπάρχει τρόπος να συμμετάσχουν στις αποφάσεις ή να εισακουστούν τα θεμιτά παράπονά τους, τότε η υποχρέωση να μην υπακούσουν τον «παράνομο» νόμο τούς μετατρέπει από́ υπηκόους σε πραγματικούς πολίτες. Αυτό́ είναι το δεύτερο επίτευγμα της ανυπακοής: ανυψώνει τους ανθρώπους από́ εκτελεστές διαταγών σε αυτονόμους και ενεργούς παράγοντες δημοκρατίας.

Η δημοκρατική́ ανυπακοή́ αρνείται την πολιτική́ ως μια διαπραγμάτευση και διαχείριση συμφερόντων που ξεκινάει από́ την αποδοχή́ της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Το συγκεκριμένο αίτημα της διαδήλωσης, της απεργίας, της αντίστασης γίνεται σημείο συμπύκνωσης όλων των αντιθέσεων και συγκρούσεων και απαιτεί τη συνολική́ αναδιάταξη του κοινωνικού και πολιτικού χώρου. Εδώ αντιμάχονται δύο αντιλήψεις για την οικουμενικότητα. Η κυρίαρχη που, αποδεχόμενη την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, τείνει να ταυτίσει το δέον και το είναι και περιβάλει τις κυρίαρχες απόψεις με τον μανδύα των οικουμενικών αξιών. Η άλλη οικουμενικότητα στηρίζεται στην αλήθεια που παράγει η διαγώνια κοινωνική τομή που διαχωρίζει τις ελίτ πρώτα από τους κυβερνώμενους κι έπειτα από τους αποκλεισμένους. Αυτή́ η διάσταση της αλήθειας δεν στηρίζεται στην υπάρχουσα τάξη, αλλά́ στην άρνησή της.

Αποτελεί αγωνιστική́ οικουμενικότητα γιατί αναδύεται στον αγώνα αυτών που έχουν αποκλειστεί από́ την κοινωνική́ διανομή́ και την πολιτική́ εκπροσώπηση.

Η δημοκρατική́ ανυπακοή́ εισάγει ξανά το πολιτικό στοιχείο στην καθημερινή́ πολιτική́, που έχει οριστεί ως χώρος διαχείρισης συμφερόντων από αντιπροσώπους και τεχνοκράτες. Η βιοπολιτική προσπάθεια να ελεγχθούν τα σώματα και τα μυαλά των πολιτών, να μετατραπεί ο λαός σ’ ένα ενιαίο, υπάκουο και εύπλαστο πολιτικό́ σώμα αποτυχαίνει. Αυτή́ η έκφραση αυτονομίας φοβίζει την εξουσία περισσότερο από́ την απώλεια κάποιων εκλογών ή τη ματαίωση κάποιων συμφερόντων. 

Γιατί θα αποτύχει ο νόμος απαγόρευσης των διαδηλώσεων

Οι διατάξεις του νόμου για τις διαδηλώσεις είναι πρωτοφανείς για καιρό δημοκρατίας, αλλά η λογική τους αποτελεί την καρδιά της δεξιάς ιδεολογίας. Η κυβέρνηση επέβαλε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ανέστειλε όλες τις βασικές ελευθερίες με αφορμή της πανδημίας και τώρα αρχίζει σταδιακά την επέκταση τους για την νέα ‘κανονικότητα’. Ο νόμος Χρυσοχοϊδη απαιτεί τη γνωστοποίηση μιας διαδήλωσης πριν 48 ώρες και επιβάλει τον ορισμό ενός οργανωτή που θεωρείται υπεύθυνος και είναι υπόλογος για οποιεσδήποτε ζημιές. Η αστυνομία μπορεί να απαγορεύσει ή να διαλύσει μια διαδήλωση «εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής». Αλλά κάποια διατάραξη της ζωής αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας πορείας. Γι αυτό γίνονται στο κέντρο της πόλης και όχι στα λιβάδια. Κάθε διαδήλωση διαταράσσει ‘πιθανώς’ τη ζωή. Η αστυνομία θα έχει τη δυνατότητα της απαγόρευσης ή διάλυσης όλων των πορειών.

Σε πολλά κράτη υπάρχουν νόμοι που ποινικοποιούν τις πορείες. Το ποινικό οπλοστάσιο δίνει στην αστυνομία πολλές δυνατότητες για τη σύλληψη των διαδηλωτών. Σταμάτησαν οι αντιστάσεις; Όχι βέβαια. Ο νέος νόμος θα εφαρμοστεί δια της μη εφαρμογής του. Σε μια περίεργη περίπτωση «επιτελεστικής αντίφασης» ο νόμος θα οδηγεί αδήριτα σε εκείνο που απαγορεύει. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων θα είναι η προσφορότερη αφορμή για τη διοργάνωσή τους. Κάθε διαδήλωση και πορεία από ‘δω και μπρος θα έχει το ιδιαίτερο της αντικείμενο και ταυτόχρονα την απαίτηση της κατάργησης του νόμου. Θα φροντίσει η νέα γενιά που μαζί με το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία ή την υγεία θα απαιτεί και το δικαίωμα στη δημόσια διαμαρτυρία.