Στην παρούσα φάση ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κρίνεται για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του. Ούτε για το στρατηγικό βάθος που έχουν, ή δεν έχουν οι επιλογές και οι σχεδιασμοί του. Όλα αυτά θα μετρηθούν στο μέλλον, εγγύτερο ή απώτερο.

Ads

O πρωθυπουργός της χώρας όμως κρίνεται ήδη – και πρέπει να κρίνεται – για την ικανότητά του στην διαχείριση κρίσης και για το ηγετικό του ανάστημα εν μέσω μιας πανδημίας που κλονίζει εκ βάθρων κοινωνικές και οικονομικές δομές.

Εδώ, όσο κλιμακώνεται η κρίση του κοροναϊού, ο πρωθυπουργός της χώρας δείχνει μια εξίσου κλιμακούμενη ροπή στην διαχείριση δια της επικοινωνίας. Κι, ακόμη περισσότερο, στην εκμετάλλευση των πρωτόγνωρων συνθηκών, του σοκ στο οποίο βρίσκεται η κοινή γνώμη, – και της υπεύθυνης στάσης που επέλεξε να κρατήσει η αξιωματική αντιπολίτευση – για να «χτίσει» και να επιδείξει προσωπικό ηγετικό προφίλ υπό τις οδηγίες των επικοινωνιολόγων και με την συνδρομή του γνωστού μιντιακού συστήματος των «αγιογράφων».

Κοινώς, στο Μαξίμου μάλλον αποφάσισαν ότι «η κρίση είναι ευκαιρία» και έκτοτε πορεύονται σε δρόμους επικίνδυνους – έστω κι εάν ενίοτε είναι και γραφικοί.

Ads

Στην σφαίρα της γραφικότητας μπορεί να ενταχθεί το γεγονός ότι το πανελλήνιο ξύπνησε χθες το πρωί για να πληροφορηθεί, από την γραφίδα των γνωστών αρίστων του Χάρβαρντ, πως η Κριστίν Λαγκάρντ αποφάσισε να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα-μαμούθ, των 750 δις, της ΕΚΤ για τον κορονοϊό κατόπιν… παρέμβασης Μητσοτάκη. Στην ίδια σφαίρα μπορούν να τοποθετηθούν και οι συγκρίσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον… Τσόρτσιλ της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κι ενδεχομένως και η έμπνευση να εμφανίζεται κάθε τρεις μέρες ο πρωθυπουργός σε τηλεοπτικό διάγγελμα με αποστηθισμένα κείμενα ενώπιον autocue.

H διαχείριση όμως που έγινε με το δώρο του Πάσχα και τα μέτρα στήριξης για εργαζομένους και επιχειρήσεις ήταν στυγνό μικροπολιτικό παιχνίδι. Και ήταν ασέβεια απέναντι στην αγωνία εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων –απολυμένων που ζουν την απόλυτη αβεβαιότητα εν μέσω της διπλής υγειονομικής και οικονομικής κρίσης.

Το πρωί χθες ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, όταν ρωτήθηκε εαν μέσα στα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων εξετάζεται και η αναστολή του δώρου του Πάσχα απάντησε «αξιολογείται».

Λίγες ώρες μετά, στο απογευματινό του διάγγελμα, ο πρωθυπουργός… πήρε την υπόθεση πάνω του και δήλωσε πως «το δώρο του Πάσχα θα καταβληθεί στο ακέραιο από όλους τους εργοδότες προς όλους τους εργαζόμενους, όπως ακριβώς το δικαιούνται». Λες και το πρωί, ο αρμόδιος υπουργός δεν γνώριζε εάν και ποια δημοσιονομικά περιθώρια υπάρχουν. Και ελάχιστη ώρα αργότερα, ο άλλος αρμόδιος υφυπουργός, ο  Θεόδωρος Σκυλακάκης άφηνε να εννοηθεί – εμμέσως πλην σαφώς – ότι το δώρο του Πάσχα θα δοθεί τελικά τον Ιούνιο, καθώς τότε εκτιμάται ότι θα έχει μπει ξανά σε φάση ομαλοποίησης η λειτουργία της αγοράς.

Το δια ταύτα είναι πως ο πρωθυπουργός εκμεταλλεύθηκε την αγωνία του κόσμου απέναντι στην πανδημία για να δώσει  προσωπική τηλεοπτική παράσταση στην οποία δεσμεύθηκε για τα αυτονόητα: Την επιβεβλημένη καταβολή – όποτε – του δώρου του Πάσχα, και την διεύρυνση των μέτρων στήριξης της οικονομίας στα 10 δις ευρώ, καθώς είχε δεχθεί έντονες επικρίσεις για το αρχικό, και απολύτως ανεπαρκές, πακέτο των μόλις 2 δις ευρώ.

Ηταν ένα αχρείαστο επικοινωνιακό σόου σε ώρα εθνικής κρίσης. Όπως ήταν βαρύ ηθικό ατόπημα και η αναφορά στο ιταλικό δράμα.

Το «στην Ιταλία δεν έχουν φέρετρα να θάψουν τους νεκρούς τους» δεν ήταν ούτε το πιο εύστοχο, ούτε το πιο ευαίσθητο μήνυμα που μπορούσε να στείλει ευρωπαίος πρωθυπουργός σε μια χώρα που γονατίζει. Στην διπλανή μας χώρα που πενθεί και μαζί μάχεται να ξαναβρεί την ζωή.  Νοιώθει μήπως κανείς στο Μαξίμου την ανάγκη να ζητήσει μια συγγνώμη έστω από την Ιταλία;